Scrutatio

Sabato, 11 maggio 2024 - San Fabio e compagni ( Letture di oggi)

ΓΕΝΕΣΙΣ - Genesi - Genesis 38


font
GREEK BIBLECATHOLIC PUBLIC DOMAIN
1 Και κατ' εκεινον τον καιρον κατεβη ο Ιουδας απο των αδελφων αυτου και ετραπη προς ανθρωπον τινα Οδολλαμιτην ονομαζομενον Ειρα.1 About the same time, Judah, descending from his brothers, turned toward an Adullamite man, named Hirah.
2 Και ειδεν εκει ο Ιουδας την θυγατερα τινος Χαναναιου, ονομαζομενου Σουα? και ελαβεν αυτην και εισηλθε προς αυτην.2 And he saw there the daughter of a man called Shua, of Canaan. And taking her as a wife, he entered to her.
3 Η δε συνελαβε, και εγεννησεν υιον? και εκαλεσε το ονομα αυτου Ηρ.3 And she conceived and bore a son, and she called his name Er.
4 Συνελαβε δε παλιν και εγεννησεν υιον? και εκαλεσε το ονομα αυτου Αυναν.4 And conceiving offspring again, having given birth to a son, she called him Onan.
5 Εγεννησε δε παλιν και αλλον υιον? και εκαλεσε το ονομα αυτου Σηλα? ητο δε ο Ιουδας εν Χασβι, οτε εγεννησε τουτον.5 Likewise, she bore a third, whom she called Shelah, after whose birth, she ceased to bear any more.
6 Και ελαβεν ο Ιουδας γυναικα εις τον Ηρ τον πρωτοτοκον αυτου, ονομαζομενην Θαμαρ.6 Then Judah gave a wife to his first born Er, whose name was Tamar.
7 Ο Ηρ δε ο πρωτοτοκος του Ιουδα εσταθη κακος εμπροσθεν του Κυριου? και εθανατωσεν αυτον ο Κυριος.7 And it also happened that Er, the first born of Judah, was wicked in the sight of the Lord and was killed by him.
8 Ειπε δε ο Ιουδας προς τον Αυναν? εισελθε προς την γυναικα του αδελφου σου, και νυμφευθητι αυτην, και αναστησον σπερμα εις τον αδελφον σου.8 Therefore, Judah said to his son Onan: “Enter to the wife of your brother, and associate with her, so that you may raise offspring to your brother.”
9 Αλλ' ο Αυναν ηξευρεν, οτι το σπερμα δεν ηθελεν εισθαι ιδικον του? δια τουτο, οτε εισηρχετο προς την γυναικα του αδελφου αυτου, εξεχυνεν επι την γην, δια να μη δωση σπερμα εις τον αδελφον αυτου.9 He, knowing that the sons to be born would not be his, when he entered to the wife of his brother, he spilled his seed on the ground, lest children should be born in his brother’s name.
10 Και τουτο το οποιον επραττεν εφανη κακον εμπροσθεν του Κυριου? οθεν εθανατωσε και τουτον.10 And for this reason, the Lord struck him down, because he did a detestable thing.
11 Και ειπεν ο Ιουδας προς την Θαμαρ την νυμφην αυτου, Καθου χηρα εν τω οικω του πατρος σου, εωσου Σηλα ο υιος μου γεινη μεγαλος? διοτι ελεγε, Μηπως αποθανη και ουτος, καθως οι αδελφοι αυτου. Υπηγε λοιπον η Θαμαρ και κατωκησεν εν τω οικω του πατρος αυτης.11 Because of this matter, Judah said to his daughter-in-law Tamar, “Be a widow in your father’s house, until my son Shelah grows up.” For he was afraid, lest he also might die, just as his brothers did. She went away, and she lived in her father’s house.
12 Και μετα πολλας ημερας απεθανεν η θυγατηρ του Σουα, η γυνη του Ιουδα? και αφου παρηγορηθη ο Ιουδας, ανεβη προς τους κουρευτας των προβατων αυτου εις Θαμνα, αυτος και ο φιλος αυτου Ειρα ο Οδολλαμιτης.12 Then, after many days had passed, the daughter of Shua, the wife of Judah, died. And when he accepted consolation after his mourning, he went up to the shearers of his sheep at Timnah, he and Hirah, the herdsman of the Adullamite flock.
13 Και ανηγγειλαν προς την Θαμαρ, λεγοντες, Ιδου, ο πενθερος σου αναβαινει εις Θαμνα δια να κουρευση τα προβατα αυτου.13 And it was reported to Tamar that her father-in-law had gone up to Timnah to shear the sheep.
14 Η δε απεκδυθεισα τα ενδυματα της χηρειας αυτης, εσκεπασθη με καλυμμα και περιετυλιχθη και εκαθισε κατα την διοδον την εν τη οδω της Θαμνα? διοτι ειδεν οτι εγεινε μεγαλος ο Σηλα, και αυτη δεν εδοθη εις αυτον δια γυναικα.14 And storing away the garments of her widowhood, she took up a veil. And changing her clothing, she sat at the crossroad that leads to Timnah, because Shelah had grown up, and she had not received him as a husband.
15 Και οτε ειδεν αυτην ο Ιουδας, ενομισεν αυτην πορνην? διοτι ειχε κεκαλυμμενον το προσωπον αυτης.15 And when Judah saw her, he thought her to be a harlot. For she had covered her face, lest she be recognized.
16 Και κατα την οδον ετραπη προς αυτην, και ειπεν, Αφες με, παρακαλω, να εισελθω προς σε? διοτι δεν εγνωρισεν οτι ητο η νυμφη αυτου. Η δε ειπε, Τι θελεις μοι δωσει, δια να εισελθης προς εμε;16 And entering to her, he said, “Permit me to join with you.” For he did not know her to be his daughter-in-law. And she responded, “What will you give to me, to enjoy me as a concubine?”
