Scrutatio

Mercoledi, 8 maggio 2024 - Madonna del Rosario di Pompei ( Letture di oggi)

ΜΑΚΚΑΒΑΙΩΝ Α´ - 1 Maccabei - Maccabees I 2


font
GREEK BIBLEBIBBIA RICCIOTTI
1 εν ταις ημεραις εκειναις ανεστη ματταθιας υιος ιωαννου του συμεων ιερευς των υιων ιωαριβ απο ιερουσαλημ και εκαθισεν εν μωδειν1 - In quel tempo rifulse Matatia, figlio di Giovanni figlio di Simone, sacerdote della stirpe di Joarib da Gerusalemme. Egli dimorava sul monte di Modin,
2 και αυτω υιοι πεντε ιωαννης ο επικαλουμενος γαδδι2 ed aveva cinque figli: Giovanni, detto Gaddis;
3 σιμων ο καλουμενος θασσι3 Simone, detto Tasi ;
4 ιουδας ο καλουμενος μακκαβαιος4 Giuda, detto Maccabeo;
5 ελεαζαρ ο καλουμενος αυαραν ιωναθης ο καλουμενος απφους5 Eleazaro detto Abaron; e Gionata, detto Affus.
6 και ειδεν τας βλασφημιας τας γινομενας εν ιουδα και εν ιερουσαλημ6 Essi vedevano il male che veniva fatto nel popolo di Giuda ed in Gerusalemme.
7 και ειπεν οιμμοι ινα τι τουτο εγεννηθην ιδειν το συντριμμα του λαου μου και το συντριμμα της αγιας πολεως και καθισαι εκει εν τω δοθηναι αυτην εν χειρι εχθρων το αγιασμα εν χειρι αλλοτριων7 E disse Matatia: « Me misero! Dovevo io nascere per vedere l’afflizione del popolo mio, e l’abiezione della città santa ed assistervi [senza far niente], mentre vien data in mano a’ nemici?
8 εγενετο ο ναος αυτης ως ανηρ αδοξος8 Le cose sante son cadute in mano degli stranieri ; il suo tempio è come [la casa d’] un uomo ignobile;
9 τα σκευη της δοξης αυτης αιχμαλωτα απηχθη απεκτανθη τα νηπια αυτης εν ταις πλατειαις αυτης οι νεανισκοι αυτης εν ρομφαια εχθρου9 suoi preziosi arredi sono stati portati via; i suoi vecchi son stati trucidati per le piazze, i suoi giovani son caduti sotto la spada dei nemici.
10 ποιον εθνος ουκ εκληρονομησεν βασιλεια και ουκ εκρατησεν των σκυλων αυτης10 Qual nazione non si è impossessata nel suo regno, e non ha avuto parte delle sue spoglie?
11 πας ο κοσμος αυτης αφηρεθη αντι ελευθερας εγενετο εις δουλην11 Tutta la sua bellezza è sparita ; da libera, è diventata schiava.
12 και ιδου τα αγια ημων και η καλλονη ημων και η δοξα ημων ηρημωθη και εβεβηλωσαν αυτα τα εθνη12 Ecco che la nostra santità, la nostra bellezza, la nostra gloria son devastate, e contaminate dalle nazioni.
13 ινα τι ημιν ετι ζωη13 A che dunque vivere ancora? ».
14 και διερρηξεν ματταθιας και οι υιοι αυτου τα ιματια αυτων και περιεβαλοντο σακκους και επενθησαν σφοδρα14 E Matatia ed i figli suoi si strapparon le vesti, si coprirono di cinzii, e piansero a lungo.
15 και ηλθον οι παρα του βασιλεως οι καταναγκαζοντες την αποστασιαν εις μωδειν την πολιν ινα θυσιασωσιν15 Or giunsero messi del re Antioco, per obbligar quelli che si erano rifugiati nella città di Modin ad immolare, bruciare incensi, e rinnegate la legge di Dio.
16 και πολλοι απο ισραηλ προς αυτους προσηλθον και ματταθιας και οι υιοι αυτου συνηχθησαν16 Molti d’Israele acconsentirono, e fecero lega con loro; ma Matatia ed i suoi figli stettero saldi.
