Scrutatio

Lunedi, 13 maggio 2024 - Beata Vergine Maria di Fatima ( Letture di oggi)

ΜΑΚΚΑΒΑΙΩΝ Α´ - 1 Maccabei - Maccabees I 11


font
GREEK BIBLEBIBBIA TINTORI
1 και βασιλευς αιγυπτου ηθροισεν δυναμεις πολλας ως η αμμος η παρα το χειλος της θαλασσης και πλοια πολλα και εζητησε κατακρατησαι της βασιλειας αλεξανδρου δολω και προσθειναι αυτην τη βασιλεια αυτου1 Ma il re d'Egitto radunò un esercito innumerevole come l'arena che è sulla spiaggia del mare, e molte navi, e cercava di conquistare per inganno il regno di Alessandro, per aggiungerlo al suo regno.
2 και εξηλθεν εις συριαν λογοις ειρηνικοις και ηνοιγον αυτω οι απο των πολεων και συνηντων αυτω οτι εντολη ην αλεξανδρου του βασιλεως συνανταν αυτω δια το πενθερον αυτου ειναι2 E con parole di pace si avanzò nella Siria: gli aprivano le città e gli andavano incontro, perchè il re Alessandro aveva comandato di uscirgli incontro, essendo suo suocero.
3 ως δε εισεπορευετο εις τας πολεις πτολεμαιος απετασσε τας δυναμεις φρουραν εν εκαστη πολει3 Ma Tolomeo, entrando nelle città, metteva in tutte presidii di soldati.
4 ως δε ηγγισαν αζωτου εδειξαν αυτω το ιερον δαγων εμπεπυρισμενον και αζωτον και τα περιπολια αυτης καθηρημενα και τα σωματα ερριμμενα και τους εμπεπυρισμενους ους ενεπυρισεν εν τω πολεμω εποιησαν γαρ θιμωνιας αυτων εν τη οδω αυτου4 E quando fu vicino ad Azoto, gli mostrarono il tempio di Dagon incendiato, Azoto e i suoi dintorni in rovina, e i cadaveri sparsi, e i tumuli che essi avevan fatti lungo la via per quelli che eran morti in battaglia.
5 και διηγησαντο τω βασιλει α εποιησεν ιωναθαν εις το ψογισαι αυτον και εσιγησεν ο βασιλευς5 E raccontarono al re che tali cose le aveva fatte Gionata per renderglielo odioso; ma il re tacque.
6 και συνηντησεν ιωναθαν τω βασιλει εις ιοππην μετα δοξης και ησπασαντο αλληλους και εκοιμηθησαν εκει6 E Gionata con grande magnificenza andò incontro al re in Ioppe, e si salutarono scambievolmente e vi passarono la notte.
7 και επορευθη ιωναθαν μετα του βασιλεως εως του ποταμου του καλουμενου ελευθερου και επεστρεψεν εις ιερουσαλημ7 E Gionata andò col re fino al fiume chiamato Eleutero, poi se ne tornò a Gerusalemme.
8 ο δε βασιλευς πτολεμαιος εκυριευσεν των πολεων της παραλιας εως σελευκειας της παραθαλασσιας και διελογιζετο περι αλεξανδρου λογισμους πονηρους8 Ma il re Tolomeo s'impadronì di tutte le città fino a Seleucia marittima, e meditava cattivi disegni contro Alessandro.
9 και απεστειλεν πρεσβεις προς δημητριον τον βασιλεα λεγων δευρο συνθωμεθα προς εαυτους διαθηκην και δωσω σοι την θυγατερα μου ην ειχεν αλεξανδρος και βασιλευσεις της βασιλειας του πατρος σου9 E mandò degli ambasciatori a Demetrio, facendogli dire: «Vieni, facciamo un patto fra di noi e ti darò la mia figlia, sposata ad Alessandro, e regnerai sul trono di tuo padre.
10 μεταμεμελημαι γαρ δους αυτω την θυγατερα μου εζητησεν γαρ αποκτειναι με10 Perchè io mi son pentito d'aver data la mia figliola a lui, che ha tentato di uccidermi ».
11 και εψογισεν αυτον χαριν του επιθυμησαι αυτον της βασιλειας αυτου11 Così lo infamava, perchè ne voleva il regno.
12 και αφελομενος αυτου την θυγατερα εδωκεν αυτην τω δημητριω και ηλλοιωθη τω αλεξανδρω και εφανη η εχθρα αυτων12 E gli tolse la figliola e la diede a Demetrio, e si alienò da Alessandro, e le loro inimicizie divennero pubbliche.