17 Ο δε ειπεν, Εγω θελω σοι στειλει εριφιον αιγων εκ του ποιμνιου. Και εκεινη ειπε, Μοι διδεις ενεχυρον, εωσου να στειλης αυτο;17 He said, “I will send you a young goat from the flock.” And again, she said, “I will allow what you want, if you give me a pledge, until you may send what you promise.”
18 Ο δε ειπε, Τι ενεχυρον να σοι δωσω; Και εκεινη ειπε, την σφραγιδα σου και το περιδερραιον σου και την ραβδον σου την εν τη χειρι σου. Και εδωκεν αυτα εις αυτην και εισηλθε προς αυτην, και συνελαβεν εξ αυτου.18 Judah said, “What do you want to be given for a pledge?” She responded, “Your ring and bracelet, and the staff that you hold in your hand.” Thereupon, the woman, from one sexual encounter, conceived.
19 Μετα ταυτα σηκωθεισα, ανεχωρησε και απεκδυθεισα το καλυμμα αυτης, ενεδυθη τα ενδυματα της χηρειας αυτης.19 And she arose and went away. And storing away the garments that she had taken up, she was clothed in the garments of her widowhood.
20 Ο δε Ιουδας εστειλε το εριφιον των αιγων δια χειρος του φιλου αυτου του Οδολλαμιτου, δια να παραλαβη το ενεχυρον εκ της χειρος της γυναικος? πλην δεν ευρηκεν αυτην?20 Then Judah sent a young goat by his shepherd, the Adullamite, so that he might receive the pledge that he had given to the woman. But, when he had not found her,
21 και ηρωτησε τους ανθρωπους του τοπου αυτης, λεγων, Που ειναι η πορνη, ητις ητο κατα την διοδον επι της οδου; οι δε ειπον, Δεν εσταθη εδω πορνη.21 he questioned the men of that place: “Where is the woman who sat at the crossroad?” And they all responded, “There has been no harlot in this place.”
22 Και επεστρεψε προς τον Ιουδαν και ειπε, Δεν ευρηκα αυτην? μαλιστα οι ανθρωποι του τοπου ειπον, Δεν εσταθη εδω πορνη.22 He returned to Judah, and he said to him: “I did not find her. Moreover, the men of that place told me that a prostitute had never sat there.”
23 Και ειπεν ο Ιουδας, Ας εχη αυτα, δια να μη γεινωμεν ονειδος? ιδου, εγω εστειλα το εριφιον τουτο, συ ομως δεν ευρηκας αυτην.23 Judah said: “Let her hold herself to blame. Certainly, she is not able to accuse us of a lie. I sent the young goat that I had promised, and you did not find her.”
24 Και μετα τρεις μηνας περιπου, ανηγγειλαν προς τον Ιουδαν, λεγοντες, Θαμαρ η νυμφη σου επορνευθη, και μαλιστα, ιδου, ειναι εγκυος εκ πορνειας. Και ειπεν ο Ιουδας, Φερετε αυτην εξω και ας κατακαυθη.24 And behold, after three months, they reported to Judah, saying, “Tamar, your daughter-in-law, has committed fornication and her abdomen appears to be enlarged.” And Judah said, “Produce her, so that she may be burned.”
25 Και οτε εφερετο εξω, απεστειλε προς τον πενθερον αυτης, λεγουσα, Εκ του ανθρωπου, του οποιου ειναι ταυτα, ειμαι εγγυος? και ειπεν ετι, Γνωρισον, παρακαλω, τινος ειναι η σφραγις και το περιδερραιον, και η ραβδος αυτη.25 But when she was led out to the punishment, she sent to her father-in-law, saying: “I conceived by the man to whom these things belong. Recognize whose ring, and bracelet, and staff this is.”
26 Και ο Ιουδας εγνωρισεν αυτα? και ειπεν, Αυτη ειναι δικαιοτερα εμου, διοτι δεν εδωκα αυτην εις τον Σηλα τον υιον μου. Και ετι πλεον δεν εγνωρισεν αυτην.26 But he, acknowledging the gifts, said: “She is more just than I am. For I did not deliver her to my son Shelah.” However, he knew her no more.
27 Και καθ' ον καιρον εμελλε να γεννηση, ιδου, διδυμα εν τη κοιλια αυτης.27 Then, at the moment of birth, there appeared twins in the womb. And so, in the very delivery of the infants, one put forth a hand, on which the midwife tied a scarlet thread, saying,
28 Και ενω εγεννα, το εν επροβαλεν εξω την χειρα? και η μαια λαβουσα, εδεσεν επι την χειρα αυτου νημα κοκκινον, λεγουσα, Ουτος εξηλθε πρωτος.28 “This one will go out first.”
29 Και καθως εσυρεν οπισω την χειρα αυτου, ιδου, εξηλθεν ο αδελφος αυτου? και αυτη ειπε, Ποιον χαλασμον εκαμες; επι σε ας ηναι ο χαλασμος? δια τουτο εκαλεσθη το ονομα αυτου Φαρες.29 But in truth, drawing back his hand, the other came out. And the woman said, “Why is the partition divided for you?” And for this reason, she called his name Perez.
30 Και επειτα εξηλθεν ο αδελφος αυτου, οστις ειχε το κοκκινον νημα επι την χειρα αυτου? και εκαλεσθη το ονομα αυτου Ζαρα.30 After this, his brother came out, on whose hand was the scarlet thread. And she called him Zerah.