17 και απεκριθησαν οι παρα του βασιλεως και ειπον τω ματταθια λεγοντες αρχων και ενδοξος και μεγας ει εν τη πολει ταυτη και εστηρισμενος υιοις και αδελφοις17 Dissero dunque a Matatia quelli ch’erano stati mandati, dal re Antioco: «In questa città sei tu il primo, più illustre e più grande, con una corona di figli e fratelli;
18 νυν προσελθε πρωτος και ποιησον το προσταγμα του βασιλεως ως εποιησαν παντα τα εθνη και οι ανδρες ιουδα και οι καταλειφθεντες εν ιερουσαλημ και εση συ και οι υιοι σου των φιλων του βασιλεως και συ και οι υιοι σου δοξασθησεσθε αργυριω και χρυσιω και αποστολαις πολλαις18 fatti dunque avanti per il primo, ed obbedisci al comando del re, com’han fatto tutte le nazioni e quelli di Giuda, e quelli che son rimasti in Gerusalemme; tu ed i tuoi figliuoli sarete tra gli amici del re, ed avrai in abbondanza oro ed argento e ricchi doni ».
19 και απεκριθη ματταθιας και ειπεν φωνη μεγαλη ει παντα τα εθνη τα εν οικω της βασιλειας του βασιλεως ακουουσιν αυτου αποστηναι εκαστος απο λατρειας πατερων αυτου και ηρετισαντο εν ταις εντολαις αυτου19 Rispose Matatia, e disse a gran voce: « Anche se tutte le genti obbedissero al re Antioco, e tutti s'allontanassero dalla legge de' padri loro per fare secondo il comando di lui;
20 καγω και οι υιοι μου και οι αδελφοι μου πορευσομεθα εν διαθηκη πατερων ημων20 io ed i miei figli ed i miei fratelli obbediremo alla legge del padri nostri.
21 ιλεως ημιν καταλιπειν νομον και δικαιωματα21 Ci guardi Iddio! Non è bene per noi rinnegare la legge ed i comandamenti di Dio.
22 των λογων του βασιλεως ουκ ακουσομεθα παρελθειν την λατρειαν ημων δεξιαν η αριστεραν22 Non daremo ascolto alle parole del re Antioco, e non trasgrediremo i comandamenti della legge nostra per sacrificare e seguire le vie degli stranieri ».
23 και ως επαυσατο λαλων τους λογους τουτους προσηλθεν ανηρ ιουδαιος εν οφθαλμοις παντων θυσιασαι επι του βωμου εν μωδειν κατα το προσταγμα του βασιλεως23 Aveva appena finito di parlare cosi, ed ecco un giudeo farsi avanti, sotto gli occhi di tutti, per sacrificare agl' Idoli sull'ara posta in Modin secondo il comando del re.
24 και ειδεν ματταθιας και εζηλωσεν και ετρομησαν οι νεφροι αυτου και ανηνεγκεν θυμον κατα το κριμα και δραμων εσφαξεν αυτον επι τον βωμον24 Lo vide Matatia, e ne gemè, e si commossero le sue viscere, ed arse di zelo secondo il precetto della legge. Si fece addosso a quell'uomo, e l'uccise sull’ara;
25 και τον ανδρα του βασιλεως τον αναγκαζοντα θυειν απεκτεινεν εν τω καιρω εκεινω και τον βωμον καθειλεν25 uccise in quel pari tempo anche il messo del re Antioco che costringeva ai sacrifizii, e rovesciò l'altare,
26 και εζηλωσεν τω νομω καθως εποιησεν φινεες τω ζαμβρι υιω σαλωμ26 e zelò l'onor della legge, come aveva fatto Finees con Zamri figlio di Saloml.
27 και ανεκραξεν ματταθιας εν τη πολει φωνη μεγαλη λεγων πας ο ζηλων τω νομω και ιστων διαθηκην εξελθετω οπισω μου27 Poi gridò Matatia a gran voce per la città, dicendo: « Chiunque ha zelo per la legge, e vuol mantener l'alleanza [con Dio], mi segua ».
