Scrutatio

Venerdi, 10 maggio 2024 - San Giobbe ( Letture di oggi)

Évangile selon Marc 6


font
BIBLES DES PEUPLESGREEK BIBLE
1 Étant sorti de là, Jésus se dirigea vers son village natal et ses disciples le suivaient.1 Και εξηλθεν εκειθεν και ηλθεν εις την πατριδα αυτου? και ακολουθουσιν αυτον οι μαθηται αυτου.
2 Arrivé le jour du sabbat, Jésus se mit à enseigner dans la synagogue et de nombreux auditeurs en étaient stupéfaits: "D’où lui vient tout cela?” disaient-ils. “Il a reçu là une étrange sagesse, et ce sont des miracles peu ordinaires qui tombent de ses mains!2 Και οτε ηλθε το σαββατον, ηρχισε να διδασκη εν τη συναγωγη? και πολλοι ακουοντες εξεπληττοντο και ελεγον? Ποθεν εις τουτον ταυτα; και τις η σοφια η δοθεισα εις αυτον, ωστε και θαυματα τοιαυτα γινονται δια των χειρων αυτου;
3 Ce n’est pourtant que le charpentier, le fils de Marie; c’est un frère de Jacques, de Joset, de Judas et de Simon. Et ses sœurs, ne sont-elles pas ici chez nous?” Ils butaient donc et ne croyaient pas en lui.3 δεν ειναι ουτος ο τεκτων, ο υιος της Μαριας, αδελφος δε του Ιακωβου και Ιωση και Ιουδα και Σιμωνος; και δεν ειναι αι αδελφαι αυτου ενταυθα παρ' ημιν; Και εσκανδαλιζοντο εν αυτω.
4 Jésus leur dit: "Le seul endroit où l’on ne reconnaît pas un prophète, c’est dans sa patrie, entre ses parents et dans sa famille!”4 Ελεγε δε προς αυτους ο Ιησους οτι δεν ειναι προφητης ανευ τιμης ειμη εν τη πατριδι αυτου και μεταξυ των συγγενων και εν τη οικια αυτου.
5 Il ne put faire là aucun miracle, si l’on néglige quelques malades qu’il guérit par une imposition de mains.5 Και δεν ηδυνατο εκει ουδεν θαυμα να καμη, ειμη οτι επι ολιγους αρρωστους επιθεσας τας χειρας εθεραπευσεν αυτους?
6 Il s’étonnait de leur manque de foi. Jésus parcourait donc les villages à la ronde et il enseignait.6 και εθαυμαζε δια την απιστιαν αυτων. Και περιηρχετο τας κωμας κυκλω διδασκων.
7 Il appela à lui les Douze et commença à les envoyer deux par deux; il leur donna autorité sur les esprits impurs.7 Και προσκαλεσας τους δωδεκα, ηρχισε να αποστελλη αυτους δυο δυο? και εδιδεν εις αυτους εξουσιαν κατα των πνευματων των ακαθαρτων,
8 Il leur recommanda de ne rien prendre d’autre qu’un bâton pour la route; ni pain, ni sac, ni monnaie dans la ceinture.8 και παρηγγειλεν εις αυτους να μη βασταζωσι μηδεν εις την οδον ειμη ραβδον μονον, μη σακκιον, μη αρτον, μη χαλκον εις την ζωνην,
9 “Seulement des sandales aux pieds, leur dit-il, et n’emportez pas deux tuniques.”9 αλλα να ηναι υποδεδεμενοι σανδαλια και να μη ενδυωνται δυο χιτωνας.
10 Il leur dit encore: "Quand une maison vous sera ouverte, restez-y jusqu’au moment de votre départ.10 Και ελεγε προς αυτους? Οπου εαν εισελθητε εις οικιαν, εκει μενετε εωσου εξελθητε εκειθεν.
11 Si l’on ne vous reçoit pas, si l’on ne vous écoute pas, vous secouerez la poussière qui est sous vos pieds avant de partir, ce sera un avertissement.”11 Και οσοι δεν σας δεχθωσι μηδε σας ακουσωσιν, εξερχομενοι εκειθεν εκτιναξατε τον κονιορτον τον υποκατω των ποδων σας δια μαρτυριαν εις αυτους. Αληθως σας λεγω, ελαφροτερα θελει εισθαι η τιμωρια εις τα Σοδομα η Γομορρα εν ημερα κρισεως, παρα εις την πολιν εκεινην.
12 C’est ainsi qu’ils partirent pour appeler à la conversion.12 Και εξελθοντες εκηρυττον να μετανοησωσι,
13 Ils chassaient bien des démons et guérissaient de nombreux malades avec une onction d’huile.13 και εξεβαλλον πολλα δαιμονια και ηλειφον πολλους αρρωστους με ελαιον και εθεραπευον.