13 και εισηλθεν πτολεμαιος εις αντιοχειαν και περιεθετο το διαδημα της ασιας και περιεθετο δυο διαδηματα περι την κεφαλην αυτου το της αιγυπτου και ασιας13 E Tolomeo entrò in Antiochia, e pose sul suo capo due diademi: quello dell'Egitto e quello dell'Asia.
14 αλεξανδρος δε ο βασιλευς ην εν κιλικια κατα τους καιρους εκεινους οτι απεστατουν οι απο των τοπων εκεινων14 Il re Alessandro era allora in Cilicia, perchè gli abitanti di quella regione si erano ribellati.
15 και ηκουσεν αλεξανδρος και ηλθεν επ' αυτον εν πολεμω και εξηγαγεν πτολεμαιος και απηντησεν αυτω εν χειρι ισχυρα και ετροπωσατο αυτον15 Ma quando udì tali cose, Alessandro mosse contro di lui per combatterlo, e Tolomeo, messe in campo le sue schiere, gli andò incontro con grandi forze, e lo sconfisse.
16 και εφυγεν αλεξανδρος εις την αραβιαν του σκεπασθηναι αυτον εκει ο δε βασιλευς πτολεμαιος υψωθη16 Alessandro fuggì in Arabia, per mettersi in sicuro, e il re Tolomeo trionfò.
17 και αφειλεν ζαβδιηλ ο αραψ την κεφαλην αλεξανδρου και απεστειλεν τω πτολεμαιω17 L'arabo Zabdiel troncò il capo ad Alessandro e lo mandò a Tolomeo.
18 και ο βασιλευς πτολεμαιος απεθανεν εν τη ημερα τη τριτη και οι οντες εν τοις οχυρωμασιν αυτου απωλοντο υπο των εν τοις οχυρωμασιν18 Ma di lì a tre giorni il re Tolomeo morì, e quelli che erano nelle fortezze furono uccisi da quelli che erano negli accampamenti.
19 και εβασιλευσεν δημητριος ετους εβδομου και εξηκοστου και εκατοστου19 E Demetrio prese possesso dèi regno nell'anno centosessantasette.
20 εν ταις ημεραις εκειναις συνηγαγεν ιωναθαν τους εκ της ιουδαιας του εκπολεμησαι την ακραν την εν ιερουσαλημ και εποιησεν επ' αυτην μηχανας πολλας20 In quei giorni Gionata adunò quelli che erano nella Giudea, per espugnare la cittadella di Gerusalemme, ed alzò contro di essa molte macchine da guerra.
21 και επορευθησαν τινες μισουντες το εθνος αυτων ανδρες παρανομοι προς τον βασιλεα και απηγγειλαν αυτω οτι ιωναθαν περικαθηται την ακραν21 Ma alcuni, nemici della propria nazione e uomini iniqui, andarono dal re Demetrio a riferirgli che Gionata assediava la cittadella.
22 και ακουσας ωργισθη ως δε ηκουσεν ευθεως αναζευξας ηλθεν εις πτολεμαιδα και εγραψεν ιωναθαν του μη περικαθησθαι και του απαντησαι αυτον αυτω συμμισγειν εις πτολεμαιδα την ταχιστην22 A tal notizia (il re) arse di sdegno, e subito andò a Tolemaide, e scrisse a Gionata di cessar l'assedio della cittadella e di andar subito a parlare con lui.
23 ως δε ηκουσεν ιωναθαν εκελευσεν περικαθησθαι και επελεξεν των πρεσβυτερων ισραηλ και των ιερεων και εδωκεν εαυτον τω κινδυνω23 Udito ciò, Gionata ordinò di continuare l'assedio, e, presi seco degli anziani d'Israele e dei sacerdoti, si espose al pericolo.
24 και λαβων αργυριον και χρυσιον και ιματισμον και ετερα ξενια πλειονα και επορευθη προς τον βασιλεα εις πτολεμαιδα και ευρεν χαριν εναντιον αυτου24 E, portando seco oro, argento, vesti e molti altri regali, andò a trovare il re a Tolemaide, e trovò grazia davanti a lui.
