1 και απεστειλεν αντιοχος υιος δημητριου του βασιλεως επιστολας απο των νησων της θαλασσης σιμωνι ιερει και εθναρχη των ιουδαιων και παντι τω εθνει | 1 Or il re Antioco figliuolo di Demetrio scrisse dalle isole del mare una lettera a Simone sommo sacerdote e principe della nazione dei Giudei e a tutta la nazione: |
2 και ησαν περιεχουσαι τον τροπον τουτον βασιλευς αντιοχος σιμωνι ιερει μεγαλω και εθναρχη και εθνει ιουδαιων χαιρειν | 2 La qual lettera era di tal tenore: Il re Antioco a Simone sommo Sacerdote e alla nazione dei Giudei, salute. |
3 επει τινες λοιμοι κατεκρατησαν της βασιλειας των πατερων ημων βουλομαι δε αντιποιησασθαι της βασιλειας οπως αποκαταστησω αυτην ως ην το προτερον εξενολογησα δε πληθος δυναμεων και κατεσκευασα πλοια πολεμικα | 3 Dappoiche' alcuni uomini pestilenziali hanno invaso il regno de' padri nostri, e io voglio liberare il regno, e rimetterlo nel suo primiero stato, ed ho messo insieme uno scelto esercito, ed ho fatte costruire navi da guerra, |
4 βουλομαι δε εκβηναι κατα την χωραν οπως μετελθω τους κατεφθαρκοτας την χωραν ημων και τους ηρημωκοτας πολεις πολλας εν τη βασιλεια μου | 4 Ho intenzione di entrar nel paese per punire quelli che hanno messe sossopra le nostre provincie, e han desolata molte città del mio regno. |
5 νυν ουν ιστημι σοι παντα τα αφεματα α αφηκαν σοι οι προ εμου βασιλεις και οσα αλλα δοματα αφηκαν σοι | 5 Io pertanto ti condono tutti i tributi condonati a te da tutti i re miei predecessori, e tutti i doni, che questi han rimessi a te. |
6 και επετρεψα σοι ποιησαι κομμα ιδιον νομισμα τη χωρα σου | 6 E ti concedo di poter battere moneta proprio nel tuo paese. |
7 ιερουσαλημ δε και τα αγια ειναι ελευθερα και παντα τα οπλα οσα κατεσκευασας και τα οχυρωματα α ωκοδομησας ων κρατεις μενετω σοι | 7 E che Gerusalemme sia città santa e libera, e che tutte le armi fabbricate da te, e le fortezze, che tu hai edificate, ed hai in tuo potere, rimangan tue. |
8 και παν οφειλημα βασιλικον και τα εσομενα βασιλικα απο του νυν και εις τον απαντα χρονον αφιεσθω σοι | 8 E tutti i debiti colla azienda reale tanto pel passato, che pel futuro, ti sono rimessi da questo punto. |
9 ως δ' αν κρατησωμεν της βασιλειας ημων δοξασομεν σε και το εθνος σου και το ιερον δοξη μεγαλη ωστε φανεραν γενεσθαι την δοξαν υμων εν παση τη γη | 9 E quando sarem pervenuti al possesso del nostro regno, renderemo onor grande a te, e alla tua nazione e al tempio, talmente che la vostra gloria si spanderà per tutta la terra. |
10 ετους τεταρτου και εβδομηκοστου και εκατοστου εξηλθεν αντιοχος εις την γην των πατερων αυτου και συνηλθον προς αυτον πασαι αι δυναμεις ωστε ολιγους ειναι συν τρυφωνι | 10 L'anno cento settantaquattro entrò Antioco nel paese de' padri suoi; e corsero a lui tutti gli eserciti, talmente che pochi rimasero con Trifone. |
11 και εδιωξεν αυτον αντιοχος και ηλθεν εις δωρα φευγων την επι θαλασσης | 11 E il re Antioco lo inseguì; e quegli fuggendo lungo la spiaggia del mare arrivò a Dora: |
12 ηδει γαρ οτι επισυνηκται επ' αυτον τα κακα και αφηκαν αυτον αι δυναμεις | 12 Perocchè egli vedeva le sciagure piovergli addosso, avendolo abbandonato l'esercito. |
13 και παρενεβαλεν αντιοχος επι δωρα και συν αυτω δωδεκα μυριαδες ανδρων πολεμιστων και οκτακισχιλια ιππος | 13 E Antioco si avvicinò a Dora con centoventi mila uomini di valore e otto mila cavalli. |
14 και εκυκλωσεν την πολιν και τα πλοια απο θαλασσης συνηψαν και εθλιβε την πολιν απο της γης και της θαλασσης και ουκ ειασεν ουδενα εκπορευεσθαι ουδε εισπορευεσθαι | 14 E circondò la città, e si aggiunser le navi dalla parte del mare, onde la città era battuta per mare e per terra, e non poteva nissuno uscirne, o entrarvi. |