28 και εφυγεν αυτος και οι υιοι αυτου εις τα ορη και εγκατελιπον οσα ειχον εν τη πολει28 E fuggi egli ed i figli suoi per i monti, lasciando tutto quel che avevano in città.
29 τοτε κατεβησαν πολλοι ζητουντες δικαιοσυνην και κριμα εις την ερημον καθισαι εκει29 Allora, molti che amavano la legge e la giustizia andarono nel deserto;
30 αυτοι και οι υιοι αυτων και αι γυναικες αυτων και τα κτηνη αυτων οτι εσκληρυνθη επ' αυτους τα κακα30 e vi si stabilirono, essi, i loro figli, le mogli, ed i bestiami, per fuggire i mali che su loro si riversavano.
31 και ανηγγελη τοις ανδρασιν του βασιλεως και ταις δυναμεσιν αι ησαν εν ιερουσαλημ πολει δαυιδ οτι κατεβησαν ανδρες οιτινες διεσκεδασαν την εντολην του βασιλεως εις τους κρυφους εν τη ερημω31 E fu annunziato al ministri del re, ed all'esercito che era in Gerusalemme città di David come alcuni uomini, dopo avere sprezzato il comando del re, si erano rifugiati nei nascondigli del deserto, e molti li avevan seguiti.
32 και εδραμον οπισω αυτων πολλοι και κατελαβοντο αυτους και παρενεβαλον επ' αυτους και συνεστησαντο προς αυτους πολεμον εν τη ημερα των σαββατων32 Subito marciarono contro a loro, e si prepararono a dar loro battaglia, un giorno di sabato.
33 και ειπον προς αυτους εως του νυν εξελθοντες ποιησατε κατα τον λογον του βασιλεως και ζησεσθε33 E dissero loro: « Volete resistere ancora? Uscite, e fate secondo l’ordine del re Antioco ed avrete salva la vita».
34 και ειπον ουκ εξελευσομεθα ουδε ποιησομεν τον λογον του βασιλεως βεβηλωσαι την ημεραν των σαββατων34 Ma quelli risposero: « Non usciremo, nè faremo la volontà del re violando il giorno di sabato ».
35 και εταχυναν επ' αυτους πολεμον35 Allora gli altri attaccaron battaglia assalendoli ;
36 και ουκ απεκριθησαν αυτοις ουδε λιθον ενετιναξαν αυτοις ουδε ενεφραξαν τους κρυφους36 ma quelli non si difesero, e non scagliarono pure una pietra contro di loro, nè vollero chiudere gli aditi a' loro nascondigli,
37 λεγοντες αποθανωμεν παντες εν τη απλοτητι ημων μαρτυρει εφ' ημας ο ουρανος και η γη οτι ακριτως απολλυτε ημας37 dlcendo: « Moriamo tutti nella nostra fedeltà, ed il cielo e la terra saran testimoni che ingiustamente ci avete fatti morire ».
38 και ανεστησαν επ' αυτους εν πολεμω τοις σαββασιν και απεθανον αυτοι και αι γυναικες αυτων και τα τεκνα αυτων και τα κτηνη αυτων εως χιλιων ψυχων ανθρωπων38 Li assalirono dunque in giorno di sabato, e quelli morirono, essi, le mogli, i figli e gli animali, sino a mille persone.
39 και εγνω ματταθιας και οι φιλοι αυτου και επενθησαν επ' αυτους σφοδρα39 Quando Matatia ed i suoi amici seppero ciò, li piansero molto,
40 και ειπεν ανηρ τω πλησιον αυτου εαν παντες ποιησωμεν ως οι αδελφοι ημων εποιησαν και μη πολεμησωμεν προς τα εθνη υπερ της ψυχης ημων και των δικαιωματων ημων νυν ταχιον ολεθρευσουσιν ημας απο της γης40 e si dissero uno all'altro: «Se tutti faremo come han fatto questi nostri fratelli, e non cl batteremo col pagani per difendere le nostre vite e le nostre leggi, quelli faran presto a sterminarci di sulla terra».
