Scrutatio

Sabato, 11 maggio 2024 - San Fabio e compagni ( Letture di oggi)

ΓΕΝΕΣΙΣ - Genesi - Genesis 38


font
GREEK BIBLEBIBBIA CEI 2008
1 Και κατ' εκεινον τον καιρον κατεβη ο Ιουδας απο των αδελφων αυτου και ετραπη προς ανθρωπον τινα Οδολλαμιτην ονομαζομενον Ειρα.1 In quel tempo Giuda si separò dai suoi fratelli e si stabilì presso un uomo di Adullàm, di nome Chira.
2 Και ειδεν εκει ο Ιουδας την θυγατερα τινος Χαναναιου, ονομαζομενου Σουα? και ελαβεν αυτην και εισηλθε προς αυτην.2 Qui Giuda notò la figlia di un Cananeo chiamato Sua, la prese in moglie e si unì a lei.
3 Η δε συνελαβε, και εγεννησεν υιον? και εκαλεσε το ονομα αυτου Ηρ.3 Ella concepì e partorì un figlio e lo chiamò Er.
4 Συνελαβε δε παλιν και εγεννησεν υιον? και εκαλεσε το ονομα αυτου Αυναν.4 Concepì ancora e partorì un figlio e lo chiamò Onan.
5 Εγεννησε δε παλιν και αλλον υιον? και εκαλεσε το ονομα αυτου Σηλα? ητο δε ο Ιουδας εν Χασβι, οτε εγεννησε τουτον.5 Ancora un’altra volta partorì un figlio e lo chiamò Sela. Egli si trovava a Chezìb, quando lei lo partorì.
6 Και ελαβεν ο Ιουδας γυναικα εις τον Ηρ τον πρωτοτοκον αυτου, ονομαζομενην Θαμαρ.6 Giuda scelse per il suo primogenito Er una moglie, che si chiamava Tamar.
7 Ο Ηρ δε ο πρωτοτοκος του Ιουδα εσταθη κακος εμπροσθεν του Κυριου? και εθανατωσεν αυτον ο Κυριος.7 Ma Er, primogenito di Giuda, si rese odioso agli occhi del Signore, e il Signore lo fece morire.
8 Ειπε δε ο Ιουδας προς τον Αυναν? εισελθε προς την γυναικα του αδελφου σου, και νυμφευθητι αυτην, και αναστησον σπερμα εις τον αδελφον σου.8 Allora Giuda disse a Onan: «Va’ con la moglie di tuo fratello, compi verso di lei il dovere di cognato e assicura così una posterità a tuo fratello».
9 Αλλ' ο Αυναν ηξευρεν, οτι το σπερμα δεν ηθελεν εισθαι ιδικον του? δια τουτο, οτε εισηρχετο προς την γυναικα του αδελφου αυτου, εξεχυνεν επι την γην, δια να μη δωση σπερμα εις τον αδελφον αυτου.9 Ma Onan sapeva che la prole non sarebbe stata considerata come sua; ogni volta che si univa alla moglie del fratello, disperdeva il seme per terra, per non dare un discendente al fratello.
10 Και τουτο το οποιον επραττεν εφανη κακον εμπροσθεν του Κυριου? οθεν εθανατωσε και τουτον.10 Ciò che egli faceva era male agli occhi del Signore, il quale fece morire anche lui.
11 Και ειπεν ο Ιουδας προς την Θαμαρ την νυμφην αυτου, Καθου χηρα εν τω οικω του πατρος σου, εωσου Σηλα ο υιος μου γεινη μεγαλος? διοτι ελεγε, Μηπως αποθανη και ουτος, καθως οι αδελφοι αυτου. Υπηγε λοιπον η Θαμαρ και κατωκησεν εν τω οικω του πατρος αυτης.11 Allora Giuda disse alla nuora Tamar: «Ritorna a casa da tuo padre, come vedova, fin quando il mio figlio Sela sarà cresciuto». Perché pensava: «Che non muoia anche questo come i suoi fratelli!». Così Tamar se ne andò e ritornò alla casa di suo padre.
