Scrutatio

Lunedi, 13 maggio 2024 - Beata Vergine Maria di Fatima ( Letture di oggi)

Apocalypse 18


font
BIBLES DES PEUPLESGREEK BIBLE
1 Après cela je vis un autre ange qui descendait du ciel et rayonnait une telle puissance que la terre était illuminée par sa gloire.1 Και μετα ταυτα ειδον αγγελον καταβαινοντα εκ του ουρανου, οστις ειχεν εξουσιαν μεγαλην, και η γη εφωτισθη εκ της δοξης αυτου,
2 Il cria d’une voix puissante: Elle est tombée! Elle est tombée, Babylone la Grande! Elle est devenue une demeure de démons, un abri pour tout esprit impur, un repaire d’oiseaux impurs et indésirables.2 και εκραξε δυνατα μετα φωνης μεγαλης, λεγων? Επεσεν, επεσε Βαβυλων η μεγαλη, και εγεινε κατοικητηριον δαιμονων και φυλακη παντος πνευματος ακαθαρτου και φυλακη παντος ορνεου ακαθαρτου και μισητου?
3 Toutes les nations s’enivraient de sa luxure effrénée les rois de la terre couchaient avec elle les marchands de la terre se sont enrichis avec elle, tant elle savait dépenser.”3 διοτι εκ του οινου του θυμου της πορνειας αυτης επιον παντα τα εθνη, και οι βασιλεις της γης επορνευσαν μετ' αυτης και οι εμποροι της γης επλουτησαν εκ της υπερβολης της εντρυφησεως αυτης.
4 Alors j’ai entendu une autre voix venant du ciel qui disait: “Sortez de chez elle, ô mon peuple. Ne vous laissez pas contaminer par ses péchés, car vous auriez part à ses châtiments.4 Και ηκουσα αλλην φωνην εκ του ουρανου, λεγουσαν? Εξελθετε εξ αυτης ο λαος μου, δια να μη συγκοινωνησητε εις τας αμαρτιας αυτης, και να μη λαβητε εκ των πληγων αυτης?
5 Ses péchés se sont accumulés jusqu’à toucher le ciel, et Dieu s’est souvenu de ses méfaits.5 διοτι αι αμαρτιαι αυτης εφθασαν εως του ουρανου, και ενεθυμηθη ο Θεος τα αδικηματα αυτης.
6 Payez-la de sa propre monnaie, rendez-lui au double ce qu’elle a fait, préparez-lui double mesure de ce qu’elle faisait boire!6 Αποδοτε εις αυτην ως και αυτη απεδωκεν εις εσας, και διπλασιασατε εις αυτην διπλασια κατα τα εργα αυτης? με το ποτηριον, με το οποιον εκερασε, διπλασιον κερασατε εις αυτην?
7 Donnez-lui tourments et peines à la mesure de son orgueil et de son luxe. Elle se dit: Je suis là et je suis reine, je ne suis pas veuve et ne connaîtrai pas le deuil.7 οσον εδοξασεν εαυτην και κατετρυφησε, τοσον βασανισμον και πενθος δοτε εις αυτην. Διοτι λεγει εν τη καρδια αυτης, Καθημαι βασιλισσα και χηρα δεν ειμαι και πενθος δεν θελω ιδει,
8 Pour cela en un jour ses fléaux tomberont sur elle: la mort, le deuil et la famine, après quoi le feu la réduira en cendres. Car Dieu qui l’a condamnée est un puissant Seigneur.8 δια τουτο εν μια ημερα θελουσιν ελθει αι πληγαι αυτης, θανατος και πενθος και πεινα, και θελει κατακαυθη εν πυρι? διοτι ισχυρος ειναι Κυριος ο Θεος ο κρινων αυτην.
9 Les rois de la terre qui couchaient avec elle, pleureront et se frapperont la poitrine quand ils verront les fumées de son incendie.9 Και θελουσι κλαυσει αυτην και πενθησει δι' αυτην οι βασιλεις της γης, οι πορνευσαντες και κατατρυφησαντες μετ' αυτης, οταν βλεπωσι τον καπνον της πυρπολησεως αυτης,
10 Ils se tiendront à distance effrayés du tourment qui la frappe et diront: “Hélas, hélas pour toi, Grande Ville! Hélas pour toi, Babylone, ville puissante! En l’espace d’une heure ta sentence est venue.”10 απο μακροθεν ισταμενοι δια τον φοβον του βασανισμου αυτης, λεγοντες? Ουαι, ουαι, η πολις η μεγαλη, Βαβυλων, η πολις η ισχυρα, διοτι εν μια ωρα ηλθεν η κρισις σου.
11 Les marchands de la terre pleurent et se lamentent sur elle, car plus personne ne leur achète leur marchandise,11 Και οι εμποροι της γης κλαιουσι και πενθουσι δι' αυτην, διοτι ουδεις αγοραζει πλεον τας πραγματειας αυτων,
12 leur cargaison d’or et d’argent, de pierres précieuses et de perles, de lin fin, de soie, et d’étoffes de couleur; leurs bois odorants, leurs objets d’ivoire et de bois précieux; le bronze, le fer et le marbre;12 πραγματειας χρυσου και αργυρου και λιθων τιμιων και μαργαριτων και βυσσου και πορφυρας και μεταξης και κοκκινου και παν ξυλον αρωματικον και παν σκευος ελεφαντινον και παν σκευος εκ ξυλου πολυτιμου και χαλκου και σιδηρου και μαρμαρου,