41 και εβουλευσαντο τη ημερα εκεινη λεγοντες πας ανθρωπος ος εαν ελθη εφ' ημας εις πολεμον τη ημερα των σαββατων πολεμησωμεν κατεναντι αυτου και ου μη αποθανωμεν παντες καθως απεθανον οι αδελφοι ημων εν τοις κρυφοις41 Perciò In quel giorno fecero questo patto: « Venga chiunque ad assalirai in giorno di sabato, e noi combatteremo con lui, e non morremo tutti come son morti i nostri fratelli nelle caverne ».
42 τοτε συνηχθησαν προς αυτους συναγωγη ασιδαιων ισχυροι δυναμει απο ισραηλ πας ο εκουσιαζομενος τω νομω42 Allora ad essi s'aggiunse il partito degli Asidei, del forti in Israele, pronti a difesa della legge.
43 και παντες οι φυγαδευοντες απο των κακων προσετεθησαν αυτοις και εγενοντο αυτοις εις στηριγμα43 E tutti quelli che fuggivano le ingruenti calamità s'uniron con loro, e ne accrebbero le forze.
44 και συνεστησαντο δυναμιν και επαταξαν αμαρτωλους εν οργη αυτων και ανδρας ανομους εν θυμω αυτων και οι λοιποι εφυγον εις τα εθνη σωθηναι44 Messo Insieme un esercito, colpirono con ira i peccatori, e gl'iniqui con indignazione, e quelli che scamparono si salvarono con la fuga presso le genti.
45 και εκυκλωσεν ματταθιας και οι φιλοι αυτου και καθειλον τους βωμους45 E Matatia ed i suol amici andarono attorno, a distrugger le are,
46 και περιετεμον τα παιδαρια τα απεριτμητα οσα ευρον εν οριοις ισραηλ εν ισχυι46 a circoncidere i fanciulli non circoncisi, quanti ne trovarono ne' confini d'Israele, con gran fermezza ;
47 και εδιωξαν τους υιους της υπερηφανιας και κατευοδωθη το εργον εν χειρι αυτων47 e perseguitavano i prepotenti, tutto riuscendo loro felicemente,
48 και αντελαβοντο του νομου εκ χειρος των εθνων και των βασιλεων και ουκ εδωκαν κερας τω αμαρτωλω48 riscattando la legge dalle mani del gentili e del re, e non lasciarono prosperare il peccatore.
49 και ηγγισαν αι ημεραι ματταθιου αποθανειν και ειπεν τοις υιοις αυτου νυν εστηρισθη υπερηφανια και ελεγμος και καιρος καταστροφης και οργη θυμου49 Poi, si avvicinò per Matatia il tempo di morire, e disse a' suoi figli: « Ora, prevale la superbia, ed è tempo di castigo, di ruina, di collera e d'indignazione.
50 νυν τεκνα ζηλωσατε τω νομω και δοτε τας ψυχας υμων υπερ διαθηκης πατερων ημων50 Perciò, figliuoli, siate zelanti della legge, date la vita per l’alleanza de’ padri vostri [con Dio] ;
51 και μνησθητε τα εργα των πατερων α εποιησαν εν ταις γενεαις αυτων και δεξασθε δοξαν μεγαλην και ονομα αιωνιον51 ricordate le opere che i padri vostri fecero a' loro tempi, e ne ricaverete gran gloria, e fama eterna.
52 αβρααμ ουχι εν πειρασμω ευρεθη πιστος και ελογισθη αυτω εις δικαιοσυνην52 Abramo, nella sua gran prova, non si mostrò egli fedele, e gli fu ciò imputato a giustizia?
53 ιωσηφ εν καιρω στενοχωριας αυτου εφυλαξεν εντολην και εγενετο κυριος αιγυπτου53 Giuseppe, nel tempo della sua angoscia, serbò fede ai comandamenti, e divenne signore dell'Egitto.
