Scrutatio

Giovedi, 9 maggio 2024 - Beata Maria Teresa di Gesù (Carolina Gerhardinger) ( Letture di oggi)

Premier livre de Samuel 18


font
BIBLES DES PEUPLESGREEK BIBLE
1 David n’avait pas fini de parler à Saül que le cœur de Jonathan s’attacha à David et, à partir de ce jour, Jonathan aima David comme lui-même.1 Και ως ετελειωσε λαλων προς τον Σαουλ, η ψυχη του Ιωναθαν συνεδεθη μετα της ψυχης του Δαβιδ, και ηγαπησεν αυτον ο Ιωναθαν ως την ιδιαν αυτου ψυχην.
2 Ce jour-là Saül garda David chez lui et ne le laissa pas retourner chez son père.2 Και παρελαβεν αυτον ο Σαουλ εκεινην την ημεραν και δεν αφηκεν αυτον να επιστρεψη πλεον εις τον οικον του πατρος αυτου.
3 Quant à Jonathan, il fit une alliance avec David car il l’aimait comme lui-même.3 Τοτε ο Ιωναθαν εκαμε συνθηκην μετα του Δαβιδ? διοτι ηγαπα αυτον ως την ιδιαν αυτου ψυχην.
4 Jonathan retira le manteau qu’il avait sur lui et il le donna à David avec sa tenue, son épée, son casque et sa ceinture.4 και εκδυθεις ο Ιωναθαν το επενδυμα το εφ' εαυτον, εδωκεν αυτο εις τον Δαβιδ, και την στολην αυτου, εως και αυτο το ξιφος αυτου και το τοξον αυτου και την ζωνην αυτου.
5 Dans toutes les expéditions où Saül l’envoyait, David avait plein succès et Saül le plaça à la tête de tous ses hommes de guerre. Il était aimé de tout le peuple et même des serviteurs du roi.5 και εξηρχετο ο Δαβιδ πανταχου οπου επεμπεν αυτον ο Σαουλ, και εφερετο μετα συνεσεως? και κατεστησεν αυτον ο Σαουλ επι τους ανδρας του πολεμου? και ητο αρεστος εις τους οφθαλμους παντος του λαου, ετι δε και εις τους οφθαλμους των δουλων του Σαουλ.
6 Quand on rentra, après que David avait tué le Philistin, les femmes sortirent de toutes les villes d’Israël à la rencontre du roi Saül, chantant et dansant, avec des tambourins, des chants de fête et des harpes.6 Καθως δε ηρχοντο, ενω επεστρεφεν ο Δαβιδ εκ της σφαγης του Φιλισταιου, εξηρχοντο αι γυναικες εκ πασων των πολεων του Ισραηλ, ψαλλουσαι και χορευουσαι, εις συναντησιν του βασιλεως Σαουλ, μετα τυμπανων, μετα χαρας και μετα κυμβαλων.
7 Le chœur des danseuses entonna ce chant: “Saül en a tué mille, mais David en a tué dix mille.”7 Και απεκρινοντο αι γυναικες αι παιζουσαι προς αλληλας, και ελεγον, Ο Σαουλ επαταξε τας χιλιαδας αυτου, και ο Δαβιδ τας μυριαδας αυτου.
8 Cela déplut beaucoup à Saül et il se mit en colère. Il se dit: “On en donne dix mille à David et seulement mille à moi, il ne lui manque plus que la royauté.”8 Παρωξυνθη δε σφοδρα ο Σαουλ, και εφανη δυσαρεστος εις τους οφθαλμους αυτου ο λογος ουτος, και ειπεν, Απεδωκαν εις τον Δαβιδ τας μυριαδας, εις εμε δε απεδωκαν τας χιλιαδας? και τι λειπεται πλεον εις αυτον παρα η βασιλεια;
9 À partir de ce jour, Saül regarda David d’un œil mauvais.9 Και υπεβλεπεν ο Σαουλ τον Δαβιδ απ' εκεινης της ημερας και εις το εξης.
10 Le lendemain, un mauvais esprit de Dieu fondit sur Saül, il était comme un fou dans sa maison. David jouait de la cithare comme chaque jour, mais Saül avait saisi sa lance.10 Και την επαυριον επηλθε πνευμα πονηρον παρα Θεου επι τον Σαουλ, και επροφητευεν εν μεσω του οικου? και ο Δαβιδ επαιζε δια της χειρος αυτου, ως καθ' εκαστην ημεραν? ητο δε το δορατιον εν τη χειρι του Σαουλ?
