1 Επλησιαζε δε η εορτη των αζυμων, λεγομενη Πασχα. | 1 וַיִּקְרַב חַג הַמַּצּוֹת הַנִּקְרָא פָּסַח |
2 Και εζητουν οι αρχιερεις και οι γραμματεις το πως να θανατωσωσιν αυτον διοτι φοβουντο τον λαον. | 2 וְהַכֹּהֲנִים הַגְּדוֹלִים וְהַסּוֹפְרִים מְבַקְשִׁים אֵיךְ יַהַרְגֻהוּ כִּי יָרְאוּ מִפְּנֵי הָעָם |
3 Εισηλθε δε ο Σατανας εις τον Ιουδαν τον επονομαζομενον Ισκαριωτην, οντα εκ του αριθμου των δωδεκα, | 3 וְהַשָּׂטָן נִכְנַס בִּיהוּדָה הַמְכֻנֶּה אִישׁ־קְרִיּוֹת וְהוּא בְּמִסְפַּר שְׁנֵים הֶעָשָׂר |
4 και υπηγε και συνελαλησε μετα των αρχιερεων και των στρατηγων το πως να παραδωση αυτον εις αυτους. | 4 וַיֵּלֶךְ וַיְדַבֵּר עִם־רָאשֵׁי הַכֹּהֲנִים וְשָׂרֵי הֶחָיִל אֵיךְ יִמְסְרֶנּוּ אֶל־יָדָם |
5 Και εχαρησαν και συνεφωνησαν να δωσωσιν εις αυτον αργυριον? | 5 וַיִּשְׂמָחוּ וַיֵּאֹתוּ לָתֶת־לוֹ כָסֶף |
6 και εδωκεν υποσχεσιν και εζητει ευκαιριαν να παραδωση αυτον εις αυτους χωρις θορυβου. | 6 וַיַּבְטַח אֹתָם וַיְבַקֵּשׁ תּוֹאֲנָה לְמָסְרוֹ אֲלֵיהֶם שֶׁלֹּא לְעֵינֵי הֶהָמוֹן |
7 Ηλθε δε ημερα των αζυμων, καθ' ην επρεπε να θυσιασωσι το πασχα, | 7 וַיָּבֹא יוֹם הַמַּצּוֹת אֲשֶׁר זָבוֹחַ יִזָּבַח־בּוֹ הַפָּסַח |
8 και απεστειλε τον Πετρον και Ιωαννην, ειπων? Υπαγετε και ετοιμασατε εις ημας το πασχα, δια να φαγωμεν. | 8 וַיִּשְׁלַח אֶת־פֶּטְרוֹס וְאֶת־יוֹחָנָן לֵאמֹר לְכוּ וְהָכִינוּ לָנוּ אֶת־הַפֶּסַח וְנֹאכֵלָה |
9 Οι δε ειπον προς αυτον? Που θελεις να ετοιμασωμεν; | 9 וַיֹּאמְרוּ אֵלָיו בְּאֵיזֶה מָקוֹם תַּחְפֹּץ כִּי־נָכִין אוֹתוֹ |
10 Ο δε ειπε προς αυτους? Ιδου, οταν εισελθητε εις την πολιν, θελει σας συναπαντησει ανθρωπος βασταζων σταμνιον υδατος? ακολουθησατε αυτον εις την οικιαν οπου εισερχεται. | 10 וַיֹּאמֶר אֲלֵיהֶם הִנֵּה אַתֶּם בָּאִים הָעִירָה וּפָגַע אֶתְכֶם אִישׁ נֹשֵׂא צַפַּחַת מָיִם לְכוּ אַחֲרָיו אֶל־הַבַּיִת אֲשֶׁר יָבוֹא שָׁמָּה |
11 Και θελετε ειπει προς τον οικοδεσποτην της οικιας? Ο Διδασκαλος σοι λεγει, Που ειναι το καταλυμα, οπου θελω φαγει το πασχα μετα των μαθητων μου; | 11 וַאֲמַרְתֶּם אֶל־בַּעַל הַבָּיִת כֹּה אָמַר־לְךָ הָרַב אַיֵּה הַמָּלוֹן אֲשֶׁר אֹכְלָה־שָּׁם אֶת־הַפֶּסַח עִם־תַּלְמִידָי |