14 Le roi Hérode entendit parler de Jésus car son nom était maintenant connu. Certains disaient: "Jean-Baptiste est ressuscité d’entre les morts, aussi les forces surnaturelles agissent-elles en lui.”14 Και ηκουσεν ο βασιλευς Ηρωδης? διοτι φανερον εγεινε το ονομα αυτου? και ελεγεν οτι Ιωαννης ο Βαπτιστης ανεστη εκ νεκρων, και δια τουτο ενεργουσιν αι δυναμεις εν αυτω.
15 D’autres disaient: "C’est Élie!” Et d’autres encore: "C’est un prophète, comme étaient les prophètes.”15 Αλλοι ελεγον οτι ο Ηλιας ειναι? αλλοι δε ελεγον οτι προφητης ειναι η ως εις των προφητων.
16 Mis au courant des faits, Hérode disait: "J’ai fait décapiter Jean, mais le voilà ressuscité.”16 Ακουσας δε ο Ηρωδης ειπεν οτι ουτος ειναι ο Ιωαννης, τον οποιον εγω απεκεφαλισα? αυτος ανεστη εκ νεκρων.
17 Il faut savoir qu’Hérode avait fait arrêter Jean-Baptiste et le gardait en prison enchaîné, pour l’affaire d’Hérodiade, la femme de son frère Philippe qu’il avait épousée.17 Διοτι αυτος ο Ηρωδης απεστειλε και επιασε τον Ιωαννην και εδεσεν αυτον εν τη φυλακη δια την Ηρωδιαδα την γυναικα Φιλιππου του αδελφου αυτου, επειδη ειχε λαβει αυτην εις γυναικα.
18 Car Jean disait à Hérode: "Tu n’as pas le droit d’avoir la femme de ton frère.”18 Διοτι ο Ιωαννης ελεγε προς τον Ηρωδην οτι δεν σοι ειναι συγκεχωρημενον να εχης την γυναικα του αδελφου σου.
19 Hérodiade lui en voulait terriblement; elle voulait le tuer, mais elle ne le pouvait pas,19 Η δε Ηρωδιας εμισει αυτον και ηθελε να θανατωση αυτον, και δεν ηδυνατο.
20 car Hérode respectait Jean: il savait que c’était un homme juste et droit et il le protégeait. Quand il l’écoutait il ne savait plus que faire, cependant il l’entendait volontiers.20 Διοτι ο Ηρωδης εφοβειτο τον Ιωαννην, γνωριζων αυτον ανδρα δικαιον και αγιον, και διεφυλαττεν αυτον και εκαμνε πολλα ακουων αυτου και ευχαριστως ηκουεν αυτου.
21 Un jour pourtant se présenta une occasion favorable. Hérode avait offert un festin à ses ministres, à ses officiers et aux notables de Galilée à l’occasion de son anniversaire.21 Και οτε ηλθεν αρμοδιος ημερα, καθ' ην ο Ηρωδης εκαμνεν εν τοις γενεθλιοις αυτου δειπνος εις τους μεγιστανας αυτου και εις τους χιλιαρχους και τους πρωτους της Γαλιλαιας,
22 La fille de cette Hérodiade entra pour danser et elle captiva Hérode comme ses invités. Le roi dit alors à la jeune fille: "Demande-moi ce que tu veux et je te le donnerai.”22 και εισηλθεν η θυγατηρ αυτης της Ηρωδιαδος και εχορευσε και ηρεσεν εις τον Ηρωδην και τους συγκαθημενους, ειπεν ο βασιλευς προς το κορασιον? Ζητησον με ο, τι αν θελης, και θελω σοι δωσει.
23 Et il lui fait ce serment: "Demande-moi si tu veux la moitié de mon royaume, je te la donnerai.”23 Και ωμοσε προς αυτην οτι θελω σοι δωσει ο, τι με ζητησης, εως του ημισεος της βασιλειας μου.
24 Aussitôt la fille sort et dit à sa mère: "Qu’est-ce que je demande?” La mère répond: "La tête de Jean-Baptiste.”24 Η δε εξελθουσα ειπε προς την μητερα αυτης? Τι να ζητησω; Η δε ειπε? Την κεφαλην Ιωαννου του Βαπτιστου.
25 Vite elle revient auprès du roi et présente sa demande: "Je veux que tu me donnes tout de suite sur un plat la tête de Jean-Baptiste.”25 Και ευθυς εισελθουσα μετα σπουδης εις τον βασιλεα, εζητησε λεγουσα? Θελω να μοι δωσης παραυτα επι πινακι την κεφαλην Ιωαννου του Βαπτιστου.
26 Le roi en est très contrarié, mais il a fait un serment et les invités du banquet en sont témoins, aussi ne veut-il pas lui refuser.26 Και ο βασιλευς, αν και ελυπηθη πολυ, δια τους ορκους ομως και τους συγκαθημενους δεν ηθελησε να απορριψη την αιτησιν αυτης.