25 και ενετυγχανον κατ' αυτου τινες ανομοι των εκ του εθνους25 Alcuni iniqui della sua nazione portarono delle accuse contro di lui;
26 και εποιησεν αυτω ο βασιλευς καθως εποιησαν αυτω οι προ αυτου και υψωσεν αυτον εναντιον των φιλων αυτου παντων26 ma il re lo trattò come avevan fatto i suoi predecessori, e lo ricolmò di onori dinanzi a tutti i suoi amici,
27 και εστησεν αυτω την αρχιερωσυνην και οσα αλλα ειχεν τιμια το προτερον και εποιησεν αυτον των πρωτων φιλων ηγεισθαι27 e lo confermò nel sommo pontificato, e in tutti i distintivi d'onore che aveva precedentemente, e lo fece il primo dei suoi amici.
28 και ηξιωσεν ιωναθαν τον βασιλεα ποιησαι την ιουδαιαν αφορολογητον και τας τρεις τοπαρχιας και την σαμαριτιν και επηγγειλατο αυτω ταλαντα τριακοσια28 E Gionata chiese al re l'immunità per la Giudea, per lo tre Toparchie, e per la Samaria e per tutto il suo territorio, promettendogli trecento talenti.
29 και ευδοκησεν ο βασιλευς και εγραψεν τω ιωναθαν επιστολας περι παντων τουτων εχουσας τον τροπον τουτον29 Il re acconsenti, e riguardo a tutte queste cose scrisse a Gionata una lettera in questi termini:
30 βασιλευς δημητριος ιωναθαν τω αδελφω χαιρειν και εθνει ιουδαιων30 « il re Demetrio al fratello Gionata e alla nazione dei Giudei, salute.
31 το αντιγραφον της επιστολης ης εγραψαμεν λασθενει τω συγγενει ημων περι υμων γεγραφαμεν και προς υμας οπως ειδητε31 Vi mandiamo, per farvela conoscere, la copia della lettera che noi abbiamo scritta a Lastene, padre nostro, riguardo a voi.
32 βασιλευς δημητριος λασθενει τω πατρι χαιρειν32 Il re Demetrio a Lastene, suo padre, salute.
33 τω εθνει των ιουδαιων φιλοις ημων και συντηρουσιν τα προς ημας δικαια εκριναμεν αγαθον ποιησαι χαριν της εξ αυτων ευνοιας προς ημας33 Abbiamo risoluto di fare del bene alla nazione dei Giudei, nostri amici, e che osservano ciò che è giusto riguardo a noi, per la benevolenza che hanno verso di noi.
34 εστακαμεν αυτοις τα τε ορια της ιουδαιας και τους τρεις νομους αφαιρεμα και λυδδα και ραθαμιν προσετεθησαν τη ιουδαια απο της σαμαριτιδος και παντα τα συγκυρουντα αυτοις πασιν τοις θυσιαζουσιν εις ιεροσολυμα αντι των βασιλικων ων ελαμβανεν ο βασιλευς παρ' αυτων το προτερον κατ' ενιαυτον απο των γενηματων της γης και των ακροδρυων34 Confermiamo adunque ad essi tutto il territorio della Giudea, e le tre città, (Afcrema), Lida e Ramata, che sono state aggiunte alla Giudea dalla Samaria, con tutto il loro territorio; in favore di tutti quelli che vanno a sacrificare a Gerusalemme rimettiamo ciò che prima il re esigeva e per i frutti della terra delle piante;
35 και τα αλλα τα ανηκοντα ημιν απο του νυν των δεκατων και των τελων των ανηκοντων ημιν και τας του αλος λιμνας και τους ανηκοντας ημιν στεφανους παντα επαρκεσομεν αυτοις35 e fin da ora condoniamo loro ciò che a noi è dovuto delle decime, dei tributi, e le saline, e le corone che eran portate a noi.
36 και ουκ αθετηθησεται ουδε εν τουτων απο του νυν εις τον απαντα χρονον36 Tutto ciò loro concediamo, e tutto irrevocabilmente da questo momento per sempre.
37 νυν ουν επιμελεσθε του ποιησαι τουτων αντιγραφον και δοθητω ιωναθαν και τεθητω εν τω ορει τω αγιω εν τοπω επισημω37 Or dunque procurate di fare un esemplare di queste cose, e sia dato a Gionata, affinchè sia depositato sul monte Sion, in luogo distinto ».