12 και εκεινος θελει σας δειξει ανωγεον μεγα εστρωμενον? εκει ετοιμασατε. | 12 וְהוּא יַרְאֶה אֶתְכֶם עֲלִיָּה גְדוֹלָה מֻצָּעָה שָׁם תָּכִינוּ |
13 Αφου δε υπηγον, ευρον καθως ειπε προς αυτους, και ητοιμασαν το πασχα. | 13 וַיֵּלְכוּ וַיִּמְצְאוּ כַּאֲשֶׁר דִּבֶּר אֲלֵיהֶם וַיָּכִינוּ אֶת־הַפָּסַח |
14 Και οτε ηλθεν η ωρα, εκαθησεν εις την τραπεζαν, και οι δωδεκα αποστολοι μετ' αυτου. | 14 וַיְהִי כַּאֲשֶׁר הִגִּיעָה הַשָּׁעָה וַיָּסֶב הוּא וּשְׁנֵים־עָשָׂר הַשְּׁלִיחִים אִתּוֹ |
15 Και ειπε προς αυτους? Πολυ επεθυμησα να φαγω το πασχα τουτο με σας προ του να παθω? | 15 וַיֹּאמֶר אֲלֵיהֶם נִכְסֹף נִכְסַפְתִּי לֶאֱכֹל אִתְכֶם אֶת־הַפֶּסַח הַזֶּה לִפְנֵי עֻנּוֹתִי |
16 διοτι σας λεγω, οτι δεν θελω φαγει πλεον εξ αυτου, εωσου εκπληρωθη εν τη βασιλεια του Θεου. | 16 כִּי־אֹמֵר אֲנִי לָכֶם אֵינֶנִּי אֹכֵל אוֹתוֹ עוֹד עַד כִּי־יִמָּלֵא בְּמַלְכוּת הָאֱלֹהִים |
17 Και λαβων το ποτηριον, ευχαριστησε και ειπε? Λαβετε τουτο και διαμοιρασατε εις αλληλους? | 17 וַיִּקַּח אֶת־הַכּוֹס וַיְבָרֵךְ וַיֹּאמֶר קְחוּ אֹתָהּ וְחַלְּקוּ בֵּינֵיכֶם |
18 διοτι σας λεγω οτι δεν θελω πιει απο του γεννηματος της αμπελου, εωσου ελθη η βασιλεια του Θεου. | 18 כִּי־אֹמֵר אֲנִי לָכֶם שָׁתֹה לֹא אֶשְׁתֶּה מֵעַתָּה מִתְּנוּבַת הַגָּפֶן עַד כִּי־תָבוֹא מַלְכוּת הָאֱלֹהִים |
19 Και λαβων αρτον, ευχαριστησας εκοψε και εδωκεν εις αυτους, λεγων? Τουτο ειναι το σωμα μου το υπερ υμων διδομενον? τουτο καμνετε εις την ιδικην μου αναμνησιν. | 19 וַיִּקַּח אֶת־הַלֶּחֶם וַיְבָרֶךְ וַיִּבְצַע וַיִּתֵּן לָהֶם לֵאמֹר זֶה גוּפִי הַנִּתָּן בַּעַדְכֶם זֹאת עֲשֹוּ לְזִכְרוֹנִי |
20 Ωσαυτως και το ποτηριον, αφου εδειπνησαν, λεγων? Τουτο το ποτηριον ειναι η καινη διαθηκη εν τω αιματι μου, το υπερ υμων εκχυνομενον. | 20 וְכֵן גַּם־אֶת־הַכּוֹס אַחַר הַסְּעוּדָה לֵאמֹר זוֹ הַכּוֹס הִיא הַבְּרִית הַחֲדָשָׁה בְּדָמִי הַנִּשְׁפָּךְ בַּעַדְכֶם |
21 Πλην ιδου, η χειρ εκεινου οστις με παραδιδει, ειναι μετ' εμου επι της τραπεζης. | 21 אַךְ הִנֵּה יַד־הַמֹּסֵר אוֹתִי אִתִּי עַל־הַשֻּׁלְחָן |
22 Και ο μεν Υιος του ανθρωπου υπαγει κατα το ωρισμενον? πλην ουαι εις τον ανθρωπον εκεινον, δι' ου παραδιδεται. | 22 כִּי הֵן בֶּן־הָאָדָם הֹלֵךְ לוֹ כְּפִי אֲשֶׁר נֶחֱרָץ עָלָיו אֲבָל אוֹי לָאִישׁ הַהוּא אֲשֶׁר עַל־יָדוֹ יִמָּסֵר |
