Scrutatio

Lunedi, 13 maggio 2024 - Beata Vergine Maria di Fatima ( Letture di oggi)

Livre de la Genèse 37


font
BIBLES DES PEUPLESGREEK BIBLE
1 Quant à Jacob, il demeura dans le pays où ses pères avaient séjourné, c’est-à-dire en Canaan.1 Κατωκησε δε ο Ιακωβ εν τη γη, εν η παρωκησεν ο πατηρ αυτου, εν τη γη Χανααν.
2 Voici maintenant les origines du peuple de Jacob. En ce temps-là Joseph était un adolescent de 17 ans; comme il gardait le petit bétail avec ses frères, les fils de Bila et les fils de Zilpa, les femmes de son père, il pouvait rapporter à son père le mal que l’on disait d’eux.2 Αυτη ειναι γενεαλογια του Ιακωβ. Ο Ιωσηφ, νεος ων ετων δεκαεπτα, εποιμαινε τα προβατα μετα των αδελφων αυτου, των υιων της Βαλλας και των υιων της Ζελφας, των γυναικων του πατρος αυτου? και ανεφερεν ο Ιωσηφ προς τον πατερα αυτων την κακην αυτων φημην.
3 Israël préférait Joseph à tous ses autres fils, car il était le fils de sa vieillesse. Il lui avait même fait faire une tunique à manches.3 Ο δε Ισραηλ ηγαπα τον Ιωσηφ υπερ παντας τους υιους αυτου, διοτι ητο υιος του γηρατος αυτου? και εκαμεν εις αυτον χιτωνα ποικιλοχρωμον.
4 Ses frères voyaient que leur père le préférait à tous les autres, aussi ils le détestèrent: ils ne pouvaient plus lui parler amicalement.4 Βλεποντες δε οι αδελφοι αυτου, οτι αυτον ηγαπα ο πατηρ αυτων υπερ παντας τους αδελφους αυτου, εμισησαν αυτον και δεν ηδυναντο να ομιλωσι προς αυτον ειρηνικως.
5 Joseph eut un rêve qu’il raconta à ses frères.5 Ενυπνιασθεις δε ο Ιωσηφ ενυπνιον, διηγηθη αυτο εις τους αδελφους αυτου? και εμισησαν αυτον ετι μαλλον.
6 Il leur dit: “Écoutez le rêve que j’ai eu.6 Και ειπε προς αυτους, Ακουσατε, παρακαλω, το ενυπνιον τουτο το οποιον ενυπνιασθην.
7 Nous étions en train de ramasser les gerbes au milieu des champs, et voici que ma gerbe se dressa debout, toute droite, pendant que vos gerbes tout autour se prosternaient devant la mienne.”7 Ιδου, ημεις εδενομεν δεματια εν μεσω της πεδιαδος? και ιδου, εσηκωθη το ιδικον μου δεματιον και εσταθη ορθιον? και ιδου, τα ιδικα σας δεματια περιστραφεντα προσεκυνησαν το ιδικον μου δεματιον.
8 Ses frères lui répondirent: “Voudrais-tu par hasard régner sur nous, devenir notre roi et dominer sur nous?” Ils le détestèrent encore plus à cause de ses rêves et de ses interprétations.8 Ειπον δε προς αυτον οι αδελφοι αυτου, Βασιλευς θελεις γεινει εφ' ημας; η κυριος θελεις γεινει εις ημας; Και εμισησαν αυτον ετι μαλλον δια τα ενυπνια αυτου και δια τους λογους αυτου.
9 Il eut un autre rêve qu’il raconta encore à ses frères: “J’ai eu un rêve, dit-il: le soleil, la lune et onze étoiles se prosternaient devant moi.”9 Ενυπνιασθη δε και αλλο ενυπνιον, και διηγηθη αυτο προς τους αδελφους αυτου? και ειπεν, Ιδου, ενυπνιασθην αλλο ενυπνιον? και ιδου, ο ηλιος και η σεληνη και ενδεκα αστερες με προσεκυνουν.
10 Mais son père le gronda: “Qu’as-tu donc rêvé là! Devrons-nous, moi, ta mère et tes frères, nous prosterner jusqu’à terre devant toi?”10 Και διηγηθη αυτο προς τον πατερα αυτου και προς τους αδελφους αυτου και επεπληξεν αυτον ο πατηρ αυτου και ειπε προς αυτον, Τι ειναι το ενυπνιον τουτο, το οποιον ενυπνιασθης; αραγε θελομεν ελθει, εγω και η μητηρ σου και οι αδελφοι σου, δια να σε προσκυνησωμεν εως εδαφους;
11 Ses frères étaient jaloux de lui, mais son père n’oubliait rien de tout cela.11 Και εφθονησαν αυτον οι αδελφοι αυτου? ο δε πατηρ αυτου εφυλαττε τον λογον.
12 Comme ses frères étaient allés faire paître le troupeau de leur père à Sichem,12 Και υπηγαν οι αδελφοι αυτου να βοσκησωσι τα προβατα του πατρος αυτων εις Συχεμ.
