Scrutatio

Martedi, 14 maggio 2024 - San Mattia ( Letture di oggi)

ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ Β´ - 2 Samuele - Kings II 6


font
GREEK BIBLEBIBLES DES PEUPLES
1 Και παλιν συνηθροισεν ο Δαβιδ παντας τους εκλεκτους εκ του Ισραηλ, τριακοντα χιλιαδας.1 David rassembla alors 30 000 hommes, toute l’élite d’Israël,
2 Και εσηκωθη ο Δαβιδ και υπηγε, και πας ο λαος ο μετ' αυτου, απο Βααλ του Ιουδα, δια να αναγαγη εκειθεν την κιβωτον του Θεου, εις την οποιαν επικαλειται το Ονομα, το ονομα του Κυριου των δυναμεων, του καθημενου υπερανω αυτης επι των χερουβειμ.2 et il se mit en route pour Baala de Juda, accompagné de tout son peuple. Il voulait ramener l’Arche de Dieu sur laquelle a été déposé le Nom de Yahvé Sabaot, celui qui siège sur les Chérubins.
3 Και επεβιβασαν την κιβωτον του Θεου επι νεας αμαξης και εσηκωσαν αυτην εκ του οικου του Αβιναδαβ, του εν τω βουνω? ωδηγησαν δε την αμαξαν την νεαν ο Ουζα και Αχιω, υιοι του Αβιναδαβ.3 On plaça l’Arche de Dieu sur un chariot neuf: on l’avait retirée de chez Abinadab, au sommet de la colline. Ouza et Ahyo, les fils d’Abinadab, conduisaient le chariot:
4 Και εσηκωσαν αυτην απο του οικου του Αβιναδαβ, του εν τω βουνω, μετα της κιβωτου του Θεου? και ο Αχιω προεπορευετο της κιβωτου.4 Ouza marchait à côté de l’Arche de Dieu et Ahyo allait devant elle.
5 Ο δε Δαβιδ και πας ο οικος του Ισραηλ επαιζον εμπροσθεν του Κυριου παν ειδος οργανων απο ξυλου ελατης και κιθαρας και ψαλτηρια και τυμπανα και σειστρα και κυμβαλα.5 David et tous les Israélites dansaient devant Yahvé, de toutes leurs forces; ils chantaient au son des guitares, des harpes, des tambourins, des cymbales et de toute sorte d’instruments.
6 Και οτε ηλθον εως του αλωνιου του Ναχων, εξηπλωσεν ο Ουζα την χειρα αυτου εις την κιβωτον του Θεου και εκρατησεν αυτην? διοτι εσεισαν αυτην οι βοες.6 Au moment où l’on approchait de l’aire de Nakon, les bœufs firent un faux pas: Ouza voulut retenir l’Arche de Dieu et il porta la main sur elle.
7 Και εξηφθη ο θυμος του Κυριου κατα του Ουζα? και επαταξεν αυτον ο Θεος εκει δια την προπετειαν αυτου? και απεθανεν εκει παρα την κιβωτον του Θεου.7 Alors Yahvé se mit en colère contre Ouza et Dieu le frappa sur-le-champ: il mourut là à côté de l’Arche de Dieu.
8 Και ελυπηθη ο Δαβιδ, οτι ο Κυριος εκαμε χαλασμον εις τον Ουζα? και εκαλεσε το ονομα του τοπου Φαρες-ουζα, εως της ημερας ταυτης.8 David était indigné de ce que Yahvé ait transpercé Ouza; depuis cet incident ce lieu s’est appelé Pérez-Ouza.
9 Και εφοβηθη ο Δαβιδ τον Κυριον την ημεραν εκεινην και ειπε, πως θελει εισελθει προς εμε η κιβωτος του Κυριου;9 Ce jour-là David eut une vraie crainte de Yahvé, il se dit: “Comment l’Arche de Yahvé entrerait-elle chez moi?”
10 Και δεν ηθελησεν ο Δαβιδ να μετακινηση την κιβωτον του Κυριου προς εαυτον εις την πολιν Δαβιδ, αλλ' εστρεψεν αυτην ο Δαβιδ εις τον οικον Ωβηδ-εδωμ του Γετθαιου.10 David ne voulut donc pas garder l’Arche de Yahvé chez lui, dans la cité de David; il la fit conduire chez Obed-Édom de Gat.
11 Και εκαθησεν η κιβωτος του Κυριου εν τω οικω Ωβηδ-εδωμ του Γετθαιου τρεις μηνας? και ευλογησεν ο Κυριος τον Ωβηδ-εδωμ και παντα τον οικον αυτου.11 L’Arche de Yahvé resta ainsi trois mois chez Obed-Édom de Gat, et Yahvé bénit Obed-Édom et toute sa famille.
12 Και απηγγειλαν προς τον βασιλεα Δαβιδ, λεγοντες, Ο Κυριος ευλογησε τον οικον του Ωβηδ-εδωμ και παντα τα υπαρχοντα αυτου ενεκα της κιβωτου του Θεου. Τοτε υπηγεν ο Δαβιδ και ανεβιβασε την κιβωτον του Θεου εκ του οικου του Ωβηδ-εδωμ εις την πολιν Δαβιδ εν ευφροσυνη.12 On fit savoir au roi David que Yahvé bénissait la famille d’Obed-Édom et tout ce qui lui appartenait à cause de l’Arche de Dieu.” Alors David s’y rendit et, en grande joie, il fit monter l’Arche de Dieu depuis la maison d’Obed-Édom jusqu’à la cité de David.