23 Και αυτοι ηρχισαν να συζητωσι προς αλληλους το ποιος ταχα ητο εξ αυτων, οστις εμελλε να καμη τουτο. | 23 וְהֵם הֵחֵלּוּ לַחֲקֹר אִישׁ אֶת־רֵעֵהוּ מִי־הוּא זֶה מֵהֶם אֲשֶׁר יַעֲשֶׂה־זֹּאת |
24 Εγεινε δε και φιλονεικια μεταξυ αυτων, περι του τις εξ αυτων νομιζεται οτι ειναι μεγαλητερος. | 24 וְגַם־מְרִיבָה הָיְתָה בֵינֵיהֶם מִי יֵחָשֵׁב לִהְיוֹת הַגָּדוֹל בָּהֶם |
25 Ο δε ειπε προς αυτους? οι βασιλεις των εθνων κυριευουσιν αυτα, και οι εξουσιαζοντες αυτα ονομαζονται ευεργεται. | 25 וַיֹּאמֶר אֲלֵיהֶם מַלְכֵי הַגּוֹיִם רוֹדִים בָּהֶם וְשַׁלִּיטֵיהֶם יִקָּרְאוּ עֹשֵׂי חָסֶד |
26 Σεις ομως ουχι ουτως, αλλ' ο μεγαλητερος μεταξυ σας ας γεινη ως ο μικροτερος, και ο προισταμενος ως ο υπηρετων. | 26 וְאַתֶּם לֹא־כֵן כִּי הַגָּדוֹל בָּכֶם יִהְיֶה כַצָּעִיר וְהַמּשֵׁל יִהְיֶה כַמְּשָׁרֵת |
27 Διοτι τις ειναι μεγαλητερος, ο καθημενος εις την τραπεζαν η ο υπηρετων; ουχι ο καθημενος; αλλ' εγω ειμαι εν μεσω υμων ως ο υπηρετων. | 27 כִּי מִי הוּא הַגָּדוֹל אִם־הַמֵּסֵב אוֹ הַמְשָׁרֵת הֲלֹא הַמֵּסֵב וַאֲנִי הִנְנִי בְתוֹכְכֶם כְּמוֹ הַמְשָׁרֵת |
28 Σεις δε εισθε οι διαμειναντες μετ' εμου εν τοις πειρασμοις μου? | 28 וְאַתֶּם הֵם הָעֹמְדִים עִמָּדִי עַד־עַתָּה בְּנִסְיוֹנֹתָי |
29 οθεν εγω ετοιμαζω εις εσας βασιλειαν, ως ο Πατηρ μου ητοιμασεν εις εμε, | 29 לָכֵן אֲנִי מַנְחִיל אֶתְכֶם כַּאֲשֶׁר הִנְחִילַנִי אָבִי אֵת הַמַּלְכוּת |
30 δια να τρωγητε και να πινητε επι της τραπεζης μου εν τη βασιλεια μου, και να καθησητε επι θρονων, κρινοντες τας δωδεκα φυλας του Ισραηλ. | 30 לְמַעַן תֹּאכְלוּ וְתִשְׁתּוּ עַל־שֻׁלְחָנִי בְּמַלְכוּתִי וִישַׁבְתֶּם עַל־כִּסְאוֹת לִשְׁפֹּט אֶת־שְׁנֵים עָשָׂר שִׁבְטֵי יִשְׂרָאֵל |
31 Ειπε δε ο Κυριος? Σιμων, Σιμων, ιδου, ο Σατανας σας εζητησε δια να σας κοσκινιση ως τον σιτον? | 31 וַיֹּאמֶר הָאָדוֹן שִׁמְעוֹן שִׁמְעוֹן הִנֵּה תָּבַע אֶתְכֶם הַשָּׂטָן לִזְרוֹתְכֶם כַּחִטִּים |
32 πλην εγω εδεηθην περι σου δια να μη εκλειψη η πιστις σου? και συ, οταν ποτε επιστρεψης, στηριξον τους αδελφους σου. | 32 וַאֲנִי הִתְפַּלַּלְתִּי בַעַדְךָ אֲשֶׁר לֹא־תִכְלֶה אֱמוּנָתֶךָ וְאַתָּה כַּאֲשֶׁר תָּשׁוּב חַזֵּק אֶת־אַחֶיךָ |