54 φινεες ο πατηρ ημων εν τω ζηλωσαι ζηλον ελαβεν διαθηκην ιερωσυνης αιωνιας54 Finees nostro padre, per aver zelato l’onore di Dio, ebbe per patto il sacerdozio perpetuo.
55 ιησους εν τω πληρωσαι λογον εγενετο κριτης εν ισραηλ55 Giosuè, adempiendo l’ordine [di Dio] fu fatto condottiero d'Israele.
56 χαλεβ εν τω μαρτυρασθαι εν τη εκκλησια ελαβεν γης κληρονομιαν56 Caleb, attestando il vero dinanzi all’assemblea, ricevè in premio un’eredità.
57 δαυιδ εν τω ελεει αυτου εκληρονομησεν θρονον βασιλειας εις αιωνας57 Davide per la sua pietà, s’acquistò un trono nel secoli.
58 ηλιας εν τω ζηλωσαι ζηλον νομου ανελημφθη εις τον ουρανον58 Elia, zelante dell’onor della legge, fu accolto in cielo.
59 ανανιας αζαριας μισαηλ πιστευσαντες εσωθησαν εκ φλογος59 Anania, Azaria e Misael, fedeli, furon liberati di tra le fiamme.
60 δανιηλ εν τη απλοτητι αυτου ερρυσθη εκ στοματος λεοντων60 Daniele, per la sua rettitudine, fu liberato dalle zanne dei leoni.
61 και ουτως εννοηθητε κατα γενεαν και γενεαν οτι παντες οι ελπιζοντες επ' αυτον ουκ ασθενησουσιν61 E così ripensate, generazione per generazione, [e vedrete] che tutti quelli che sperano in Dio non vengon mal meno.
62 και απο λογων ανδρος αμαρτωλου μη φοβηθητε οτι η δοξα αυτου εις κοπρια και εις σκωληκας62 E non temete le parole d’un uomo peccatore, poiché la sua gloria non è che sterco e putredine;
63 σημερον επαρθησεται και αυριον ου μη ευρεθη οτι επεστρεψεν εις τον χουν αυτου και ο διαλογισμος αυτου απολειται63 oggi è esaltato, e domani più non si trova, perchè sarà ritornato in polvere, ed i suoi pensieri andranno dispersi.
64 τεκνα ανδριζεσθε και ισχυσατε εν τω νομω οτι εν αυτω δοξασθησεσθε64 Voi dunque, figliuoli, state forti, ed agite virilmente a prò della legge, perchè per essa voi diverrete gloriosi.
65 και ιδου συμεων ο αδελφος υμων οιδα οτι ανηρ βουλης εστιν αυτου ακουετε πασας τας ημερας αυτος εσται υμων πατηρ65 Ed ecco, io so che Simone vostro fratello è uomo di senno; ascoltatelo sempre, e vi farà da padre.
66 και ιουδας μακκαβαιος ισχυρος δυναμει εκ νεοτητος αυτου αυτος εσται υμιν αρχων στρατιας και πολεμησει πολεμον λαων66 Giuda Maccabeo poi, forte e valente sino da giovane, sia capo del vostro esercito, e condurrà egli il popolo alla guerra.
67 και υμεις προσαξετε προς υμας παντας τους ποιητας του νομου και εκδικησατε εκδικησιν του λαου υμων67 Chiamate a seguirvi tutti gli osservanti della legge; fate vendetta del vostro popolo,
68 ανταποδοτε ανταποδομα τοις εθνεσιν και προσεχετε εις προσταγμα του νομου68 date ai Gentili quel che si meritano, e state attenti a’ precetti della legge ».
69 και ευλογησεν αυτους και προσετεθη προς τους πατερας αυτου69 Indi li benedisse, e poi andò a riunirsi co’ padri suoi.
70 και απεθανεν εν τω εκτω και τεσσαρακοστω και εκατοστω ετει και εταφη εν ταφοις πατερων αυτου εν μωδειν και εκοψαντο αυτον πας ισραηλ κοπετον μεγαν70 Morì l’anno centoquarantasei, e dai suoi figli fu deposto sul sepolcro dei padri suoi in Modin, e tutto Israele lo pianse amaramente.