27 Sur-le-champ il envoie un garde avec l’ordre d’apporter la tête de Jean, et le garde va le décapiter dans la prison.27 Και ευθυς αποστειλας ο βασιλευς δημιον, προσεταξε να φερθη η κεφαλη αυτου. Ο δε απελθων απεκεφαλισεν αυτον εν τη φυλακη
28 Il rapporte sa tête sur un plat et la donne à la jeune fille, et la jeune fille la donne à sa mère.28 και εφερε την κεφαλην αυτου επι πινακι και εδωκεν αυτην εις το κορασιον, και το κορασιον εδωκεν αυτην εις την μητερα αυτης.
29 Lorsque les disciples de Jean apprirent la chose, ils vinrent recueillir ses restes et les déposèrent dans une tombe.29 Και ακουσαντες οι μαθηται αυτου, ηλθον και εσηκωσαν το πτωμα αυτου και εθεσαν αυτο εν μνημειω.
30 Les apôtres se retrouvèrent autour de Jésus et lui rapportèrent tout ce qu’ils avaient fait et enseigné.30 Και συναγονται οι αποστολοι προς τον Ιησουν και απηγγειλαν προς αυτον παντα, και οσα επραξαν και οσα εδιδαξαν.
31 Il leur dit: "Venez donc à l’écart dans un lieu désert, vous vous reposerez un peu.” Car les gens allaient et venaient en si grand nombre qu’on n’avait même pas un instant pour manger.31 Και ειπε προς αυτους? Ελθετε σεις αυτοι κατ' ιδιαν εις τοπον ερημον και αναπαυεσθε ολιγον? διοτι ησαν πολλοι οι ερχομενοι και οι υπαγοντες, και ουδε να φαγωσιν ηυκαιρουν?
32 Ils partent donc en barque pour s’isoler dans un lieu désert,32 και υπηγον εις ερημον τοπον με το πλοιον κατ' ιδιαν.
33 mais on les voit partir et beaucoup comprennent; de toutes les villes des gens accourent à pied et arrivent avant eux.33 Και ειδον αυτους υπαγοντας οι οχλοι, και πολλοι εγνωρισαν αυτον και συνεδραμον εκει πεζοι απο πασων των πολεων και φθασαντες προ αυτων συνηχθησαν πλησιον αυτου.
34 Lorsque Jésus débarque, il voit beaucoup de monde et il se sent plein de compassion pour ces gens, car ils font penser à des brebis sans berger. Et il se met à les instruire longuement.34 Εξελθων δε ο Ιησους, ειδε πολυν οχλον και εσπλαγχνισθη δι' αυτους, επειδη ησαν ως προβατα μη εχοντα ποιμενα, και ηρχισε να διδασκη αυτους πολλα.
35 Comme il se fait déjà tard, ses disciples s’approchent de lui et lui disent: "L’endroit est désert et l’heure est déjà passée.35 Και επειδη ειχεν ηδη παρελθει ωρα πολλη, προσελθοντες προς αυτον οι μαθηται αυτου, λεγουσιν οτι ερημος ειναι ο τοπος και παρηλθεν ηδη πολλη ωρα?
36 Renvoie-les pour qu’ils aillent s’acheter de quoi manger dans les campagnes et les villages voisins.”36 απολυσον αυτους, δια να υπαγωσιν εις τους περιξ αγρους και κωμας και αγορασωσιν εις εαυτους αρτους? διοτι δεν εχουσι τι να φαγωσιν.
37 Jésus leur répond: "Donnez-leur vous-mêmes à manger.” Ils lui disent: "Nous voilà partis pour acheter 200 deniers de pain, et alors ils pourront manger!”37 Ο δε αποκριθεις ειπε προς αυτους? Δοτε σεις εις αυτους να φαγωσι. Και λεγουσι προς αυτον? να υπαγωμεν να αγορασωμεν διακοσιων δηναριων αρτους και να δωσωμεν εις αυτους να φαγωσιν;
38 Il leur dit: "Combien de pains avez-vous? Allez voir.” Ils vérifient et lui disent: "Cinq, avec deux poissons.”38 Ο δε λεγει προς αυτους? Ποσους αρτους εχετε; υπαγετε και ιδετε. Και αφου ειδον, λεγουσι? Πεντε, και δυο οψαρια.
39 Alors Jésus commande à tout ce monde de s’étendre par groupes sur l’herbe verte,39 Και προσεταξεν αυτους να καθισωσι παντας επι του χλωρου χορτου συμποσια συμποσια.
40 et ils s’étendent par carrés de cent et de cinquante.40 Και εκαθησαν πρασιαι ανα εκατον και ανα πεντηκοντα.