15 και ηλθεν νουμηνιος και οι παρ' αυτου εκ ρωμης εχοντες επιστολας τοις βασιλευσιν και ταις χωραις εν αις εγεγραπτο ταδε | 15 Ma Numenio co' suoi compagni giunse da Roma con lettere scritte ai re e ai popoli di questo tenore: |
16 λευκιος υπατος ρωμαιων πτολεμαιω βασιλει χαιρειν | 16 Lucio console de' Romani al re Tolomeo, salute. |
17 οι πρεσβευται των ιουδαιων ηλθον προς ημας φιλοι ημων και συμμαχοι ανανεουμενοι την εξ αρχης φιλιαν και συμμαχιαν απεσταλμενοι απο σιμωνος του αρχιερεως και του δημου των ιουδαιων | 17 Sono venuti a noi gli ambasciadori dei Giudei nostri amici a rinnovar l'amicizia e la confederazione, mandati da Simone principe de' sacerdoti e dal popolo de' Giudei. |
18 ηνεγκαν δε ασπιδα χρυσην απο μνων χιλιων | 18 Ed hanno portato un brocchiere di oro di mille mine. |
19 ηρεσεν ουν ημιν γραψαι τοις βασιλευσιν και ταις χωραις οπως μη εκζητησωσιν αυτοις κακα και μη πολεμησωσιν αυτους και τας πολεις αυτων και την χωραν αυτων και ινα μη συμμαχωσιν τοις πολεμουσιν προς αυτους | 19 È adunque piaciuto a noi di scrivere ai re e ai popoli, che non facciano torto ad essi, e non molestino né loro, ne le loro città e paesi, e non dieno aiuto a quelli, che lor movessero guerra. |
20 εδοξεν δε ημιν δεξασθαι την ασπιδα παρ' αυτων | 20 E abbiamo creduto di dover accettare il brocchiere. |
21 ει τινες ουν λοιμοι διαπεφευγασιν εκ της χωρας αυτων προς υμας παραδοτε αυτους σιμωνι τω αρχιερει οπως εκδικηση αυτους κατα τον νομον αυτων | 21 Se pertanto vi sono degli uomini malvagi, i quali dal loro paese sieno fuggiti nel vostro, rimettetegli a Simone principe dei Sacerdoti, affinché li punisca secondo la sua legge. |
22 και ταυτα εγραψεν δημητριω τω βασιλει και ατταλω και αριαραθη και αρσακη | 22 Le stesse cose furono scritte al re Demetrio e ad Attalo e ad Ariarate e ad Arsace, |
23 και εις πασας τας χωρας και σαμψαμη και σπαρτιαταις και εις δηλον και εις μυνδον και εις σικυωνα και εις την καριαν και εις σαμον και εις την παμφυλιαν και εις λυκιαν και εις αλικαρνασσον και εις ροδον και εις φασηλιδα και εις κω και εις σιδην και εις αραδον και γορτυναν και κνιδον και κυπρον και κυρηνην | 23 E a tutte le provincie, ai Lampsaceni agli Sparziali, a quei di Delo e di Mindo e di Sicione e a quei della Caria e di Samo e della Pamfilia e della Licia e di Halicarnasso e di Coo e di Side e di Aradon e di Rodi e di Phaselide e di Gorlina e di Gnido e di Cipro e di Cirene. |
24 το δε αντιγραφον τουτων εγραψαν σιμωνι τω αρχιερει | 24 E mandaron copia della lettera a Simone principe dei Sacerdoti e al popolo dei Giudei. |
25 αντιοχος δε ο βασιλευς παρενεβαλεν επι δωρα εν τη δευτερα προσαγων δια παντος αυτη τας χειρας και μηχανας ποιουμενος και συνεκλεισεν τον τρυφωνα του εκπορευεσθαι και εισπορευεσθαι | 25 Or il re Antioco si avvicinò coll'esercito per la seconda volta a Dora, battendola continuamente, e alzando macchine; e strinse talmente Trifone, che non poteva scamparne: |
26 και απεστειλεν αυτω σιμων δισχιλιους ανδρας εκλεκτους συμμαχησαι αυτω και αργυριον και χρυσιον και σκευη ικανα | 26 E Simone mandò in suo aiuto due mila uomini scelti, e argento e oro e vasi in copia: |
27 και ουκ ηβουλετο αυτα δεξασθαι αλλα ηθετησεν παντα οσα συνεθετο αυτω το προτερον και ηλλοτριουτο αυτω | 27 Ma quegli non volle riceverli, e mancò a tutte le convenzioni fatte prima con lui, e se gli mostrò avverso. |
28 και απεστειλεν προς αυτον αθηνοβιον ενα των φιλων αυτου κοινολογησομενον αυτω λεγων υμεις κατακρατειτε της ιοππης και γαζαρων και της ακρας της εν ιερουσαλημ πολεις της βασιλειας μου | 28 E mandò a tui Athenobio, uno dei suoi a discorrerla con Simone, e a dirgli: voi occupate Joppe e Gazara e la cittadella di Gerusalemme, città spettanti al mio regno: |