33 Ο δε ειπε προς αυτον? Κυριε, ετοιμος ειμαι μετα σου να υπαγω και εις φυλακην και εις θανατον. | 33 וְהוּא אָמַר אֵלָיו אֲדֹנִי הִנְנִי נָכוֹן לָלֶכֶת אִתְּךָ גַּם לְבֵית הָאֲסוּרִים גַּם לַמָּוֶת |
34 Ο δε ειπε? σοι λεγω, Πετρε, δεν θελει φωναξει σημερον ο αλεκτωρ, πριν απαρνηθης τρις οτι δεν με γνωριζεις. | 34 וַיֹּאמַר אֲנִי אֹמֵר לְךָ פֶּטְרוֹס לֹא־יִקְרָא תַרְנְגֹל הַיּוֹם עַד כִּי־שָׁלשׁ פְּעָמִים כִּחַשְׁתָּ בִּי לֵאמֹר לֹא יְדַעְתִּיו |
35 Και ειπε προς αυτους? Οτε σας απεστειλα χωρις βαλαντιου και σακκιου και υποδηματων, μηπως εστερηθητε τινος; οι δε ειπον? Ουδενος. | 35 וַיֹּאמֶר אֲלֵיהֶם כַּאֲשֶׁר שָׁלַחְתִּי אֶתְכֶם בְּלִי־כִיס וְתַרְמִיל וּנְעָלִים הַחֲסַרְתֶּם דָּבָר וַיֹּאמְרוּ לֹא חָסַרְנוּ כָּל־דָּבָר |
36 Ειπε λοιπον προς αυτους? Αλλα τωρα οστις εχει βαλαντιον ας λαβη αυτο μεθ' εαυτου, ομοιως και σακκιον, και οστις δεν εχει ας πωληση το ιματιον αυτου και ας αγοραση μαχαιραν. | 36 וַיֹּאמֶר אֲלֵיהֶם אָכֵן עַתָּה אֲשֶׁר־לוֹ כִיס יִשָּׂאֵהוּ וְכֵן גַּם־אֶת־הַתַּרְמִיל וַאֲשֶׁר אֵין־לוֹ הוּא יִמְכֹּר אֶת־בִּגְדוֹ וְיִקְנֶה חָרֶב |
37 Διοτι σας λεγω οτι ετι τουτο το γεγραμμενον πρεπει να εκτελεσθη εις εμε, το, Και μετα ανομων ελογισθη. Διοτι τα περι εμου γεγραμμενα λαμβανουσι τελος. | 37 כִּי־אֹמֵר אֲנִי לָכֶם אֲשֶׁר־צָרִיךְ עוֹד לְהִתְמַלֵּא בִי הַכָּתוּב הַזֶּה וְאֶת־פּשְׁעִים נִמְנָה כִּי כָל־הַכָּתוּב עָלַי בָּא עַד־קִצּוֹ |
38 Οι δε ειπον? Κυριε, ιδου, ηδη δυο μαχαιραι. Ο δε ειπε προς αυτους? Ικανον ειναι. | 38 וַיֹּאמְרוּ אֲדֹנֵינוּ הִנֵּה־פֹה שְׁתֵּי חֲרָבוֹת וַיֹּאמֶר אֲלֵיהֶם דָּי |
39 Και εξελθων υπηγε κατα την συνηθειαν εις το ορος των Ελαιων? ηκολουθησαν δε αυτον και οι μαθηται αυτου. | 39 וַיֵּצֵא וַיֵּלֶךְ כְּיוֹם בְּיוֹם עַל־הַר הַזֵּיתִים וַיֵּלְכוּ אַחֲרָיו גַּם־תַּלְמִידָיו |
40 Αφου δε ηλθεν εις τον τοπον, ειπε προς αυτους? Προσευχεσθε, δια να μη εισελθητε εις πειρασμον. | 40 וַיָּבֹא אֶל־הַמָּקוֹם וַיֹּאמֶר אֲלֵיהֶם הִתְפַּלְלוּ לְבִלְתִּי־בוֹא לִידֵי נִסָּיוֹן |
41 Και αυτος εχωρισθη απ' αυτων ως λιθου βολην, και γονατισας προσηυχετο, | 41 וְהוּא נִפְרַד מֵהֶם הַרְחֵק כִּקְלֹעַ אָבֶן וַיִּכְרַע עַל־בִּרְכָּיו וַיִּתְפַּלֵּל לֵאמֹר |
