Scrutatio

Lunedi, 13 maggio 2024 - Beata Vergine Maria di Fatima ( Letture di oggi)

ΜΑΚΚΑΒΑΙΩΝ Α´ - 1 Maccabei - Maccabees I 14


font
GREEK BIBLEBIBBIA CEI 2008
1 και εν ετει δευτερω και εβδομηκοστω και εκατοστω συνηγαγεν δημητριος ο βασιλευς τας δυναμεις αυτου και επορευθη εις μηδιαν του επισπασασθαι βοηθειαν εαυτω οπως πολεμηση τον τρυφωνα1 Nell’anno centosettantadue il re Demetrio radunò le sue milizie e partì per la Media, per raccogliere rinforzi e combattere Trifone.
2 και ηκουσεν αρσακης ο βασιλευς της περσιδος και μηδιας οτι εισηλθεν δημητριος εις τα ορια αυτου και απεστειλεν ενα των αρχοντων αυτου συλλαβειν αυτον ζωντα2 Ma Arsace, re della Persia e della Media, appena seppe che Demetrio era entrato nel suo territorio, mandò uno dei suoi generali per catturarlo vivo.
3 και επορευθη και επαταξεν την παρεμβολην δημητριου και συνελαβεν αυτον και ηγαγεν αυτον προς αρσακην και εθετο αυτον εν φυλακη3 Costui venne, batté l’esercito di Demetrio, lo catturò e lo condusse ad Arsace e questi lo mise in carcere.
4 και ησυχασεν η γη ιουδα πασας τας ημερας σιμωνος και εζητησεν αγαθα τω εθνει αυτου και ηρεσεν αυτοις η εξουσια αυτου και η δοξα αυτου πασας τας ημερας4 Rimase tranquilla la terra di Giuda per tutta la vita di Simone;
egli cercò il bene della sua gente
e a loro fu gradito il suo potere
e la sua gloria per tutti i suoi giorni.
5 και μετα πασης της δοξης αυτου ελαβεν την ιοππην εις λιμενα και εποιησεν εισοδον ταις νησοις της θαλασσης5 In aggiunta a tutte le sue glorie
egli prese Giaffa per farne un porto
e aprì un accesso alle isole del mare.
6 και επλατυνεν τα ορια τω εθνει αυτου και εκρατησεν της χωρας6 Ampliò i confini del suo popolo
e riconquistò la regione.
7 και συνηγαγεν αιχμαλωσιαν πολλην και εκυριευσεν γαζαρων και βαιθσουρων και της ακρας και εξηρεν τας ακαθαρσιας εξ αυτης και ουκ ην ο αντικειμενος αυτω7 Raccolse una turba di prigionieri
e si impadronì di Ghezer, di Bet-Sur e della Cittadella;
spazzò via da essa le impurità,
e nessuno gli si oppose.
8 και ησαν γεωργουντες την γην αυτων μετ' ειρηνης και η γη εδιδου τα γενηματα αυτης και τα ξυλα των πεδιων τον καρπον αυτων8 In pace si diedero a coltivare la loro terra;
il suolo dava i suoi prodotti
e gli alberi della campagna i loro frutti.
9 πρεσβυτεροι εν ταις πλατειαις εκαθηντο παντες περι αγαθων εκοινολογουντο και οι νεανισκοι ενεδυσαντο δοξας και στολας πολεμου9 I vecchi sedevano nelle piazze,
tutti deliberavano sugli interessi comuni,
i giovani indossavano splendide vesti
e armature di guerra.
10 ταις πολεσιν εχορηγησεν βρωματα και εταξεν αυτας εν σκευεσιν οχυρωσεως εως οτου ωνομασθη το ονομα της δοξης αυτου εως ακρου γης10 Alle città fornì vettovaglie,
e le munì con mezzi di difesa;
così divenne celebre il suo nome
e la sua gloria fino all’estremità della terra.
11 εποιησεν ειρηνην επι της γης και ευφρανθη ισραηλ ευφροσυνην μεγαλην11 Fece regnare sul paese la pace
e Israele gioì di grande letizia.
12 και εκαθισεν εκαστος υπο την αμπελον αυτου και την συκην αυτου και ουκ ην ο εκφοβων αυτους12 Ognuno sedeva sotto la sua vite
e sotto il suo fico
e nessuno incuteva loro timore.
13 και εξελιπεν πολεμων αυτους επι της γης και οι βασιλεις συνετριβησαν εν ταις ημεραις εκειναις13 Scomparve dal paese chi li avversava
e i re andarono in rovina in quei giorni.
