Scrutatio

Lunedi, 13 maggio 2024 - Beata Vergine Maria di Fatima ( Letture di oggi)

Cantique des cantiques 8


font
BIBLES DES PEUPLESGREEK BIBLE
1 Si seulement tu étais mon frère, nourri aux seins de ma mère, je pourrais partout te prendre et t’embrasser sans que personne ne me méprise.1 Ειθε να ησο ως αδελφος μου, θηλασας τους μαστους της μητρος μου. Ευρισκουσα σε εξω ηθελον σε φιλησει, και δεν ηθελον με καταφρονησει.
2 Je te conduirais au logis de ma mère, à la chambre de celle qui m’a conçu; je te ferais boire de mon vin aux épices, avec le jus de mes grenades.2 Ηθελον σε συρει και σε εισαξει εις τον οικον της μητρος μου, δια να με διδαξης? ηθελον σε ποτισει οινον αρωματικον και χυμον του ροιδιου μου.
3 Son bras gauche s’est glissé sous ma tête, de sa main droite il me presse contre lui. LUI:3 Η αριστερα αυτου ηθελεν εισθαι υπο την κεφαλην μου, και η δεξια αυτου ηθελε με εναγκαλισθη.
4 Je vous en prie, filles de Jérusalem, ne l’éveillez pas, ne réveillez pas mon aimée, avant qu’elle ne veuille! Le Chœur:4 Σας ορκιζω, θυγατερες Ιερουσαλημ, να μη εξεγειρητε μηδε να εξυπνησητε την αγαπην μου, εωσου θεληση.
5 Qui est celle-ci qui monte du désert, appuyée sur son aimé? LUI: Sous le pommier je t’ai éveillée, là même où ta mère t’a conçue, où devint enceinte celle qui t’enfanta. ELLE:5 Τις αυτη η αναβαινουσα απο της ερημου, επιστηριζομενη επι τον αγαπητον αυτης; Εγω σε εξυπνησα υπο την μηλεαν? εκει σε εκοιλοπονησεν η μητηρ σου? εκει σε εγεννησεν η τεκουσα σε.
6 Porte-moi comme un sceau sur ton cœur, ou sur ton bras, comme un anneau à cacheter. Car l’amour est fort comme la mort, il garde jalousement, plus que l’empire des morts. Ses coups sont des brûlures de feu, c’est une flamme de Yahvé.6 Θεσον με, ως σφραγιδα, επι την καρδιαν σου, ως σφραγιδα επι τον βραχιονα σου? διοτι η αγαπη ειναι ισχυρα ως ο θανατος? η ζηλοτυπια σκληρα ως ο αδης? αι φλογες αυτης φλογες πυρος, αναφλεξις ορμητικωτατη.
7 Les grandes eaux n’ont nul pouvoir pour éteindre l’amour, même des fleuves ne l’engloutiraient pas. Voudrait-on donner en échange de l’amour tout ce qu’on a dans sa maison, on n’obtiendrait que du mépris!7 Υδατα πολλα δεν δυνανται να σβεσωσι την αγαπην, ουδε ποταμοι δυνανται να πνιξωσιν αυτην? εαν τις δωση παντα τα υπαρχοντα του οικου αυτου δια την αγαπην, παντελως θελουσι καταφρονησει αυτα.
8 Nous avons une petite sœur, elle n’a pas encore les seins formés. Que ferons-nous pour notre sœur, le jour où on la demandera?8 Ημεις εχομεν αδελφην μικραν, και μαστους δεν εχει? τι θελομεν καμει εις την αδελφην ημων την ημεραν καθ' ην γεινη λογος περι αυτης;
9 Est-elle une muraille? nous lui bâtirons des créneaux d’argent; Est-elle une porte? nous y adosserons des étais de cèdre.9 Εαν ηναι τειχος, θελομεν οικοδομησει επ' αυτην παλατιον αργυρουν? και εαν ηναι θυρα, θελομεν περιασφαλισει αυτην με σανιδας κεδρινας.
10 Je suis une muraille, et mes seins en sont les tours; c’est à ce prix qu’il voit en moi celle qui a retrouvé la paix.10 Εγω ειμαι τειχος, και οι μαστοι μου ως πυργοι? τοτε ημην εις τους οφθαλμους αυτου ως ευρισκουσα ειρηνην.
11 Salomon avait une vigne à Baal-Hémon; il remit sa vigne à des gardiens, Chacun lui versait pour l’usage mille pièces.11 Ο Σολομων ειχεν αμπελωνα εν Βααλ-χαμων? εδωκε τον αμπελωνα εις φυλακας? εκαστος επρεπε να φερη δια τον καρπον αυτου χιλια αργυρια.
12 Prends, Salomon, tes mille pièces, et que les gardiens s’en fassent deux cents: moi, je garde ma vigne!12 Ο αμπελων εμου ειναι εμπροσθεν μου? τα χιλια ας ηναι δια σε, Σολομων, και διακοσια δια τους φυλαττοντας τον καρπον αυτου.
13 Toi qui demeures dans les jardins, tes compagnons sont attentifs à ta voix; et moi, ne l’entendrai-je pas?13 Ω συ η καθημενη εν τοις κηποις, οι συντροφοι προσεχουσιν εις την φωνην σου? καμε με να ακουσω αυτην.
14 Enfuis-toi, mon aimé, comme la gazelle ou le petit de la biche, sur les crêtes des monts embaumés!14 Φευγε, αγαπητε μου, και γινου ομοιος με δορκαδα η με σκυμνον ελαφου επι τα ορη των αρωματων.