42 λεγων? Πατερ, εαν θελης να απομακρυνης το ποτηριον τουτο απ' εμου? πλην ουχι το θελημα μου, αλλα το σον ας γεινη. | 42 אָבִי אִם־רְצוֹנְךָ לְהַעֲבִיר מֵעָלַי אֶת־הַכּוֹס הַזֹּאת אַךְ אַל־יְהִי כִרְצוֹנִי כִּי אִם־כִּרְצוֹנֶךָ |
43 Εφανη δε εις αυτον αγγελος απ' ουρανου ενισχυων αυτον. | 43 וַיֵּרָא אֵלָיו מַלְאָךְ מִן־הַשָּׁמָיִם וַיְחַזְּקֵהוּ |
44 Και ελθων εις αγωνιαν, προσηυχετο θερμοτερον, εγεινε δε ο ιδρως αυτου ως θρομβοι αιματος καταβαινοντες εις την γην. | 44 וַיָּבֹאוּ עָלָיו חֶבְלֵי־מָוֶת וַיּוֹסֶף לְהִתְפַּלֵּל בְּחָזְקָה וַתְּהִי זֵעָתוֹ כְּנִטְפֵי דָם יֹרְדִים לָאָרֶץ |
45 Και σηκωθεις απο της προσευχης, ηλθε προς τους μαθητας αυτου και ευρεν αυτους κοιμωμενους απο της λυπης, | 45 וַיָּקָם מֵהִתְפַּלֵּל וַיָּבֹא אֶל־הַתַּלְמִידִים וַיִּמְצָאֵם יְשֵׁנִים מִיָּגוֹן |
46 και ειπε προς αυτους? Τι κοιμασθε; σηκωθητε και προσευχεσθε, δια να μη εισελθητε εις πειρασμον. | 46 וַיֹּאמֶר אֲלֵיהֶם לָמָּה תִישְׁנוּ קוּמוּ וְהִתְפַּלְלוּ אֲשֶׁר לֹא תָבֹאוּ לִידֵי נִסָּיוֹן |
47 Ενω δε αυτος ελαλει ετι, ιδου οχλος, και ο λεγομενος Ιουδας, εις των δωδεκα, ηρχετο προ αυτων και επλησιασεν εις τον Ιησουν, δια να φιληση αυτον. | 47 עוֹדֶנּוּ מְדַבֵּר וְהִנֵּה הָמוֹן וְאֶחָד מִשְּׁנֵים הֶעָשָׂר הַנִּקְרָא יְהוּדָה הֹלֵךְ לִפְנֵיהֶם וַיִּקְרַב אֶל־יֵשׁוּעַ לִנְשָׁק־לוֹ |
48 Ο δε Ιησους ειπε προς αυτον? Ιουδα, με φιλημα παραδιδεις τον Υιον του ανθρωπου; | 48 וַיֹּאמֶר יֵשׁוּעַ אֵלָיו יְהוּדָה הֲבִנְשִׁיקָה אַתָּה מוֹסֵר אֶת־בֶּן־הָאָדָם |
49 Ιδοντες δε οι περι αυτον τι εμελλε να γεινη, ειπον προς αυτον? Κυριε, να κτυπησωμεν με την μαχαιραν; | 49 וְהָאֲנָשִׁים אֲשֶׁר אִתּוֹ רֹאִים אֵת אֲשֶׁר יִהְיֶה וַיֹּאמְרוּ אֵלָיו אֲדֹנֵינוּ הֲנַכֶּה בֶחָרֶב |
50 Και εκτυπησεν εις εξ αυτων τον δουλον του αρχιερεως και απεκοψεν αυτου το ωτιον το δεξιον. | 50 וַיַּךְ אֶחָד מֵהֶם אֶת־עֶבֶד הַכֹּהֵן הַגָּדוֹל וַיְקַצֵּץ אֶת־אָזְנוֹ הַיְמָנִית |
51 Αποκριθεις δε ο Ιησους, ειπεν? Αφησατε εως τουτου? και πιασας το ωτιον αυτου ιατρευσεν αυτον. | 51 וַיַּעַן יֵשׁוּעַ וַיֹּאמֶר רַב עַתָּה הַרְפּוּ וַיִּגַּע בְּאָזְנוֹ וַיִּרְפָּאֵהוּ |
