Scrutatio

Mercoledi, 8 maggio 2024 - Madonna del Rosario di Pompei ( Letture di oggi)

Livre de Jérémie 20


font
BIBLES DES PEUPLESGREEK BIBLE
1 Le prêtre Pachéhour, fils d’Immer, qui était le chef des gardes de la Maison de Yahvé, entendit Jérémie qui prophétisait de la sorte.1 Ο δε Πασχωρ, ο υιος του Ιμμηρ ο ιερευς, ο και προισταμενος εν τω οικω του Κυριου, ηκουσε τον Ιερεμιαν προφητευοντα τους λογους τουτους.
2 Pachéhour frappa le prophète Jérémie et le fit enchaîner à la Porte-Haute de Benjamin qui donne sur la Maison de Yahvé.2 Και επαταξεν ο Πασχωρ Ιερεμιαν τον προφητην και εβαλεν αυτον εις το δεσμωτηριον το εν τη ανω πυλη του Βενιαμιν, το εν τω οικω του Κυριου.
3 Le lendemain, Pachéhour fit délier Jérémie de ses chaînes. Alors Jérémie lui dit: “Maintenant Yahvé ne t’appelle plus Pachéhour, mais “Terreur”.3 Και την επαυριον εξηγαγεν ο Πασχωρ τον Ιερεμιαν εκ του δεσμωτηριου. Και ο Ιερεμιας ειπε προς αυτον, Ο Κυριος δεν εκαλεσε το ονομα σου Πασχωρ, αλλα Μαγορ-μισσαβιβ.
4 Car voici ce que dit Yahvé: Je vais te livrer à la terreur, toi et tous tes amis, ils tomberont sous l’épée de leurs ennemis et tes yeux le verront! Je livrerai de même Juda tout entier aux mains du roi de Babylone pour qu’il déporte les hommes à Babylone ou qu’il les frappe par l’épée.4 Διοτι ουτω λεγει Κυριος? Ιδου, θελω σε καμει τρομον εις σεαυτον και εις παντας τους φιλους σου? και θελουσι πεσει δια της μαχαιρας των εχθρων αυτων και οι οφθαλμοι σου θελουσιν ιδει τουτο? και θελω δωσει παντα τον Ιουδαν εις την χειρα του βασιλεως της Βαβυλωνος, και θελει φερει αυτους αιχμαλωτους εις την Βαβυλωνα και θελει παταξει αυτους εν μαχαιρα.
5 Je livrerai toutes les richesses de cette ville à leurs ennemis, toutes ses provisions, tous les trésors des rois de Juda; ils les pilleront et les ramasseront pour les emporter à Babylone.5 Και θελω δωσει πασαν την δυναμιν της πολεως ταυτης και παντας τους κοπους αυτης και παντα τα πολυτιμα αυτης και παντας τους θησαυρους των βασιλεων Ιουδα θελω δωσει εις την χειρα των εχθρων αυτων, και θελουσι λεηλατησει αυτους και λαβει αυτους και φερει αυτους εις την Βαβυλωνα.
6 “Quant à toi, Pachéhour, tu partiras en captivité à Babylone avec tous les gens de ta maison. C’est là que tu mourras et que tu seras enterré avec tous tes amis à qui tu as prophétisé le mensonge.”6 Και συ, Πασχωρ, και παντες οι κατοικουντες εν τω οικω σου, θελετε υπαγει εις αιχμαλωσιαν? και θελεις ελθει εις την Βαβυλωνα, και εκει θελεις αποθανει και εκει θελεις ταφη, συ και παντες οι φιλοι σου, εις τους οποιους προεφητευσας ψευδως.
7 Yahvé, tu m’as séduit et je me suis laissé séduire. Tu m’as fait violence et tu as gagné. Tout le jour je suis celui dont on rit; tous se moquent de moi!7 Κυριε, με εδελεασας και εδελεασθην? υπερισχυσας κατ' εμου και κατισχυσας? εγεινα χλευασμος ολην την ημεραν? παντες με εμπαιζουσι.
8 Je ne parle que pour dire: “Violence!” pour crier: “Dévastation!” La parole de Yahvé est pour moi chaque jour, source d’humiliation et de moquerie.8 Διοτι αφου ηνοιξα στομα, βοω, φωναζω βιαν και αρπαγην? οθεν ο λογος του Κυριου εγεινεν εις εμε προς ονειδισμον και προς χλευασμον ολην την ημεραν.