14 και εστηρισεν παντας τους ταπεινους του λαου αυτου τον νομον εξεζητησεν και εξηρεν παντα ανομον και πονηρον14 Confortò tutti i derelitti nel suo popolo;
ricercò la legge ed eliminò ogni iniquo e maligno.
15 τα αγια εδοξασεν και επληθυνεν τα σκευη των αγιων15 Diede splendore al tempio
e lo arricchì dei suoi arredi.
16 και ηκουσθη εν ρωμη οτι απεθανεν ιωναθαν και εως σπαρτης και ελυπηθησαν σφοδρα16 Si sparse fino a Roma e a Sparta la notizia che era morto Giònata e se ne rattristarono molto.
17 ως δε ηκουσαν οτι σιμων ο αδελφος αυτου γεγονεν αρχιερευς αντ' αυτου και αυτος επικρατει της χωρας και των πολεων των εν αυτη17 Tuttavia, quando seppero che Simone, suo fratello, era divenuto sommo sacerdote al suo posto e continuava a mantenere il potere sulla regione e sulle città,
18 εγραψαν προς αυτον δελτοις χαλκαις του ανανεωσασθαι προς αυτον φιλιαν και συμμαχιαν ην εστησαν προς ιουδαν και ιωναθαν τους αδελφους αυτου18 gli scrissero su tavolette di bronzo per rinnovare con lui l’amicizia e l’alleanza che avevano concluso con Giuda e Giònata, suoi fratelli.
19 και ανεγνωσθησαν ενωπιον της εκκλησιας εν ιερουσαλημ19 I messaggi furono letti davanti all’assemblea a Gerusalemme.
20 και τουτο το αντιγραφον των επιστολων ων απεστειλαν οι σπαρτιαται σπαρτιατων αρχοντες και η πολις σιμωνι ιερει μεγαλω και τοις πρεσβυτεροις και τοις ιερευσιν και τω λοιπω δημω των ιουδαιων αδελφοις χαιρειν20 Questa è la copia della lettera che inviarono gli Spartani:
«Le autorità e la cittadinanza degli Spartani a Simone, grande sacerdote, agli anziani, ai sacerdoti e al resto del popolo dei Giudei, loro fratelli, salute!
21 οι πρεσβευται οι αποσταλεντες προς τον δημον ημων απηγγειλαν ημιν περι της δοξης υμων και τιμης και ηυφρανθημεν επι τη εφοδω αυτων21 I messaggeri inviati al nostro popolo ci hanno riferito intorno alla vostra gloria e al vostro onore e noi ci siamo rallegrati per il loro arrivo.
22 και ανεγραψαμεν τα υπ' αυτων ειρημενα εν ταις βουλαις του δημου ουτως νουμηνιος αντιοχου και αντιπατρος ιασονος πρεσβευται ιουδαιων ηλθον προς ημας ανανεουμενοι την προς ημας φιλιαν22 Abbiamo registrato le loro dichiarazioni negli atti pubblici, in questi termini: “Numenio, figlio di Antioco, e Antìpatro, figlio di Giasone, messaggeri dei Giudei, sono giunti presso di noi per rinnovare l’amicizia con noi.
23 και ηρεσεν τω δημω επιδεξασθαι τους ανδρας ενδοξως και του θεσθαι το αντιγραφον των λογων αυτων εν τοις αποδεδειγμενοις τω δημω βιβλιοις του μνημοσυνον εχειν τον δημον των σπαρτιατων το δε αντιγραφον τουτων εγραψαν σιμωνι τω αρχιερει23 È piaciuto al popolo di ricevere questi uomini con ogni onore e inserire la copia del loro discorso nei registri a disposizione del pubblico, perché il popolo degli Spartani ne mantenga il ricordo. Ne è stata scritta una copia per Simone, il sommo sacerdote”».
24 μετα ταυτα απεστειλεν σιμων τον νουμηνιον εις ρωμην εχοντα ασπιδα χρυσην μεγαλην ολκην μνων χιλιων εις το στησαι προς αυτους την συμμαχιαν24 Successivamente Simone mandò a Roma Numenio con un grande scudo d’oro, del peso di mille mine, per confermare l’alleanza con loro.
25 ως δε ηκουσεν ο δημος των λογων τουτων ειπαν τινα χαριν αποδωσομεν σιμωνι και τοις υιοις αυτου25 Quando il popolo seppe queste cose, si disse: «Quale contraccambio daremo a Simone e ai suoi figli?
26 εστηρισεν γαρ αυτος και οι αδελφοι αυτου και ο οικος του πατρος αυτου και επολεμησεν τους εχθρους ισραηλ απ' αυτων και εστησαν αυτω ελευθεριαν και κατεγραψαν εν δελτοις χαλκαις και εθεντο εν στηλαις εν ορει σιων26 Egli infatti e i suoi fratelli e la casa di suo padre sono stati saldi e hanno ricacciato da sé con le armi i nemici d’Israele e gli hanno restituito la libertà». Incisero perciò un’iscrizione su tavole di bronzo e l’apposero su colonne sul monte Sion.
