Scrutatio

Lunedi, 13 maggio 2024 - Beata Vergine Maria di Fatima ( Letture di oggi)

Premier livre de Samuel 21


font
BIBLES DES PEUPLESGREEK BIBLE
1 David se leva, partit, et Jonathan rentra dans la ville.1 Και ηλθεν ο Δαβιδ εις Νωβ, προς Αχιμελεχ τον ιερεα? εξεπλαγη δε ο Αχιμελεχ εις την συναντησιν του Δαβιδ και ειπε προς αυτον, Δια τι συ μονος, και δεν ειναι ουδεις μετα σου;
2 David arriva à Nob, chez le prêtre Ahimélek. Celui-ci vint en tremblant à la rencontre de David et lui demanda: “Pourquoi es-tu seul? Pourquoi n’y a-t-il personne avec toi?”2 Και ειπεν ο Δαβιδ προς τον Αχιμελεχ τον ιερεα, Ο βασιλευς προσεταξεν εις εμε υποθεσιν τινα και μοι ειπεν, Ας μη εξευρη μηδεις μηδεν περι της υποθεσεως, δια την οποιαν εγω σε αποστελλω, μηδε τι προσεταξα εις εσε? και διωρισα εις τους δουλους τον δεινα και δεινα τοπον.
3 David répondit au prêtre Ahimélek: “Le roi m’a donné un ordre, il m’a dit: Personne ne doit connaître la mission que je t’ai confiée ni l’ordre que je t’ai donné. C’est pourquoi j’ai donné rendez-vous à mes hommes à tel endroit.3 Τωρα λοιπον τι σοι ειναι προχειρον; δος πεντε αρτους εις την χειρα μου, η ο, τι ευρισκεται.
4 Maintenant, qu’as-tu sous la main? Si tu as cinq pains ou autre chose, donne-les moi.”4 Και απεκριθη ο ιερευς προς τον Δαβιδ, και ειπε, Δεν εχω προχειρον ουδενα κοινον αρτον, αλλ' ειναι αρτοι ηγιασμενοι? οι νεοι εφυλαχθησαν καθαροι τουλαχιστον απο γυναικων;
5 Le prêtre dit à David: “Je n’ai pas de pain ordinaire sous la main, seulement du pain consacré. Pourvu que tes hommes se soient gardés de toute relation avec une femme.”5 Και απεκριθη ο Δαβιδ προς τον ιερεα και ειπε προς αυτον, Μαλιστα αι γυναικες ειναι μακραν αφ' ημων εις τας τρεις ταυτας ημερας, αφου εξηλθον, και τα σκευη των νεων ειναι καθαρα? και ουτος ο αρτος ειναι τροπον τινα κοινος, μαλιστα επειδη σημερον ειναι αλλος ηγιασμενος εις τα σκευη.
6 David répondit au prêtre: “Certainement, la femme nous était interdite jusqu’ici chaque fois que je sortais; mes hommes restaient purs pour ce qui est du sexe, et il s’agissait d’expéditions profanes. À combien plus forte raison aujourd’hui. Ils sont tous en état de pureté quant au sexe.”6 Εδωκε λοιπον ο ιερευς εις αυτον τους αρτους τους αγιους? διοτι δεν ητο εκει αρτος παρα τους αρτους της προθεσεως, οιτινες ειχον σηκωθη απ' εμπροσθεν του Κυριου, δια να θεσωσιν αρτους ζεστους καθ' ην ημεραν εσηκωθησαν εκεινοι.
7 Alors le prêtre lui donna du pain consacré, car il n’y avait pas d’autre pain que les pains de proposition, celui qu’on enlève de devant Yahvé pour le remplacer par du pain frais le jour où on le reprend.7 Ητο δε εκει ανθρωπος τις εκ των δουλων του Σαουλ, την ημεραν εκεινην, κρατουμενος ενωπιον του Κυριου? και το ονομα αυτου Δωηκ, ο Ιδουμαιος, ο πρωτιστος των ποιμενων του Σαουλ.