9 Je me suis dit: “Je ne penserai plus à lui, je ne parlerai plus en son nom!” Mais c’était en moi comme un feu qui brûlait et dévorait mes os: j’essayais de le contenir, mais je ne pouvais pas.9 Και ειπα, Δεν θελω αναφερει περι αυτου ουδε θελω λαλησει πλεον εν τω ονοματι αυτου? ομως ο λογος αυτου ητο εν τη καρδια μου ως καιομενον πυρ περικεκλεισμενον εν τοις οστεοις μου, και απεκαμον χαλινονων εμαυτον και δεν ηδυναμην πλεον.
10 Je les entendais tout autour de moi: “Dénoncez-le, oui, dénonçons-le!” Même mes proches guettaient ma chute: “Au premier faux pas nous aurons le dessus, alors nous nous vengerons de lui!”10 Διοτι ηκουσα υβριν παρα πολλων? τρομος πανταχοθεν? Κατηγορησατε, λεγουσι, και θελομεν κατηγορησει αυτον. Παντες οι ειρηνευοντες μετ' εμου παρεφυλαττον το προσκομμα μου, λεγοντες, Ισως δελεασθη, και θελομεν υπερισχυσει εναντιον αυτου και εκδικηθη κατ' αυτου.
11 Mais Yahvé est avec moi comme un guerrier puissant, c’est pourquoi mes ennemis tomberont: pour eux ce ne sera pas le triomphe, mais l’échec et la honte. Leur humiliation sera définitive, personne jamais ne l’oubliera.11 Αλλ' ο Κυριος ειναι μετ' εμου ως ισχυρος πολεμιστης? δια τουτο οι διωκται μου θελουσι προσκοψει και δεν θελουσιν υπερισχυσει? θελουσι καταισχυνθη σφοδρα? διοτι δεν ενοησαν? η αιωνιος αισχυνη αυτων δεν θελει λησμονηθη.
12 Yahvé Sabaot, toi qui examines avec justice, toi qui sondes les reins et les cœurs, prends ta revanche, je voudrais la voir, car c’est à toi que j’ai confié ma cause.12 Αλλα, Κυριε των δυναμεων, ο δοκιμαζων τον δικαιον, ο βλεπων τους νεφρους και την καρδιαν, ας ιδω την εκδικησιν σου επ' αυτους? διοτι εις σε εφανερωσα την κρισιν μου.
13 Chantez Yahvé, célébrez-le: il a repris la vie du pauvre de la main des méchants!13 Ψαλλετε εις τον Κυριον, αινειτε τον Κυριον? διοτι ηλευθερωσε την ψυχην του πτωχου εκ χειρος πονηρευομενων.
14 Maudit soit le jour où je suis né, où ma mère me mit au monde: que nul ne le bénisse!14 Επικαταρατος η ημερα, καθ' ην εγεννηθην? η ημερα καθ' ην η μητηρ μου με εγεννησεν, ας μη ηναι ευλογημενη.
15 Maudit soit celui qui en avisa mon père, qui le combla de joie en lui disant: “C’est un garçon que tu as!”15 Επικαταρατος ο ανθρωπος, οστις ευηγγελισατο προς τον πατερα μου, λεγων, Εγεννηθη εις σε παιδιον αρσεν, ευφραινων αυτον σφοδρα.
16 Que cet homme ait le sort des villes où Yahvé déversa sans pitié sa colère! Qu’il entende au matin les cris d’alarme, et à midi encore les appels de trompette,16 Και ας ηναι ο ανθρωπος εκεινος ως αι πολεις, τας οποιας ο Κυριος κατεστρεψε και δεν μετεμεληθη? και ας ακουση κραυγην το πρωι και αλαλαγμον εν μεσημβρια.
17 pour ne m’avoir pas tué dès le sein. Ma mère aurait été mon tombeau, je serais resté dans son sein pour toujours.17 Δια τι δεν εθανατωθην εκ μητρας; η η μητηρ μου δεν εγεινε ταφος εις εμε και η μητρα αυτης δεν με εβαστασεν εις αιωνιον συλληψιν;
18 Pourquoi en suis-je sorti, si je ne dois connaître que peines et tourments, et finir mes jours dans l’humiliation?18 δια τι εξηλθον εκ της μητρας, δια να βλεπω μοχθον και λυπην και να τελειωσωσιν αι ημεραι μου εν αισχυνη;