12 Και μετα πολλας ημερας απεθανεν η θυγατηρ του Σουα, η γυνη του Ιουδα? και αφου παρηγορηθη ο Ιουδας, ανεβη προς τους κουρευτας των προβατων αυτου εις Θαμνα, αυτος και ο φιλος αυτου Ειρα ο Οδολλαμιτης.12 Trascorsero molti giorni, e morì la figlia di Sua, moglie di Giuda. Quando Giuda ebbe finito il lutto, si recò a Timna da quelli che tosavano il suo gregge e con lui c’era Chira, il suo amico di Adullàm.
13 Και ανηγγειλαν προς την Θαμαρ, λεγοντες, Ιδου, ο πενθερος σου αναβαινει εις Θαμνα δια να κουρευση τα προβατα αυτου.13 La notizia fu data a Tamar: «Ecco, tuo suocero va a Timna per la tosatura del suo gregge».
14 Η δε απεκδυθεισα τα ενδυματα της χηρειας αυτης, εσκεπασθη με καλυμμα και περιετυλιχθη και εκαθισε κατα την διοδον την εν τη οδω της Θαμνα? διοτι ειδεν οτι εγεινε μεγαλος ο Σηλα, και αυτη δεν εδοθη εις αυτον δια γυναικα.14 Allora Tamar si tolse gli abiti vedovili, si coprì con il velo e se lo avvolse intorno, poi si pose a sedere all’ingresso di Enàim, che è sulla strada per Timna. Aveva visto infatti che Sela era ormai cresciuto, ma lei non gli era stata data in moglie.
15 Και οτε ειδεν αυτην ο Ιουδας, ενομισεν αυτην πορνην? διοτι ειχε κεκαλυμμενον το προσωπον αυτης.15 Quando Giuda la vide, la prese per una prostituta, perché essa si era coperta la faccia.
16 Και κατα την οδον ετραπη προς αυτην, και ειπεν, Αφες με, παρακαλω, να εισελθω προς σε? διοτι δεν εγνωρισεν οτι ητο η νυμφη αυτου. Η δε ειπε, Τι θελεις μοι δωσει, δια να εισελθης προς εμε;16 Egli si diresse su quella strada verso di lei e disse: «Lascia che io venga con te!». Non sapeva infatti che era sua nuora. Ella disse: «Che cosa mi darai per venire con me?».
17 Ο δε ειπεν, Εγω θελω σοι στειλει εριφιον αιγων εκ του ποιμνιου. Και εκεινη ειπε, Μοι διδεις ενεχυρον, εωσου να στειλης αυτο;17 Rispose: «Io ti manderò un capretto del gregge». Ella riprese: «Mi lasci qualcosa in pegno fin quando non me lo avrai mandato?».
18 Ο δε ειπε, Τι ενεχυρον να σοι δωσω; Και εκεινη ειπε, την σφραγιδα σου και το περιδερραιον σου και την ραβδον σου την εν τη χειρι σου. Και εδωκεν αυτα εις αυτην και εισηλθε προς αυτην, και συνελαβεν εξ αυτου.18 Egli domandò: «Qual è il pegno che devo dare?». Rispose: «Il tuo sigillo, il tuo cordone e il bastone che hai in mano». Allora Giuda glieli diede e si unì a lei. Ella rimase incinta.
19 Μετα ταυτα σηκωθεισα, ανεχωρησε και απεκδυθεισα το καλυμμα αυτης, ενεδυθη τα ενδυματα της χηρειας αυτης.19 Poi si alzò e se ne andò; si tolse il velo e riprese gli abiti vedovili.
20 Ο δε Ιουδας εστειλε το εριφιον των αιγων δια χειρος του φιλου αυτου του Οδολλαμιτου, δια να παραλαβη το ενεχυρον εκ της χειρος της γυναικος? πλην δεν ευρηκεν αυτην?20 Giuda mandò il capretto per mezzo del suo amico di Adullàm, per riprendere il pegno dalle mani di quella donna, ma quello non la trovò.