13 le cinnamome, l’amome, les parfums, la myrrhe et l’encens; le vin, l’huile, la semoule et les blés; les bestiaux, les moutons, les chevaux, les mulets, les humains - les personnes humaines!13 και κιναμωμον και θυμιαματα και μυρον και λιβανον και οινον και ελαιον και σεμιδαλιν και σιτον και κτηνη και προβατα και ιππους και αμαξας και ανδραποδα και ψυχας ανθρωπων.
14 Tout ce qui rassasiait ton désir est maintenant loin de toi; tout ce qui est chic et tout ce qui brille est perdu pour toi et ne reviendra pas.14 Και τα οπωρικα της επιθυμιας της ψυχης σου εφυγον απο σου, και παντα τα παχεα και τα λαμπρα εφυγον απο σου, και πλεον δεν θελεις ευρει αυτα.
15 Ceux qui vendaient toutes ces choses et se faisaient riches chez elle, vont se tenir à distance par peur du tourment qui la frappe. Ils vont pleurer et se lamenter:15 Οι εμποροι τουτων, οι πλουτησαντες απ' αυτης, θελουσι σταθη απο μακροθεν δια τον φοβον του βασανισμου αυτης, κλαιοντες και πενθουντες,
16 “Hélas, hélas pour toi, Grande Ville! Tu t’habillais de lin fin, d’étoffes de couleur, tu te parais de bijoux d’or et d’argent, de pierres précieuses et de perles:16 και λεγοντες? Ουαι, ουαι, η πολις η μεγαλη? η ενδεδυμενη βυσσινον και πορφυρουν και κοκκινον και κεχρυσωμενη με χρυσον και λιθους τιμιους και μαργαριτας,
17 et l’espace d’une heure, tant de richesse s’est perdue!” Le navigateur, le pilote et le matelot, avec tous ceux qui vivent de la mer sont restés à distance.17 διοτι εν μια ωρα ηρημωθη ο τοσουτος πλουτος. Και πας πλοιαρχος και παν το πληθος το επι των πλοιων και ναυται και οσοι εμπορευονται δια της θαλασσης, εσταθησαν απο μακροθεν,
18 Voyant les fumées de son incendie, ils ont crié: "Y a-t-il eu jamais comme la Grande Ville?”18 και εκραζον βλεποντες τον καπνον της πυρπολησεως αυτης, λεγοντες? Ποια πολις εσταθη ομοια με την πολιν την μεγαλην;
19 Ils se sont jeté de la poussière sur la tête, ils ont pleuré et se sont lamentés: “Hélas! Hélas pour toi, Grande Ville! Tous ceux qui ont des bateaux à la mer se sont faits riches grâce à ton luxe, et l’espace d’une heure, tout est ruiné!”19 Και εβαλον χωμα επι τας κεφαλας αυτων και εκραζον κλαιοντες και πενθουντες, λεγοντες? Ουαι, ουαι, η πολις η μεγαλη, εν η επλουτησαν εκ της αφθονιας αυτης παντες οι εχοντες πλοια εν τη θαλασση? διοτι εν μια ωρα ηρημωθη.
20 Que le ciel soit en fête! Réjouissez-vous, saints, apôtres et prophètes, car Dieu a défendu votre cause et elle a payé.20 Ευφραινου επ' αυτην, ουρανε, και οι αγιοι αποστολοι και οι προφηται, διοτι εκρινεν ο Θεος την κρισιν σας εναντιον αυτης.
21 À ce moment un ange formidable a pris une pierre, une meule énorme, et l’a jetée dans la mer. Il a dit: "Babylone, la Grande Ville, sera précipitée avec la même violence. On ne la reverra pas.21 Και εσηκωσεν εις αγγελος ισχυρος λιθον, ως μυλοπετραν μεγαλην, και ερριψεν εις την θαλασσαν, λεγων? Ουτω με ορμην θελει ριφθη η Βαβυλων η μεγαλη πολις, και δεν θελει ευρεθη πλεον.
22 On n’entendra plus chez toi le chanteur avec sa guitare, le musicien, l’homme de la flûte ou de la harpe. On ne verra plus chez toi les artisans de tout métier; on n’entendra plus chez toi le bruit de la meule.22 Και φωνη κιθαρωδων και μουσικων και αυλητων και σαλπιστων δεν θελει ακουσθη πλεον εν σοι, και πας τεχνιτης πασης τεχνης δεν θελει ευρεθη πλεον εν σοι, και φωνη μυλου δεν θελει ακουσθη πλεον εν σοι,
23 On ne verra plus de lumières, ni de feu ni de lampe; chez toi ne s’entendra plus le chant du marié et celui de l’épouse. C’est que tes marchands étaient les grands de ce monde et tu égarais tous les peuples avec tes drogues:23 και φως λυχνου δεν θελει φεγγει πλεον εν σοι, και φωνη νυμφιου και νυμφης δεν θελει ακουσθη πλεον εν σοι? διοτι οι εμποροι σου ησαν οι μεγιστανες της γης, διοτι με την γοητειαν σου επλανηθησαν παντα τα εθνη,
24 chez elle on a trouvé le sang des prophètes, des saints, de tous ceux qui furent massacrés sur cette terre.”24 και εν αυτη ευρεθη αιμα προφητων και αγιων και παντων των εσφαγμενων επι της γης.