52 Ειπε δε ο Ιησους προς τους ελθοντας επ' αυτον αρχιερεις και στρατηγους του ιερου και πρεσβυτερους. Ως επι ληστην εξηλθετε μετα μαχαιρων και ξυλων; | 52 וַיֹּאמֶר יֵשׁוּעַ אֶל רָאשֵׁי הַכֹּהֲנִים וְשָׂרֵי הַמִּקְדָּשׁ וְהַזְּקֵנִים אֲשֶׁר בָּאוּ עָלָיו לֵאמֹר כְּמוֹ עַל־פָּרִיץ יְצָאתֶם עָלַי בַּחֲרָבוֹת וּבְמַקְּלוֹת |
53 καθ' ημεραν ημην μεθ' υμων εν τω ιερω και δεν ηπλωσατε τας χειρας επ' εμε. Αλλ' αυτη ειναι η ωρα σας και η εξουσια του σκοτους. | 53 וָאֱהִי אֶצְלְכֶם יוֹם יוֹם בַּהֵיכָל וְלֹא־שְׁלַחְתֶּם בִּי יָד וְאוּלָם זֹאת הִיא שְׁעַתְכֶם וְשָׁלְטַן הַחשֶׁךְ |
54 Συλλαβοντες δε αυτον, εφεραν και εισηγαγον αυτον εις τον οικον του αρχιερεως. Ο δε Πετρος ηκολουθει μακροθεν. | 54 וַיִּתְפְּשֹוּ אוֹתוֹ וַיּוֹלִיכֻהוּ וַיְבִיאֻהוּ בֵּית הַכֹּהֵן הַגָּדוֹל וּפֶטְרוֹס הֹלֵךְ אַחֲרָיו מֵרָחוֹק |
55 Αφου δε αναψαντες πυρ εν τω μεσω της αυλης συνεκαθησαν, εκαθητο ο Πετρος εν μεσω αυτων. | 55 וַיְהִי כִּי־בִעֲרוּ אֵשׁ בְּתוֹךְ הֶחָצֵר וַיֵּשְׁבוּ יַחְדָּו וַיֵּשֶׁב גַּם־פֶּטְרוֹס בְּתוֹכָם |
56 Ιδουσα δε αυτον μια τις δουλη καθημενον προς το φως και ενατενισασα εις αυτον, ειπε? Και ουτος ητο μετ' αυτου. | 56 וַתִּרְאֵהוּ הַשִּׁפְחָה יוֹשֵׁב נֶגֶד הָאוּר וַתַּבֶּט־בּוֹ וַתֹּאמֶר גַּם־זֶה הָיָה עִמּוֹ |
57 Ο δε ηρνηθη, λεγων? Γυναι, δεν γνωριζω αυτον. | 57 וַיְכַחֶשׁ־בּוֹ וַיֹּאמַר אִשָּׁה לֹא יְדַעְתִּיו |
58 Και μετ' ολιγον αλλος τις ιδων αυτον, ειπε? Και συ εξ αυτων εισαι. Ο δε Πετρος ειπεν? Ανθρωπε, δεν ειμαι. | 58 וְאַחֲרֵי־מְעַט רָאָהוּ אָדָם אַחֵר וַיֹּאמֶר גַּם־אַתָּה מֵהֶם וַיֹּאמֶר פֶּטְרוֹס לֹא אָדָם כִּי אֵינֶנִּי |
59 Και αφου επερασεν ως μια ωρα, αλλος τις διισχυριζετο, λεγων? Επ' αληθειας και ουτος μετ' αυτου ητο? διοτι Γαλιλαιος ειναι. | 59 וְאַחֲרֵי עֲבֹר כְּשָׁעָה אַחַת טָעַן עָלָיו אִישׁ אַחֵר לֵאמֹר אָמְנָם גַּם־זֶה הָיָה עִמּוֹ כִּי אַף־הוּא גְּלִילִי |
60 Ειπε δε ο Πετρος? Ανθρωπε, δεν εξευρω τι λεγεις. Και παρευθυς, ενω αυτος ελαλει ετι, εφωναξεν ο αλεκτωρ. | 60 וַיֹּאמֶר פֶּטְרוֹס בֶּן־אָדָם לֹא יָדַעְתִּי מָה אַתָּה אֹמֵר וְהוּא עוֹדֶנּוּ מְדַבֵּר וְהַתַּרְנְגֹל קָרָא |