27 και τουτο το αντιγραφον της γραφης οκτωκαιδεκατη ελουλ ετους δευτερου και εβδομηκοστου και εκατοστου και τουτο τριτον ετος επι σιμωνος αρχιερεως μεγαλου εν ασαραμελ27 Questa è la copia dell’iscrizione:
«Il diciotto di Elul dell’anno centosettantadue, che è il terzo anno di Simone, sommo sacerdote, in Asaramèl,
28 επι συναγωγης μεγαλης ιερεων και λαου και αρχοντων εθνους και των πρεσβυτερων της χωρας εγνωρισεν ημιν28 nella grande assemblea dei sacerdoti e del popolo, dei capi della nazione e degli anziani della regione, ci è stato reso noto:
29 επει πολλακις εγενηθησαν πολεμοι εν τη χωρα σιμων δε υιος ματταθιου ιερευς των υιων ιωαριβ και οι αδελφοι αυτου εδωκαν αυτους τω κινδυνω και αντεστησαν τοις υπεναντιοις του εθνους αυτων οπως σταθη τα αγια αυτων και ο νομος και δοξη μεγαλη εδοξασαν το εθνος αυτων29 Poiché più volte erano sorte guerre nel paese, Simone, figlio di Mattatia, sacerdote della stirpe di Ioarìb, e i suoi fratelli si gettarono nella mischia e si opposero agli avversari del loro popolo, perché restassero incolumi il santuario e la legge, procurando gloria grande al loro popolo.
30 και ηθροισεν ιωναθαν το εθνος αυτων και εγενηθη αυτοις αρχιερευς και προσετεθη προς τον λαον αυτου30 Giònata diede unità alla nazione, ne divenne sommo sacerdote e poi fu riunito al suo popolo.
31 και εβουληθησαν οι εχθροι αυτων εμβατευσαι εις την χωραν αυτων και εκτειναι χειρας επι τα αγια αυτων31 I loro nemici volevano invadere il loro paese e stendere la mano contro il santuario.
32 τοτε αντεστη σιμων και επολεμησε περι του εθνους αυτου και εδαπανησεν χρηματα πολλα των εαυτου και οπλοδοτησεν τους ανδρας της δυναμεως του εθνους αυτου και εδωκεν αυτοις οψωνια32 Simone allora si oppose e si batté per la sua nazione, spese molto del suo per dotare di armi le milizie della sua nazione e pagò loro il salario.
33 και ωχυρωσεν τας πολεις της ιουδαιας και την βαιθσουραν την επι των οριων της ιουδαιας ου ην τα οπλα των πολεμιων το προτερον και εθετο εκει φρουραν ανδρας ιουδαιους33 Inoltre fortificò le città della Giudea e Bet-Sur nel territorio della Giudea, dove prima c’era la roccaforte dei nemici, e vi pose un presidio di soldati giudei.
34 και ιοππην ωχυρωσεν την επι της θαλασσης και την γαζαραν την επι των οριων αζωτου εν η ωκουν οι πολεμιοι το προτερον και κατωκισεν εκει ιουδαιους και οσα επιτηδεια ην προς τη τουτων επανορθωσει εθετο εν αυτοις34 Fortificò anche Giaffa, situata sul mare, e Ghezer presso i confini di Azoto, nelle quali prima risiedevano i nemici; vi fece abitare dei Giudei e le rifornì di quanto era necessario al loro sostentamento.
35 και ειδεν ο λαος την πιστιν του σιμωνος και την δοξαν ην εβουλευσατο ποιησαι τω εθνει αυτου και εθεντο αυτον ηγουμενον αυτων και αρχιερεα δια το αυτον πεποιηκεναι παντα ταυτα και την δικαιοσυνην και την πιστιν ην συνετηρησεν τω εθνει αυτου και εξεζητησεν παντι τροπω υψωσαι τον λαον αυτου35 Il popolo vide la fede di Simone e la gloria che egli si proponeva di procurare alla sua nazione; lo costituirono loro capo e sommo sacerdote per queste sue imprese e per la giustizia e la fede che egli aveva conservato al suo popolo e perché aveva cercato con ogni mezzo di elevare il suo popolo.