11 Il brandit sa lance en pensant: “Je vais clouer David au mur.” Mais par deux fois David évita le coup.11 και ερριψεν ο Σαουλ το δορατιον, λεγων, Θελω κτυπησει τον Δαβιδ εως και εις τον τοιχον. Αλλ' ο Δαβιδ εξεκλινεν απ' εμπροσθεν αυτου δις.
12 Saül redoutait David parce que Yahvé était avec lui, et qu’il s’était retiré de Saül.12 Εφοβηθη δε ο Σαουλ απο προσωπου Δαβιδ, επειδη ο Κυριος ητο μετ' αυτου, απο δε του Σαουλ ειχεν απομακρυνθη.
13 Saül éloigna donc David de chez lui et il en fit un chef de mille: il allait et venait à la tête du peuple.13 Οθεν απεμακρυνεν αυτον ο Σαουλ απο πλησιον εαυτου και κατεστησεν αυτον χιλιαρχον? και εξηρχετο και εισηρχετο εμπροσθεν του λαου.
14 David réussissait dans toutes ses expéditions, car Yahvé était avec lui.14 Και εφερετο ο Δαβιδ μετα συνεσεως εν πασαις ταις οδοις αυτου? και ο Κυριος ητο μετ' αυτου.
15 Saül vit les succès de David et il le redouta.15 Δια τουτο ο Σαουλ, βλεπων οτι εφερετο μετα μεγαλης συνεσεως, εφοβειτο απο προσωπου αυτου.
16 Tout Israël et Juda, en effet, aimaient David parce qu’il allait et venait à leur tête.16 Πας δε ο Ισραηλ και ο Ιουδας ηγαπα τον Δαβιδ, επειδη εξηρχετο και εισηρχετο εμπροσθεν αυτων.
17 Saül dit alors à David: “Tu connais ma fille aînée Mérob. Je te la donnerai pour femme si tu te montres courageux à mon service lorsque tu conduis les guerres de Yahvé.” Saül se disait en effet: “Qu’il ne meure pas de ma main, mais de la main des Philistins.”17 Και ειπεν ο Σαουλ προς τον Δαβιδ, Ιδου, η μεγαλητερα θυγατηρ μου Μεραβ? ταυτην θελω σοι δωσει εις γυναικα? μονον εσο ανδρειος εις εμε και μαχου τας μαχας του Κυριου. Διοτι ειπεν ο Σαουλ, Ας μη ηναι η χειρ μου επ' αυτον, αλλ' η χειρ των Φιλισταιων ας ηναι επ' αυτον.
18 David dit à Saül: “Qui suis-je? Quelle valeur a ma vie? Qu’est-ce que la famille de mon père en Israël, pour que je devienne le gendre du roi?”18 Και ειπεν ο Δαβιδ προς τον Σαουλ, Ποιος εγω; και ποια η ζωη μου και η οικογενεια του πατρος μου μεταξυ του Ισραηλ, ωστε να γεινω γαμβρος του βασιλεως;
19 Mais lorsque le jour arriva où l’on devait donner à David la fille de Saül, Mérob, on la donna pour femme à Adriel de Méhola.19 Αλλα καθ' ον καιρον η Μεραβ η θυγατηρ του Σαουλ επρεπε να δοθη εις τον Δαβιδ, αυτη εδοθη εις τον Αδριηλ τον Μεολαθιτην εις γυναικα.
20 Mikal, la seconde fille de Saül, aima David et on le dit à Saül; il en fut bien heureux.20 Ηγαπα δε τον Δαβιδ Μιχαλ η θυγατηρ του Σαουλ? και ανηγγειλαν τουτο προς τον Σαουλ? και το πραγμα ηρεσεν εις αυτον.
21 Il se dit en effet: “Je la lui donnerai, mais elle sera un piège pour lui. Je le ferai tomber sous la main des Philistins.” Saül appela David une seconde fois: “Cette fois-ci tu seras mon gendre.”21 Και ειπεν ο Σαουλ, Θελω δωσει αυτην εις αυτον, δια να γεινη παγις εις αυτον, και δια να ηναι επ' αυτον η χειρ των Φιλισταιων. Οθεν ειπεν ο Σαουλ προς τον Δαβιδ, Σημερον θελεις εισθαι γαμβρος μου με την δευτεραν.