29 τα ορια αυτων ηρημωσατε και εποιησατε πληγην μεγαλην επι της γης και εκυριευσατε τοπων πολλων εν τη βασιλεια μου | 29 Avete desolati i lor territori, e avete fatti mali grandi nel paese, e avete usurpati molti luoghi del mio regno. |
30 νυν ουν παραδοτε τας πολεις ας κατελαβεσθε και τους φορους των τοπων ων κατεκυριευσατε εκτος των οριων της ιουδαιας | 30 Ora dunque rimettere le città occupate da voi, e i tributi esatti nè luoghi, dei quali vi siete fatti padroni fuori de' confini della Giudea: |
31 ει δε μη δοτε αντ' αυτων πεντακοσια ταλαντα αργυριου και της καταφθορας ης κατεφθαρκατε και των φορων των πολεων αλλα ταλαντα πεντακοσια ει δε μη παραγενομενοι εκπολεμησομεν υμας | 31 Ovvero date per quelle (città) cinque cento talenti d'argento, e pe' guasti fatti da voi e pe' tributi delle città, altri cinquecento talenti; altrimenti verremo, e vi faremo guerra. |
32 και ηλθεν αθηνοβιος ο φιλος του βασιλεως εις ιερουσαλημ και ειδεν την δοξαν σιμωνος και κυλικειον μετα χρυσωματων και αργυρωματων και παραστασιν ικανην και εξιστατο και απηγγειλεν αυτω τους λογους του βασιλεως | 32 E Athenobio amico del re giunse a Gerusalemme, e vide la magnificenza di Simone e la copia dell'oro e dell'argento e la quantità de' mobili di prezzo, e ne restò stupefatto: e riferì a lui le parole del re. |
33 και αποκριθεις σιμων ειπεν αυτω ουτε γην αλλοτριαν ειληφαμεν ουτε αλλοτριων κεκρατηκαμεν αλλα της κληρονομιας των πατερων ημων υπο δε εχθρων ημων ακριτως εν τινι καιρω κατεκρατηθη | 33 E Simone gli rispose, e disse: Noi ne abbiamo usurpato le terre altrui, nè ritenghiamo la roba degli altri, ma l'eredità dei padri nostri, la quale ingiustamente fu posseduta per qualche tempo da' nostri nemici. |
34 ημεις δε καιρον εχοντες αντεχομεθα της κληρονομιας των πατερων ημων | 34 Or noi servendoci dell'opportunità abbiam ricuperata l'eredità de' padri nostri. |
35 περι δε ιοππης και γαζαρων ων αιτεις αυται εποιουν εν τω λαω πληγην μεγαλην και την χωραν ημων τουτων δωσομεν ταλαντα εκατον | 35 Perocchè riguardo alle doglianze, che tu fai per ragion di Joppe e di Gazara, quelli facevano atroci danni al popolo e nel nostro paese: per queste noi diamo cento talenti. E Athenobio non rispose parola. |
36 και ουκ απεκριθη αυτω λογον απεστρεψεν δε μετα θυμου προς τον βασιλεα και απηγγειλεν αυτω τους λογους τουτους και την δοξαν σιμωνος και παντα οσα ειδεν και ωργισθη ο βασιλευς οργην μεγαλην | 36 Ma tornò indietro sdegnato, e riferì queste parole al re e la magnificenza di Simone e tutto quello che avea veduto. E il re si accese di sdegno. |
37 τρυφων δε εμβας εις πλοιον εφυγεν εις ορθωσιαν | 37 Ma Trifone fuggi sopra una nave a Orthosiada. |
38 και κατεστησεν ο βασιλευς τον κενδεβαιον επιστρατηγον της παραλιας και δυναμεις πεζικας και ιππικας εδωκεν αυτω | 38 E il re diede il governo della costa del mare a Cendebeo, e gli rimise un'armata di fanti, e di cavalli. |
39 και ενετειλατο αυτω παρεμβαλλειν κατα προσωπον της ιουδαιας και ενετειλατο αυτω οικοδομησαι την κεδρων και οχυρωσαι τας πυλας και οπως πολεμη τον λαον ο δε βασιλευς εδιωκε τον τρυφωνα | 39 E gli comando di andare verso la Giudea, e gli diede commissione di riedificare Gedor, e di fortificare le porte della città, e di domare il popolo de' Giudei. E il re dava dietro a Trifone. |
40 και παρεγενηθη κενδεβαιος εις ιαμνειαν και ηρξατο του ερεθιζειν τον λαον και εμβατευειν εις την ιουδαιαν και αιχμαλωτιζειν τον λαον και φονευειν | 40 E Cendebeo arrivò a Jamnia, e cominciò a vessare il popolo, e a desolar la Giudea, e far degli schiavi, e trucidare la gente: e fortificava Gedor. |
41 και ωκοδομησεν την κεδρων και απεταξεν εκει ιππεις και δυναμεις οπως εκπορευομενοι εξοδευωσιν τας οδους της ιουδαιας καθα συνεταξεν αυτω ο βασιλευς | 41 E ivi collocò i soldati a cavallo e i fanti, i quali uscivan fuori a fare scorrerie per la Giudea secondo gli ordini del re. |