38 και ειδεν δημητριος ο βασιλευς οτι ησυχασεν η γη ενωπιον αυτου και ουδεν αυτω ανθειστηκει και απελυσεν πασας τας δυναμεις αυτου εκαστον εις τον ιδιον τοπον πλην των ξενων δυναμεων ων εξενολογησεν απο των νησων των εθνων και ηχθραναν αυτω πασαι αι δυναμεις αι απο των πατερων38 Or il re Demetrio, visto che la terra era tranquilla davanti a lui, e che nessuno gli resisteva, congedò tutto il suo esercito, rimandando ciascuno a casa sua, eccettuate le truppe straniere che aveva assoldate dalle isole delle nazioni: per questo si inimicò tutte le milizie dei suoi padri.
39 τρυφων δε ην των παρα αλεξανδρου το προτερον και ειδεν οτι πασαι αι δυναμεις καταγογγυζουσιν κατα του δημητριου και επορευθη προς ιμαλκουε τον αραβα ος ετρεφεν αντιοχον το παιδαριον τον του αλεξανδρου39 Or vi era un certo Trifone, che era prima del partito d'Alessandro, il quale, vedendo che tutto l'esercito mormorava contro Demetrio, andò a trovare l'arabo Emalcuel, il quale educava Antioco figlio di Alessandro.
40 και προσηδρευεν αυτω οπως παραδοι αυτον αυτω οπως βασιλευση αντι του πατρος αυτου και απηγγειλεν αυτω οσα συνετελεσεν ο δημητριος και την εχθραν ην εχθραινουσιν αυτω αι δυναμεις αυτου και εμεινεν εκει ημερας πολλας40 E lo pressò a consegnarlo a lui, per farlo regnare in luogo di suo padre, e gli raccontò tutto quello che aveva fatto Demetrio e come era odiato da tutto l'esercito. E stette lì molto tempo.
41 και απεστειλεν ιωναθαν προς δημητριον τον βασιλεα ινα εκβαλη τους εκ της ακρας εξ ιερουσαλημ και τους εν τοις οχυρωμασιν ησαν γαρ πολεμουντες τον ισραηλ41 Or Gionata mandò a chiedere al re Demetrio di far ritirare quelli che erano nella cittadella di Gerusalemme e negli altri presidii, perchè facevano la guerra a Israele.
42 και απεστειλεν δημητριος προς ιωναθαν λεγων ου ταυτα μονον ποιησω σοι και τω εθνει σου αλλα δοξη δοξασω σε και το εθνος σου εαν ευκαιριας τυχω42 E Demetrio mandò a dire a Gionata: « Io non farò soltanto questo per te e per la tua nazione, ma colmerò di splendidi onori te e la tua nazione, quando ne avrò l'occasione.
43 νυν ουν ορθως ποιησεις αποστειλας μοι ανδρας οι συμμαχησουσιν μοι οτι απεστησαν πασαι αι δυναμεις μου43 Ma ora farai bene a mandare in mio aiuto degli uomini, perchè il mio esercito se n'è andato tutto ».
44 και απεστειλεν ιωναθαν ανδρας τρισχιλιους δυνατους ισχυι αυτω εις αντιοχειαν και ηλθον προς τον βασιλεα και ηυφρανθη ο βασιλευς επι τη εφοδω αυτων44 E Gionata gli mandò ad Antiochia tremila uomini valorosi, che andarono dal re, il quale ebbe gran piacere del loro arrivo.
45 και επισυνηχθησαν οι απο της πολεως εις μεσον της πολεως εις ανδρων δωδεκα μυριαδας και ηβουλοντο ανελειν τον βασιλεα45 E gli abitanti di quella città si adunarono, in numero di centoventi mila uomini, e volevano uccidere il re.
46 και εφυγεν ο βασιλευς εις την αυλην και κατελαβοντο οι εκ της πολεως τας διοδους της πολεως και ηρξαντο πολεμειν46 Il re si rifugiò nella reggia, e gli abitanti della città, occupate le strade, cominciarono a combattere.
47 και εκαλεσεν ο βασιλευς τους ιουδαιους επι βοηθειαν και επισυνηχθησαν προς αυτον παντες αμα και διεσπαρησαν εν τη πολει και απεκτειναν εν τη ημερα εκεινη εις μυριαδας δεκα47 Allora il re chiamò in suo aiuto i Giudei, i quali si radunarono tutti insieme intorno a lui, e poi si sparsero tutti per la città,
48 και ενεπυρισαν την πολιν και ελαβον σκυλα πολλα εν εκεινη τη ημερα και εσωσαν τον βασιλεα48 e vi uccisero in quel giorno cento mila uomini, e vi appiccarono il fuoco, e presero molte spoglie in quel giorno, e liberarono il re.