21 και ηρωτησε τους ανθρωπους του τοπου αυτης, λεγων, Που ειναι η πορνη, ητις ητο κατα την διοδον επι της οδου; οι δε ειπον, Δεν εσταθη εδω πορνη.21 Domandò agli uomini di quel luogo: «Dov’è quella prostituta che stava a Enàim, sulla strada?». Ma risposero: «Qui non c’è stata alcuna prostituta».
22 Και επεστρεψε προς τον Ιουδαν και ειπε, Δεν ευρηκα αυτην? μαλιστα οι ανθρωποι του τοπου ειπον, Δεν εσταθη εδω πορνη.22 Così tornò da Giuda e disse: «Non l’ho trovata; anche gli uomini di quel luogo dicevano: “Qui non c’è stata alcuna prostituta”».
23 Και ειπεν ο Ιουδας, Ας εχη αυτα, δια να μη γεινωμεν ονειδος? ιδου, εγω εστειλα το εριφιον τουτο, συ ομως δεν ευρηκας αυτην.23 Allora Giuda disse: «Si tenga quello che ha! Altrimenti ci esponiamo agli scherni. Ecco: le ho mandato questo capretto, ma tu non l’hai trovata».
24 Και μετα τρεις μηνας περιπου, ανηγγειλαν προς τον Ιουδαν, λεγοντες, Θαμαρ η νυμφη σου επορνευθη, και μαλιστα, ιδου, ειναι εγκυος εκ πορνειας. Και ειπεν ο Ιουδας, Φερετε αυτην εξω και ας κατακαυθη.24 Circa tre mesi dopo, fu portata a Giuda questa notizia: «Tamar, tua nuora, si è prostituita e anzi è incinta a causa delle sue prostituzioni». Giuda disse: «Conducetela fuori e sia bruciata!».
25 Και οτε εφερετο εξω, απεστειλε προς τον πενθερον αυτης, λεγουσα, Εκ του ανθρωπου, του οποιου ειναι ταυτα, ειμαι εγγυος? και ειπεν ετι, Γνωρισον, παρακαλω, τινος ειναι η σφραγις και το περιδερραιον, και η ραβδος αυτη.25 Mentre veniva condotta fuori, ella mandò a dire al suocero: «Io sono incinta dell’uomo a cui appartengono questi oggetti». E aggiunse: «Per favore, verifica di chi siano questo sigillo, questi cordoni e questo bastone».
26 Και ο Ιουδας εγνωρισεν αυτα? και ειπεν, Αυτη ειναι δικαιοτερα εμου, διοτι δεν εδωκα αυτην εις τον Σηλα τον υιον μου. Και ετι πλεον δεν εγνωρισεν αυτην.26 Giuda li riconobbe e disse: «Lei è più giusta di me: infatti, io non l’ho data a mio figlio Sela». E non ebbe più rapporti con lei.
27 Και καθ' ον καιρον εμελλε να γεννηση, ιδου, διδυμα εν τη κοιλια αυτης.27 Quando giunse per lei il momento di partorire, ecco, aveva nel grembo due gemelli.
28 Και ενω εγεννα, το εν επροβαλεν εξω την χειρα? και η μαια λαβουσα, εδεσεν επι την χειρα αυτου νημα κοκκινον, λεγουσα, Ουτος εξηλθε πρωτος.28 Durante il parto, uno di loro mise fuori una mano e la levatrice prese un filo scarlatto e lo legò attorno a quella mano, dicendo: «Questi è uscito per primo».
29 Και καθως εσυρεν οπισω την χειρα αυτου, ιδου, εξηλθεν ο αδελφος αυτου? και αυτη ειπε, Ποιον χαλασμον εκαμες; επι σε ας ηναι ο χαλασμος? δια τουτο εκαλεσθη το ονομα αυτου Φαρες.29 Ma poi questi ritirò la mano, ed ecco venne alla luce suo fratello. Allora ella esclamò: «Come ti sei aperto una breccia?» e fu chiamato Peres.
30 Και επειτα εξηλθεν ο αδελφος αυτου, οστις ειχε το κοκκινον νημα επι την χειρα αυτου? και εκαλεσθη το ονομα αυτου Ζαρα.30 Poi uscì suo fratello, che aveva il filo scarlatto alla mano, e fu chiamato Zerach.