1 Διοτι, ιδου, ερχεται ημερα, ητις θελει καιει ως κλιβανος? και παντες οι υπερηφανοι και παντες οι πραττοντες ασεβειαν θελουσιν εισθαι αχυρον? και η ημερα η ερχομενη θελει κατακαυσει αυτους, λεγει ο Κυριος των δυναμεων, ωστε δεν θελει αφησει εις αυτους ριζαν και κλαδον. | 1 Perciocchè, ecco, quel giorno viene, ardente come un forno; e tutti i superbi, e chiunque opera empiamente, saran come stoppia; e il giorno che viene li divamperà, ha detto il Signor degli eserciti; talchè non lascerà loro nè radice, nè ramo. |
2 Εις εσας ομως τους φοβουμενους το ονομα μου θελει ανατειλει ο ηλιος της δικαιοσυνης με ιασιν εν ταις πτερυξιν αυτου? και θελετε εξελθει, και σκιρτησει ως μοσχαρια της φατνης. | 2 Ma a voi, che temete il mio Nome, si leverà il Sole della giustizia, e guarigione sarà nelle sue ale; e voi uscirete, e saltellerete a guisa di vitelli di stia. |
3 Και θελετε καταπατησει τους ασεβεις? διοτι αυτοι θελουσιν εισθαι σποδος υπο τα ιχνη των ποδων σας, καθ' ην ημεραν εγω καμω τουτο, λεγει ο Κυριος των δυναμεων. | 3 E calpesterete gli empi; perciocchè saran come cenere sotto la pianta de’ vostri piedi, nel giorno che io opererò, ha detto il Signor degli eserciti |
4 Ενθυμεισθε τον νομον του Μωυσεως του δουλου μου, τον οποιον προσεταξα εις αυτον εν Χωρηβ δια παντα τον Ισραηλ, τα διαταγματα και τας κρισεις. | 4 Ricordatevi della Legge di Mosè, mio servitore; al quale io ordinai, in Horeb, statuti e leggi, per tutto Israele. |
5 Ιδου, εγω θελω αποστειλει προς εσας Ηλιαν τον προφητην, πριν ελθη η ημερα του Κυριου η μεγαλη και επιφανης? | 5 Ecco, io vi mando il profeta Elia, avanti che venga quel grande e spaventevole giorno del Signore. |
6 και αυτος θελει επιστρεψει την καρδιαν των πατερων προς τα τεκνα και την καρδιαν των τεκνων προς τους πατερας αυτων, μηποτε ελθω και παταξω την γην με αναθεμα. | 6 Ed egli convertirà il cuor de’ padri a’ figliuoli, e il cuor de’ figliuoli a’ lor padri; che talora io non venga, e non percuota la terra di sterminio a modo d’interdetto |