49 και ειδον οι απο της πολεως οτι κατεκρατησαν οι ιουδαιοι της πολεως ως ηβουλοντο και ησθενησαν ταις διανοιαις αυτων και εκεκραξαν προς τον βασιλεα μετα δεησεως λεγοντες49 E quelli della città, vedendo come i Giudei erano padroni assoluti della città, si persero di coraggio, e supplichevoli gridarono al re, dicendo:
50 δος ημιν δεξιας και παυσασθωσαν οι ιουδαιοι πολεμουντες ημας και την πολιν50 « Porgici la destra, e cessino i Giudei di combattere contro di noi e contro la città! ».
51 και ερριψαν τα οπλα και εποιησαν ειρηνην και εδοξασθησαν οι ιουδαιοι εναντιον του βασιλεως και ενωπιον παντων των εν τη βασιλεια αυτου και επεστρεψαν εις ιερουσαλημ εχοντες σκυλα πολλα51 E, gettate le armi, fecero la pace; e i Giudei acquistarono molta gloria davanti al re e davanti a tutti quelli che erano nel suo regno, e divennero famosi nel regno, e se ne tornarono a Gerusalemme ricchi di spoglie.
52 και εκαθισεν δημητριος ο βασιλευς επι θρονου της βασιλειας αυτου και ησυχασεν η γη ενωπιον αυτου52 Ma quando Demetrio fu nel sicuro possesso del suo regno, e la terra stette tranquilla davanti a lui,
53 και εψευσατο παντα οσα ειπεν και ηλλοτριωθη τω ιωναθαν και ουκ ανταπεδωκεν τας ευνοιας ας ανταπεδωκεν αυτω και εθλιβεν αυτον σφοδρα53 mancò a tutto quello che aveva promesso, si alienò da Gionata, e non lo trattò secondo i benefizi da lui ricevuti, ma assai lo vessava.
54 μετα δε ταυτα απεστρεψεν τρυφων και αντιοχος μετ' αυτου παιδαριον νεωτερον και εβασιλευσεν και επεθετο διαδημα54 Dopo tali cose tornò Trifone, e con lui era Antioco, ancor fanciullo, il quale fu proclamato re e cinse il diadema.
55 και επισυνηχθησαν προς αυτον πασαι αι δυναμεις ας απεσκορακισεν δημητριος και επολεμησαν προς αυτον και εφυγεν και ετροπωθη55 E si radunarono intorno a lui tutti i soldati mandati via da Demetrio, i quali combatterono contro Demetrio, che fuggì e fu disfatto.
56 και ελαβεν τρυφων τα θηρια και κατεκρατησεν της αντιοχειας56 Allora Trifone, prese le bestie, occupò Antiochia.
57 και εγραψεν αντιοχος ο νεωτερος ιωναθη λεγων ιστημι σοι την αρχιερωσυνην και καθιστημι σε επι των τεσσαρων νομων και ειναι σε των φιλων του βασιλεως57 E il giovane Antioco scrisse a Gionata in questi termini: « Ti confermo nel sacerdozio, ti stabilisco sopra le quattro città, e ti dò il posto tra gli amici del re ».
58 και απεστειλεν αυτω χρυσωματα και διακονιαν και εδωκεν αυτω εξουσιαν πινειν εν χρυσωμασιν και ειναι εν πορφυρα και εχειν πορπην χρυσην58 E gli mandò dei vasi d'oro pel servizio (da tavola) e l'autorizzò a bere in (coppe) d'oro, a vestir di porpora, a portar la fibbia d'oro.
59 και σιμωνα τον αδελφον αυτου κατεστησεν στρατηγον απο της κλιμακος τυρου εως των οριων αιγυπτου59 E il suo fratello Simone lo creò governatore dei confini di Tiro fino a quelli dell'Egitto.
60 και εξηλθεν ιωναθαν και διεπορευετο περαν του ποταμου και εν ταις πολεσιν και ηθροισθησαν προς αυτον πασα δυναμις συριας εις συμμαχιαν και ηλθεν εις ασκαλωνα και απηντησαν αυτω οι εκ της πολεως ενδοξως60 E Gionata si mosse e si mise a percorrere le città al di là del fiume; intorno a lui si radunò tutto l'esercito della Siria, per aiutarlo; ed egli giunse ad Ascalona, e quelli della città gli uscirono incontro ad onorarlo.
61 και απηλθεν εκειθεν εις γαζαν και απεκλεισαν οι απο γαζης και περιεκαθισεν περι αυτην και ενεπυρισεν τα περιπολια αυτης εν πυρι και εσκυλευσεν αυτα61 E di lì passò a Gaza. Avendogli quelli di Gaza chiuse le porte, egli l'assediò, diede alle fiamme i suoi dintorni e li saccheggiò.