41 Jésus a pris les cinq pains et les deux poissons; il lève les yeux vers le ciel et prononce la bénédiction, il rompt le pain et commence à en donner aux disciples pour qu’ils le servent. Il partage également les deux poissons pour tout ce monde.41 Και λαβων τους πεντε αρτους και τα δυο οψαρια, αναβλεψας εις τον ουρανον ηυλογησε και κατεκοψε τους αρτους και εδιδεν εις τους μαθητας αυτου δια να βαλωσιν εμπροσθεν αυτων, και τα δυο οψαρια εμοιρασεν εις παντας.
42 Tous mangèrent et furent rassasiés.42 Και εφαγον παντες και εχορτασθησαν.
43 On ramassa même douze pleins paniers de morceaux de pain et de poissons.43 Και εσηκωσαν απο των κλασματων δωδεκα κοφινους πληρεις και απο των οψαριων.
44 Il y avait pourtant là 5 000 hommes qui avaient mangé les pains.44 Ησαν δε οι φαγοντες τους αρτους εως πεντακισχιλιοι ανδρες.
45 Aussitôt Jésus obligea les disciples à monter dans la barque et à le précéder de l’autre côté, vers Bethsaïde, pendant qu’il renvoyait la foule.45 Και ευθυς ηναγκασε τους μαθητας αυτου να εμβωσιν εις το πλοιον και να προυπαγωσιν εις το περαν προς Βηθσαιδαν, εωσου αυτος απολυση τον οχλον?
46 Après les avoir congédiés, il s’en alla dans la montagne pour prier.46 και απολυσας αυτους, υπηγεν εις το ορος να προσευχηθη.
47 La nuit était tombée, la barque était au milieu de la mer, et lui seul à terre.47 Και οτε εγεινεν εσπερα, το πλοιον ητο εν τω μεσω της θαλασσης και αυτος μονος επι της γης.
48 Il put voir qu’ils se fatiguaient à ramer, car le vent leur était contraire, et peu avant le lever du jour il vint vers eux: il marchait sur les eaux et semblait vouloir les dépasser.48 Και ειδεν αυτους βασανιζομενους εις το να κωπηλατωσι? διοτι ητο ο ανεμος εναντιος εις αυτους? και περι την τεταρτην φυλακην της νυκτος ερχεται προς αυτους περιπατων επι της θαλασσης, και ηθελε να περαση αυτους.
49 Le voyant marcher sur la mer, ils crurent que c’était un fantôme et ils se mirent à crier,49 Οι δε ιδοντες αυτον περιπατουντα επι της θαλασσης ενομισαν οτι ειναι φαντασμα και ανεκραξαν?
50 car tous étaient effrayés en le voyant ainsi. Lui leur parla aussitôt et leur dit: "Remettez-vous, c’est moi, ne craignez pas!”50 διοτι παντες ειδον αυτον και εταραχθησαν. Και ευθυς ελαλησε μετ' αυτων και λεγει προς αυτους? Θαρσειτε, εγω ειμαι, μη φοβεισθε.
51 Il monta auprès d’eux dans la barque et le vent tomba. Ils en étaient totalement hors d’eux-mêmes,51 Και ανεβη προς αυτους εις το πλοιον, και επαυσεν ο ανεμος? και εξεπληττοντο καθ' εαυτους λιαν καθ' υπερβολην και εθαυμαζον.
52 car ils n’avaient pas encore réalisé ce qui s’était passé pour les pains: leur esprit était totalement fermé.52 Διοτι δεν ενοησαν εκ των αρτων, επειδη η καρδια αυτων ητο πεπωρωμενη.
53 Ils traversèrent de façon à atteindre la rive de Génésaret: c’est là qu’ils accostèrent.53 Και διαπερασαντες ηλθον εις την γην Γεννησαρετ και ελιμενισθησαν.
54 À peine étaient-ils descendus de la barque qu’on le reconnut54 Και οτε εξηλθον εκ του πλοιου, ευθυς γνωρισαντες αυτον,
55 et les gens se mirent en branle dans toute la région. On transportait les malades sur des brancards là où l’on apprenait qu’il était;55 εδραμον εις παντα τα περιχωρα εκεινα και ηρχισαν να περιφερωσιν επι των κραββατων τους αρρωστους, οπου ηκουον οτι ειναι εκει.
56 partout où Jésus passait, que ce soient les villages, les villes, ou les campagnes, on déposait les infirmes sur les places publiques. On le suppliait de pouvoir seulement toucher la frange de son vêtement, et tous ceux qui la touchaient étaient sauvés.56 Και οπου εισηρχετο εις κωμας η πολεις η αγρους, εθετον εις τας αγορας τους ασθενεις και παρεκαλουν αυτον να εγγισωσι καν το κρασπεδον του ιματιου αυτου? και οσοι ηγγιζον αυτον, εθεραπευοντο.