22 Saül donna cet ordre à ses serviteurs: “Parlez discrètement à David et dites-lui: Le roi te veut du bien. Tu sais que tous ses serviteurs t’aiment, deviens donc maintenant le gendre du roi.”22 Και προσεταξεν ο Σαουλ τους δουλους αυτου, λεγων, Λαλησατε προς τον Δαβιδ κρυφιως και ειπατε, Ιδου, ο βασιλευς ευαρεστειται εις σε, και παντες οι δουλοι αυτου σε αγαπωσι? τωρα λοιπον γενου γαμβρος του βασιλεως.
23 Les serviteurs de Saül rapportèrent ces paroles à David, et David leur répondit: “Croyez-vous que ce soit peu de chose pour moi que de devenir le gendre du roi? Je suis un homme sans argent et de petite condition.”23 Και ελαλησαν οι δουλοι του Σαουλ τους λογους τουτους εις τα ωτα του Δαβιδ. Και ειπεν ο Δαβιδ, Σας φαινεται μικρον να γεινη τις γαμβρος βασιλεως; αλλ' εγω ειμαι ανθρωπος πτωχος και ποταπος.
24 Les serviteurs de Saül lui firent leur rapport: “Voici la réponse de David.”24 Και ανηγγειλαν οι δουλοι του Σαουλ προς αυτον, λεγοντες, Κατα τους λογους τουτους ελαλησεν ο Δαβιδ.
25 Saül leur dit: “Vous parlerez ainsi à David: Le roi pour ce mariage ne désire aucune somme d’argent, mais seulement 100 prépuces de Philistins pour se venger de ses ennemis.” Ainsi Saül pensait faire tomber David dans les mains des Philistins.25 Και ειπεν ο Σαουλ, Ουτω θελετε ειπει προς τον Δαβιδ, Ο βασιλευς δεν θελει δωρα νυμφικα, αλλ' εκατον ακροβυστιας Φιλισταιων, δια να εκδικηθη ο βασιλευς εναντιον των εχθρων αυτου. Ο Σαουλ ομως εστοχαζετο να καμη τον Δαβιδ να πεση δια χειρος των Φιλισταιων.
26 Les serviteurs rapportèrent ces paroles à David et il lui parut que ce serait une bonne chose de devenir le gendre du roi. Le délai n’était pas encore écoulé,26 Και οτε ανηγγειλαν οι δουλοι αυτου προς τον Δαβιδ τους λογους τουτους, ηρεσεν εις τον Δαβιδ να γεινη γαμβρος του βασιλεως? οθεν και πριν αι ημεραι πληρωθωσιν,
27 que David partit en campagne avec ses hommes. Il tua 200 Philistins et rapporta leurs prépuces qu’il remit au roi, pour devenir son gendre. Alors Saül lui donna sa fille Mikal comme épouse.27 εσηκωθη ο Δαβιδ και υπηγεν, αυτος και οι ανδρες αυτου, και εθανατωσεν εκ των Φιλισταιων διακοσιους ανδρας? και εφερεν ο Δαβιδ τας ακροβυστιας αυτων, και απεδωκαν αυτας πληρεις εις τον βασιλεα, δια να γεινη γαμβρος του βασιλεως. Και εδωκεν εις αυτον ο Σαουλ Μιχαλ την θυγατερα αυτου εις γυναικα.
28 À cette occasion Saül se rendit compte que Yahvé était avec David; quant à Mikal, la fille de Saül, elle aimait David.28 Και ειδεν ο Σαουλ και εγνωρισεν οτι ο Κυριος ητο μετα του Δαβιδ? και Μιχαλ η θυγατηρ του Σαουλ ηγαπα αυτον.
29 Saül redoutait David de plus en plus, sa haine pour David était devenue habituelle.29 Και ετι μαλλον εφοβειτο ο Σαουλ απο προσωπου του Δαβιδ? και εγεινεν ο Σαουλ παντοτεινος εχθρος του Δαβιδ.
30 Chaque fois que les chefs des Philistins partaient en campagne, David remportait plus de succès que les autres serviteurs de Saül. Il devint très célèbre.30 Εξηλθον δε οι αρχοντες των Φιλισταιων εις πολεμον? και αφ' ης ημερας εξηλθον, ο Δαβιδ εφερετο μετα συνεσεως μεγαλητερας παρα παντας τους δουλους του Σαουλ? οθεν το ονομα αυτου ετιμηθη σφοδρα.