62 και ηξιωσαν οι απο γαζης ιωναθαν και εδωκεν αυτοις δεξιας και ελαβεν τους υιους των αρχοντων αυτων εις ομηρα και εξαπεστειλεν αυτους εις ιερουσαλημ και διηλθεν την χωραν εως δαμασκου62 Allora quelli di Gaza si raccomandarono a Gionata, ed egli diede loro la destra, e, presi come ostaggi i loro figlioli, li mandò a Gerusalemme, e scorse per la regione fino a Damasco.
63 και ηκουσεν ιωναθαν οτι παρησαν οι αρχοντες δημητριου εις κηδες την εν τη γαλιλαια μετα δυναμεως πολλης βουλομενοι μεταστησαι αυτον της χρειας63 E Gionata intese come i capitani di Demetrio s'erano raccolti in Cades, che è nella Galilea, con numeroso esercito, volendo allontanarlo dagli affari del regno.
64 και συνηντησεν αυτοις τον δε αδελφον αυτου σιμωνα κατελιπεν εν τη χωρα64 Ed egli si mosse contro di essi, lasciando nella provincia Simone suo fratello.
65 και παρενεβαλεν σιμων επι βαιθσουρα και επολεμει αυτην ημερας πολλας και συνεκλεισεν αυτην65 Simone andò ad attaccare Betsura, e siccome li tenne assediati e rinchiusi per molto tempo,
66 και ηξιωσαν αυτον του δεξιας λαβειν και εδωκεν αυτοις και εξεβαλεν αυτους εκειθεν και κατελαβετο την πολιν και εθετο επ' αυτην φρουραν66 gli chiesero di avere la destra, ed egli la concesse, e, cacciatili via, prese possesso della città e vi pose un presidio.
67 και ιωναθαν και η παρεμβολη αυτου παρενεβαλον επι το υδωρ του γεννησαρ και ωρθρισαν το πρωι εις το πεδιον ασωρ67 Intanto Gionata e il suo esercito erano arrivati alle acque di Genezar, e avanti l'alba (del giorno dopo) giunsero nella campagna di Asor.
68 και ιδου η παρεμβολη αλλοφυλων απηντα αυτω εν τω πεδιω και εξεβαλον ενεδρον επ' αυτον εν τοις ορεσιν αυτοι δε απηντησαν εξ εναντιας68 Ed ecco si videro davanti gli accampamenti degli stranieri, i quali avevan loro tesa un'imboscata. Mentre (Gionata) andava loro incontro,
69 τα δε ενεδρα εξανεστησαν εκ των τοπων αυτων και συνηψαν πολεμον69 quelle erano nell'imboscata, vennero fuori loro nascondigli, e attaccarono la battaglia.
70 και εφυγον οι παρα ιωναθου παντες ουδε εις κατελειφθη απ' αυτων πλην ματταθιας ο του αψαλωμου και ιουδας ο του χαλφι αρχοντες της στρατιας των δυναμεων70 Allora quelli che erano con Gionata si diedero tutti alla fuga: non restò nessuno, ad eccezione di Matatia, figlio di Absalom, e di Giuda, figlio di Calfi, capo dell'esercito.
71 και διερρηξεν ιωναθαν τα ιματια αυτου και επεθετο γην επι την κεφαλην αυτου και προσηυξατο71 Allora Gionata si stracciò vesti, si gettò della terra sul capo, e pregò.
72 και υπεστρεψεν προς αυτους πολεμω και ετροπωσατο αυτους και εφυγον72 Poi tornò contro di essi a combatterli, e li mise in fuga, dopo averli attaccati.
73 και ειδον οι φευγοντες παρ' αυτου και επεστρεψαν επ' αυτον και εδιωκον μετ' αυτου εως κεδες εως της παρεμβολης αυτων και παρενεβαλον εκει73 E la sua gente che fuggiva, veduto questo, tornarono a lui, e inseguirono tutti insieme con lui il nemico fino a Cades, dove aveva il campo: arrivaron fin là.
74 και επεσον εκ των αλλοφυλων εν τη ημερα εκεινη εις ανδρας τρισχιλιους και επεστρεψεν ιωναθαν εις ιερουσαλημ74 E degli stranieri in quel giorno ne perirono tre mila, e Gionata tornò in Gerusalemme.