Scrutatio

Sabato, 11 maggio 2024 - San Fabio e compagni ( Letture di oggi)

Livre de Ruth 3


font
BIBLES DES PEUPLESGREEK BIBLE
1 Noémi, sa belle-mère, lui dit: “Ma fille, je dois chercher à t’établir pour que tu sois heureuse.1 Και ειπε προς αυτην η Ναομι η πενθερα αυτης, Θυγατηρ μου, να μη ζητησω αναπαυσιν εις σε δια να ευημερησης;
2 Or, Booz, dont tu as suivi les servantes, est notre parent. Cette nuit il doit vanner l’orge sur son aire.2 και τωρα, μηπως δεν ειναι Βοοζ εκ της συγγενειας ημων, μετα των κορασιων του οποιου ησο; ιδου, αυτος λικμιζει ταυτην την νυκτα το αλωνιον των κριθων?
3 Lave-toi donc, parfume-toi, mets ton manteau et descends vers l’aire à battre. Ne te fais pas reconnaître par lui avant qu’il ait fini de manger et de boire.3 λουσθητι λοιπον και αλειφθητι και ενδυθητι την στολην σου και καταβα εις το αλωνιον? μη γνωρισθης εις τον ανθρωπον, εωσου τελειωση απο του να φαγη και να πιη?
4 Lorsqu’il sera couché, regarde bien l’endroit où il dort. Alors tu iras, tu te feras une place à ses pieds et tu te coucheras. Lui-même te fera savoir ce que tu dois faire.”4 και ενω πλαγιαζει, παρατηρησον τον τοπον οπου πλαγιαζει, και ελθουσα σηκωσον το σκεπασμα απο των ποδων αυτου, και πλαγιασον? και εκεινος θελει σοι ειπει τι να καμης.
5 Ruth lui répondit: “Je ferai tout ce que tu m’as dit.”5 Η δε ειπε προς αυτην, Παντα οσα λεγεις εις εμε, θελω καμει.
6 Elle descendit donc vers l’aire à battre et fit tout ce que sa belle-mère lui avait ordonné.6 Και κατεβη εις το αλωνιον και εκαμε παντα οσα προσεταξεν εις αυτην η πενθερα αυτης.
7 Booz mangea et but, il était de très bonne humeur; puis il s’en alla dormir auprès du tas d’orge. Discrètement Ruth s’y rendit, elle se fit une place à ses pieds et se coucha.7 Και αφου ο Βοοζ εφαγε και επιε, και ευφρανη η καρδια αυτου, υπηγε να πλαγιαση εις την ακραν του σωρου του σιτου? εκεινη δε ηλθε κρυφιως και εσηκωσε ο σκεπασμα απο των ποδων αυτου και επλαγιασε.
8 Au milieu de la nuit l’homme eut un frisson, il se tourna et aperçut une femme couchée à ses pieds.8 Και προς το μεσονυκτιον εξεστη ο ανθρωπος και συνεταραχθη? και ιδου, γυνη εκοιματο παρα τους ποδας αυτου.
9 “Qui es-tu?” dit-il. Elle répondit: “Je suis Ruth, ta servante. Étends sur ta servante le pan de ton manteau, car tu as sur moi un droit de rachat.”9 Και ειπε, Ποια εισαι συ; Εκεινη δε απεκριθη, Εγω η Ρουθ η δουλη σου? απλωσον λοιπον την πτερυγα σου επι την δουλην σου? διοτι εισαι ο πλησιεστερος συγγενης μου.
10 “Que Yahvé te bénisse, ma fille, lui dit-il; cet acte de fidélité est encore plus beau que le premier, car tu n’as pas recherché des jeunes gens pauvres ou riches.10 Ο δε ειπεν, Ευλογημενη να ησαι παρα Κυριου, θυγατερ? διοτι εδειξας περισσοτεραν αγαθωσυνην εσχατως παρα προτερον, μη υπαγουσα κατοπιν νεων, ειτε πτωχων ειτε πλουσιων?
11 Maintenant, ma fille, sois sans crainte. Je ferai pour toi tout ce que tu me diras, car tout le monde sait bien dans ma ville que tu es une femme vertueuse.11 και τωρα, θυγατερ, μη φοβου? θελω καμει εις σε παν ο, τι ειπης? διοτι πασα η πολις του λαου μου εξευρει οτι εισαι γυνη εναρετος?
12 Cependant, s’il est vrai que j’ai le droit de rachat, il y a ici un parent plus proche que moi.12 και τωρα ειναι αληθες οτι εγω ειμαι στενος συγγενης? ειναι ομως αλλος συγγενης πλησιεστερος εμου?
13 Passe la nuit ici et, au matin, s’il veut exercer son droit à ton égard, c’est bien, qu’il te rachète. Mais s’il ne veut pas te racheter, aussi vrai que Dieu est vivant, c’est moi qui te rachèterai. Reste donc couchée jusqu’au matin.”13 μεινον ταυτην την νυκτα? και το πρωι εαν αυτος θελη να εκπληρωση προς σε το χρεος το συγγενικον, καλον? ας το εκπληρωση? αλλ' εαν δεν θελη να εκπληρωση προς σε το χρεος το συγγενικον, τοτε εγω θελω εκπληρωσει τουτο προς σε, ζη Κυριος? κοιμηθητι εως πρωι.
14 Elle resta donc couchée à ses pieds jusqu’au matin. Puis, avant l’heure où un homme peut en reconnaître un autre, elle se leva. Car Booz se disait: “Il ne faut pas qu’on sache que cette femme est venue sur l’aire à battre.”14 Και εκοιμηθη παρα τους ποδας αυτου εως πρωι? και εσηκωθη πριν διακρινη ανθρωπος ανθρωπον. Και εκεινος ειπεν, Ας μη γνωρισθη οτι ηλθεν η γυνη εις το αλωνιον.
15 Il ajouta: “Présente le manteau que tu as sur toi et tiens-le bien.” Elle l’étendit et il versa 6 mesures d’orge qu’il chargea sur elle au moment où elle retournait à la ville.15 Ειπε προσετι, Φερε το περικαλυμμα το επανω σου και κρατει αυτο. Και εκεινη εκρατει αυτο, και αυτος εμετρησεν εξ μετρα κριθης και εβαλεν επ' αυτην? και υπηγεν εις την πολιν.
16 Lorsque Ruth entra chez sa belle-mère, celle-ci lui dit: “Comment tout cela s’est-il passé, ma fille?” Ruth lui raconta tout ce que cet homme avait fait pour elle.16 Και οτε ηλθε προς την πενθεραν αυτης, εκεινη ειπε, Τι εγεινεν εις σε, θυγατηρ μου; Και αυτη ανηγγειλε προς αυτην παντα οσα εκαμεν εις αυτην ο ανθρωπος?
17 Elle lui dit: “Il m’a donné ces 6 mesures d’orge et il m’a dit: Tu ne reviendras pas les mains vides chez ta belle-mère.”17 και ειπεν, Εδωκεν εις εμε ταυτα τα εξ μετρα της κριθης? διοτι, Δεν θελεις υπαγει, μοι ειπε, κενη προς την πενθεραν σου.
18 Noémi répondit: “Ma fille, tu n’as plus à t’inquiéter pour savoir comment cela finira, car cet homme voudra sûrement que tout soit réglé aujourd’hui même.”18 Η δε ειπε, Καθου, θυγατηρ μου, εωσου ιδης πως θελει τελειωσει το πραγμα? διοτι ο ανθρωπος δεν θελει ησυχασει, εωσου τελειωση το πραγμα σημερον.