8 Or, le même jour, l’un des serviteurs de Saül se trouvait là, retenu au sanctuaire de Yahvé; il s’appelait Doëg l’Édomite, et il était le plus considéré parmi les bergers de Saül.8 Και ειπεν ο Δαβιδ προς τον Αχιμελεχ, Και δεν εχεις εδω προχειρον κανεν δορυ η ρομφαιαν; διοτι ουτε την ρομφαιαν μου ουτε τα οπλα μου ελαβον εν τη χειρι μου, επειδη του βασιλεως η υποθεσις ητο κατεπειγουσα.
9 David dit à Ahimélek: “N’as-tu pas ici sous la main une lance ou une épée? L’affaire du roi était si urgente que je n’ai pas pu prendre mon épée et mes armes.”9 Και ειπεν ο ιερευς, Η ρομφαια Γολιαθ του Φιλισταιου, τον οποιον επαταξας εν τη κοιλαδι Ηλα, ιδου ειναι περιτετυλιγμενη εις φορεμα οπισθεν του εφοδ? εαν θελης να λαβης αυτην, λαβε? διοτι ενταυθα δεν ειναι αλλη παρα εκεινην. Και ειπεν ο Δαβιδ, Δεν ειναι ουδεμια ως αυτη? δος μοι αυτην.
10 Le prêtre répondit: “L’épée du Philistin Goliath que tu as abattu dans la vallée du Térébinthe est ici, enveloppée dans un manteau derrière l’éphod. Si tu la veux, prends-la, il n’y en a pas d’autre.” David répondit: “Il n’y en a pas de pareille, donne-la-moi.”10 Και εσηκωθη ο Δαβιδ και εφυγε την ημεραν εκεινην απο προσωπου του Σαουλ, και υπηγε προς τον Αγχους, βασιλεα της Γαθ
11 Ce jour-là David s’enfuit loin de Saül et il arriva chez Akich, roi de Gat.11 Και ειπον οι δουλοι του Αγχους προς αυτον, Δεν ειναι ουτος ο Δαβιδ ο βασιλευς του τοπου; δεν ειναι ουτος, εις τον οποιον αμοιβαιως εψαλλον εν τοις χοροις, λεγουσαι, Ο Σαουλ επαταξε τας χιλιαδας αυτου, και ο Δαβιδ τας μυριαδας αυτου;
12 Les serviteurs d’Akich lui dirent: “Mais, majesté, c’est David! N’est-ce pas à son sujet que l’on dansait en chantant: Saül en a abattu mille, mais David en a tué dix mille?”12 Και εβαλεν ο Δαβιδ τους λογους τουτους εν τη καρδια αυτου και εφοβηθη σφοδρα απο του Αγχους βασιλεως της Γαθ.
13 Ces réflexions inquiétèrent fortement David, il eut peur d’Akich, roi de Gat.13 Και ηλλαξε τον τροπον αυτου εμπροσθεν αυτων, και προσεποιηθη τον τρελλον μεταξυ των χειρων αυτων, και εξυεν επανω των θυρων της πυλης, και αφινε τον σιελον αυτου να καταπιπτη εις το γενειον αυτου.
14 Alors David fit croire qu’il était devenu fou, il joua les débiles au milieu d’eux: il tambourinait sur les montants des portes et laissait couler sa bave sur sa barbe.14 Τοτε ειπεν ο Αγχους προς τους δουλους αυτου, Ιδου, σεις βλεπετε τον ανθρωπον οτι ειναι τρελλος? δια τι εφερετε αυτον προς εμε;
15 Akich dit à ses serviteurs: “Vous voyez bien que c’est un fou, pourquoi me l’avez-vous amené ici?15 μηπως εγω στερουμαι τρελλων, ωστε να φερητε τουτον δια να καμνη τον τρελλον εμπροσθεν μου; ουτος ηθελεν εισελθει εις την οικιαν μου;
16 Est-ce que je manque de fous pour que vous m’ameniez celui-là, pour qu’il continue ses folies devant moi? Un peu plus il entrerait chez moi!”