36 και εν ταις ημεραις αυτου ευοδωθη εν ταις χερσιν αυτου του εξαρθηναι τα εθνη εκ της χωρας αυτων και τους εν τη πολει δαυιδ τους εν ιερουσαλημ οι εποιησαν αυτοις ακραν εξ ης εξεπορευοντο και εμιαινον κυκλω των αγιων και εποιουν πληγην μεγαλην εν τη αγνεια36 Nei suoi giorni si riuscì felicemente, per suo mezzo, a scacciare dal paese le nazioni e quelli che erano nella Città di Davide e a Gerusalemme, che si erano edificati la Cittadella e ne uscivano profanando i dintorni del santuario e recando offesa grande alla sua purità.
37 και κατωκισεν εν αυτη ανδρας ιουδαιους και ωχυρωσεν αυτην προς ασφαλειαν της χωρας και της πολεως και υψωσεν τα τειχη της ιερουσαλημ37 Egli vi insediò soldati giudei, la fortificò per la sicurezza della regione e della città ed elevò le mura di Gerusalemme.
38 και ο βασιλευς δημητριος εστησεν αυτω την αρχιερωσυνην κατα ταυτα38 Il re Demetrio quindi gli confermò il sommo sacerdozio,
39 και εποιησεν αυτον των φιλων αυτου και εδοξασεν αυτον δοξη μεγαλη39 lo ascrisse tra i suoi amici e gli conferì grandi onori.
40 ηκουσεν γαρ οτι προσηγορευνται οι ιουδαιοι υπο ρωμαιων φιλοι και συμμαχοι και αδελφοι και οτι απηντησαν τοις πρεσβευταις σιμωνος ενδοξως40 Seppe infatti che i Giudei erano considerati amici, alleati e fratelli da parte dei Romani, e che questi erano andati incontro ai messaggeri di Simone con segni di onore,
41 και οτι οι ιουδαιοι και οι ιερεις ευδοκησαν του ειναι αυτων σιμωνα ηγουμενον και αρχιερεα εις τον αιωνα εως του αναστηναι προφητην πιστον41 che i Giudei e i sacerdoti avevano approvato che Simone fosse sempre loro condottiero e sommo sacerdote finché non sorgesse un profeta fedele,
42 και του ειναι επ' αυτων στρατηγον και οπως μελη αυτω περι των αγιων καθισταναι δι' αυτου επι των εργων αυτων και επι της χωρας και επι των οπλων και επι των οχυρωματων42 che fosse loro stratega e avesse cura del santuario e fossero nominati da lui i sovrintendenti ai lavori, al paese, agli armamenti e alle fortezze,
43 και οπως μελη αυτω περι των αγιων και οπως ακουηται υπο παντων και οπως γραφωνται επι τω ονοματι αυτου πασαι συγγραφαι εν τη χωρα και οπως περιβαλληται πορφυραν και χρυσοφορη43 che si prendesse cura del santuario, fosse da tutti obbedito e si scrivessero nel suo nome tutti i contratti del paese e vestisse di porpora e ornamenti d’oro.
44 και ουκ εξεσται ουθενι του λαου και των ιερεων αθετησαι τι τουτων και αντειπειν τοις υπ' αυτου ρηθησομενοις και επισυστρεψαι συστροφην εν τη χωρα ανευ αυτου και περιβαλλεσθαι πορφυραν και εμπορπουσθαι πορπην χρυσην44 Non dovrà essere lecito a nessuno del popolo né dei sacerdoti respingere alcuno di questi diritti o disobbedire ai suoi ordini o convocare riunioni senza il suo consenso e vestire di porpora e ornarsi della fibbia d’oro;
45 ος δ' αν παρα ταυτα ποιηση η αθετηση τι τουτων ενοχος εσται45 chiunque agirà contro questi decreti o ne respingerà qualcuno, sarà ritenuto colpevole.
46 και ευδοκησεν πας ο λαος θεσθαι σιμωνι ποιησαι κατα τους λογους τουτους46 Piacque a tutto il popolo sancire che Simone si comportasse secondo questi decreti.
47 και επεδεξατο σιμων και ευδοκησεν αρχιερατευειν και ειναι στρατηγος και εθναρχης των ιουδαιων και ιερεων και του προστατησαι παντων47 Simone da parte sua accettò e gradì di esercitare il sommo sacerdozio, di essere anche stratega ed etnarca dei Giudei e dei sacerdoti e capo di tutti».
48 και την γραφην ταυτην ειπον θεσθαι εν δελτοις χαλκαις και στησαι αυτας εν περιβολω των αγιων εν τοπω επισημω48 Disposero che questa iscrizione fosse riportata su tavole di bronzo, da collocarsi nel recinto del santuario in luogo visibile,
49 τα δε αντιγραφα αυτων θεσθαι εν τω γαζοφυλακιω οπως εχη σιμων και οι υιοι αυτου49 e che se ne depositasse copia nel tesoro, perché fosse a disposizione di Simone e dei suoi figli.