61 Και στραφεις ο Κυριος ενεβλεψεν εις τον Πετρον, και ενεθυμηθη ο Πετρος τον λογον του Κυριου, οτι ειπε προς αυτον οτι πριν φωναξη ο αλεκτωρ, θελεις με απαρνηθη τρις. | 61 וַיִּפֶן הָאָדוֹן וַיַּבֵּט אֶל־פֶּטְרוֹס וַיִּזְכֹּר פֶּטְרוֹס אֶת־דְּבַר הָאָדוֹן אֲשֶׁר דִּבֶּר אֵלָיו כִּי־בְטֶרֶם יִקְרָא הַתַּרְנְגֹל תְּכַחֶשׁ־בִּי שָׁלשׁ פְּעָמִים |
62 Και εξελθων εξω ο Πετρος εκλαυσε πικρως. | 62 וַיֵּצֵא פֶּטְרוֹס הַחוּצָה וַיְמָרֵר בַּבֶּכִי |
63 Και οι ανδρες οι κρατουντες τον Ιησουν ενεπαιζον αυτον δεροντες, | 63 וְהָאֲנָשִׁים אֲשֶׁר אָחֲזוּ אֶת־יֵשׁוּעַ הִתְעַלְּלוּ בוֹ וַיַּכֻּהוּ |
64 και περικαλυψαντες αυτον ερραπιζον το προσωπον αυτου και ηρωτων αυτον, λεγοντες? Προφητευσον τις ειναι οστις σε εκτυπησε; | 64 וַיֶּחֱפוּ אֶת־רֹאשׁוֹ וַיַּכֻּהוּ עַל־פָּנָיו וַיִּשְׁאָלֻהוּ לֵאמֹר הִנָּבֵא מִי הוּא הַהֹלֵם אוֹתָךְ |
65 Και αλλα πολλα βλασφημουντες ελεγον εις αυτον. | 65 וְעוֹד גִּדּוּפִים אֲחֵרִים הִרְבּוּ עָלָיו |
66 Και καθως εγεινεν ημερα, συνηχθη το πρεσβυτεριον του λαου, αρχιερεις τε και γραμματεις, και ανεβιβασαν αυτον εις το συνεδριον αυτων, λεγοντες? | 66 וּבִהְיֹת הַבֹּקֶר נִקְהֲלוּ זִקְנֵי הָעָם וְהַכֹּהֲנִים הַגְּדוֹלִים וְהַסּוֹפְרִים וַיַּעֲלֻהוּ לִפְנֵי הַסַּנְהֶדְרִין שֶׁלָּהֶם וַיֹּאמְרוּ הַאַתָּה הוּא הַמָּשִׁיחַ אֱמָר־לָנוּ |
67 Συ εισαι ο Χριστος; ειπε προς ημας? ειπε δε προς αυτους. Εαν σας ειπω, δεν θελετε πιστευσει, | 67 וַיֹּאמֶר אֲלֵיהֶם כִּי אַגִּיד לָכֶם לֹא תַאֲמִינוּ |
68 εαν δε και ερωτησω, δεν θελετε μοι αποκριθη ουδε θελετε με απολυσει? | 68 וְגַם אִם־אֶשְׁאַל לֹא־תָשִׁיבוּ דָבָר וְלֹא תְשַׁלְּחוּנִי |
69 απο του νυν θελει εισθαι ο Υιος του ανθρωπου καθημενος εκ δεξιων της δυναμεως του Θεου. | 69 אֲבָל מֵעַתָּה יִהְיֶה בֶן־הָאָדָם ישֵׁב לִימִין גְּבוּרַת הָאֱלֹהִים |
70 Ειπον δε παντες? Συ λοιπον εισαι ο Υιος του Θεου; Ο δε ειπε προς αυτους? Σεις λεγετε οτι εγω ειμαι. | 70 וַיֹּאמְרוּ כֻלָּם הֲכִי־אַתָּה הוּא בֶּן־הָאֱלֹהִים וַיֹּאמֶר אֲלֵיהֶם אַתֶּם אֲמַרְתֶּם כִּי־אֲנִי הוּא |
71 Οι δε ειπον? Τι χρειαν εχομεν πλεον μαρτυριας; διοτι ημεις αυτοι ηκουσαμεν απο του στοματος αυτου. | 71 וַיֹּאמְרוּ מַה־לָּנוּ עוֹד לְבַקֵּשׁ עֵדוּת הֲלֹא בְאָזְנֵינוּ שְׁמַעְנוּהָ מִפִּיו |