13 Και οτε εβαδιζον οι βασταζοντες την κιβωτον του Κυριου εξ βηματα, εθυσιαζον βουν και σιτευτον.13 Les hommes qui portaient l’Arche de Yahvé firent les six premiers pas: on offrit alors en sacrifice un bœuf et un veau gras.
14 Και εχορευεν ο Δαβιδ ενωπιον του Κυριου εξ ολης δυναμεως? και ητο ο Δαβιδ περιεζωσμενος λινουν εφοδ.14 David dansait et tournait de toutes ses forces devant Yahvé, il portait le pagne de lin.
15 Και ο Δαβιδ και πας ο οικος Ισραηλ ανεβιβασαν την κιβωτον του Κυριου εν αλαλαγμω και εν φωνη σαλπιγγος.15 David et tous les Israélites firent ainsi monter l’Arche de Yahvé au son de la fanfare et du cor.
16 Ενω δε η κιβωτος του Κυριου εισηρχετο εις την πολιν Δαβιδ, Μιχαλ, η θυγατηρ του Σαουλ, εκυψε δια της θυριδος, και ιδουσα τον βασιλεα Δαβιδ ορχουμενον και χορευοντα ενωπιον του Κυριου, εξουδενωσεν αυτον εν τη καρδια αυτης.16 Lorsque l’Arche entra dans la cité de David, Mikal, fille de Saül regarda par la fenêtre. Elle vit le roi qui sautait et tournait devant Yahvé, et elle le méprisa dans son cœur.
17 Και εφεραν την κιβωτον του Κυριου και εθεσαν αυτην εις τον τοπον αυτης, εις το μεσον της σκηνης την οποιαν εστησε δι' αυτην ο Δαβιδ? και προσεφερεν ο Δαβιδ ολοκαυτωματα και ειρηνικας προσφορας ενωπιον του Κυριου.17 Voici donc qu’on amène l’Arche de Yahvé; on l’installe à sa place au milieu de la tente que David a dressée pour elle et David offre à Yahvé des holocaustes et des sacrifices de communion.
18 Και αφου ετελειωσεν ο Δαβιδ προσφερων τα ολοκαυτωματα και τας ειρηνικας προσφορας, ευλογησε τον λαον εν ονοματι του Κυριου των δυναμεων.18 Lorsque David a achevé d’offrir des holocaustes et des sacrifices de communion, il bénit le peuple au nom de Yahvé Sabaot,
19 Και διεμοιρασεν εις παντα τον λαον, εις απαν το πληθος του Ισραηλ, απο ανδρος εως γυναικος, εις εκαστον ανθρωπον εν ψωμιον και εν τμημα κρεατος και μιαν φιαλην οινου. Τοτε πας ο λαος ανεχωρησεν, εκαστος εις την οικιαν αυτου.19 puis il distribue à tout le monde, à tous les Israélites, aux hommes comme aux femmes, à chacun un gâteau, une part de viande, une pâte de raisin sec, et tout le monde repart chez soi.
20 Και επεστρεψεν ο Δαβιδ δια να ευλογηση τον οικον αυτου. Και εξελθουσα Μιχαλ, η θυγατηρ του Σαουλ, εις συναντησιν του Δαβιδ, ειπε, Ποσον ενδοξος ητο σημερον ο βασιλευς του Ισραηλ, οστις εγυμνωθη σημερον εις τους οφθαλμους των θεραπαινιδων των δουλων αυτου, καθως γυμνονεται αναισχυντως εις των μηδαμινων ανθρωπων.20 David aussi retourna pour bénir sa maison. Alors Mikal, la fille de Saül, sortit au-devant de David et lui dit: “Vraiment, le roi d’Israël s’est couvert de gloire aujourd’hui! Tu t’es découvert sous les yeux des femmes de tes serviteurs, comme le ferait un homme de rien.”
21 Και ειπεν ο Δαβιδ προς την Μιχαλ, Ενωπιον του Κυριου, οστις με εξελεξεν υπερ τον πατερα σου και υπερ παντα τον οικον αυτου, ωστε να με καταστηση ηγεμονα επι τον λαον του Κυριου, επι τον Ισραηλ, ναι, ενωπιον του Κυριου επαιξα?21 Mais David répondit à Mikal: “Je dansais en présence de Yahvé. Aussi vrai que Yahvé est vivant, lui qui m’a choisi de préférence à ton père et à toute sa famille, pour faire de moi le chef de son peuple Israël, je danserai encore en présence de Yahvé.
22 και θελω εξευτελισθη ετι περισσοτερον και θελω ταπεινωθη εις τους οφθαλμους μου? και μετα των θεραπαινιδων, περι των οποιων συ ελαλησας, μετ' αυτων θελω δοξασθη.22 Je m’abaisserai plus encore et à tes yeux je ne serai rien, mais je serai grand aux yeux de ces femmes dont tu as parlé.”
23 Δια τουτο η Μιχαλ, η θυγατηρ του Σαουλ, δεν εγεννησε τεκνον εως της ημερας του θανατου αυτης.23 Et Mikal, fille de Saül, n’eut pas d’enfant jusqu’à sa mort.