13 Israël dit à Joseph: “Tes frères sont partis vers Sichem pour faire paître le troupeau, il faut que je t’envoie vers eux.” Il répondit: “Me voici!”13 Και ειπεν ο Ισραηλ προς τον Ιωσηφ, δεν βοσκουσιν οι αδελφοι σου εν Συχεμ; ελθε να σε στειλω προς αυτους. Ο δε ειπε προς αυτον, Ιδου, εγω.
14 Son père lui dit: “Va voir comment se portent tes frères et le troupeau: tu me rapporteras les nouvelles.” Il l’envoya donc de la vallée d’Hébron et Joseph arriva à Sichem.14 Και ειπε προς αυτον, Υπαγε λοιπον να ιδης, αν ηναι καλα οι αδελφοι σου και καλα τα προβατα, και φερε μοι ειδησιν. Και απεστειλεν αυτον απο της κοιλαδος της Χεβρων? και ηλθεν εις Συχεμ.
15 Un homme le rencontra alors qu’il errait dans la campagne et lui demanda: “Que cherches-tu?”15 Και ευρηκεν αυτον ανθρωπος τις, ενω περιεπλανατο εν τη πεδιαδι? και ηρωτησεν αυτον ο ανθρωπος, λεγων, Τι ζητεις;
16 Joseph répondit: “Je cherche mes frères, peux-tu me dire où ils font paître le troupeau?”16 Ο δε ειπε, τους αδελφους μου ζητω? ειπε μοι, παρακαλω, που βοσκουσι.
17 L’homme répondit: “Ils sont partis d’ici, et je les ai entendus qui disaient: Allons à Dotan.” Joseph alla donc à la recherche de ses frères et les retrouva à Dotan.17 Και ειπεν ο ανθρωπος, Ανεχωρησαν απο εδω? διοτι ηκουσα αυτους λεγοντας, Ας υπαγωμεν εις Δωθαν. Και υπηγεν ο Ιωσηφ κατοπιν των αδελφων αυτου, και ευρηκεν αυτους εν Δωθαν.
18 Ils l’aperçurent de loin et, avant qu’il n’approche, ils complotèrent contre lui pour le faire mourir.18 Οι δε ιδοντες αυτον μακροθεν, πριν πλησιαση εις αυτους, συνεβουλευθησαν κατ' αυτου να φονευσωσιν αυτον.
19 Ils se disaient entre eux: “Voici qu’arrive notre maître en songes!19 Και ειπεν ο εις προς τον αλλον, Ιδου, ερχεται εκεινος ο κυριος των ενυπνιων?
20 C’est le moment, tuons-le, jetons-le dans une citerne quelconque et nous dirons qu’une bête sauvage l’a dévoré. Nous verrons bien alors à quoi riment ses songes.”20 ελθετε λοιπον τωρα και ας φονευσωμεν αυτον και ας ριψωμεν αυτον εις ενα εκ των λακκων? και θελομεν ειπει, Θηριον κακον κατεφαγεν αυτον? και θελομεν ιδει τι θελουσι γεινει τα ενυπνια αυτου.
21 En entendant cela, Ruben voulut le sauver de leurs mains: “Ne le frappons pas à mort,” dit-il.21 Και ακουσας ο Ρουβην ηλευθερωσεν αυτον εκ των χειρων αυτων, λεγων, Ας μη βλαψωμεν αυτον εις την ζωην.
22 Ruben ajouta: “Ne répandez pas le sang, jetez-le donc dans cette citerne du désert, mais ne portez pas la main sur lui!” Il disait cela pour le sauver de leurs mains, pour le renvoyer à son père.22 Και ειπε προς αυτους ο Ρουβην, Μη χυσητε αιμα? ριψατε αυτον εις τουτον τον λακκον, τον εν τη ερημω, και χειρα μη βαλητε επ' αυτον? δια να ελευθερωση αυτον εκ των χειρων αυτων, και να αποδωση αυτον εις τον πατερα αυτου.
23 Dès que Joseph arriva auprès de ses frères, ils lui arrachèrent la tunique à manches qu’il portait.23 Οτε λοιπον ηλθεν ο Ιωσηφ προς τους αδελφους αυτου, εξεδυσαν τον Ιωσηφ τον χιτωνα αυτου, τον χιτωνα τον ποικιλοχρωμον, τον επ' αυτον?
24 Puis ils le prirent et le jetèrent dans la citerne. La citerne était vide: il n’y avait plus d’eau dedans.24 και λαβοντες αυτον, ερριψαν εις τον λακκον? ο δε λακκος ητο κενος? δεν ειχεν υδωρ.
25 Ils s’étaient assis pour prendre leur repas quand, levant les yeux, ils aperçurent une caravane d’Ismaélites qui arrivait de Galaad. Leurs chameaux étaient chargés de résine et de parfums précieux qu’ils transportaient en Égypte.25 Επειτα εκαθησαν να φαγωσιν αρτον, και αναβλεψαντες ειδον? και ιδου, συνοδια Ισμαηλιτων ηρχετο απο Γαλααδ μετα των καμηλων αυτων φορτωμενων αρωματα και βαλσαμον και μυρον, και επορευοντο να φερωσιν αυτα κατω εις την Αιγυπτον.
26 Alors Juda dit à ses frères: “Que gagnerons-nous à tuer notre frère et à cacher son sang?26 Και ειπεν ο Ιουδας προς τους αδελφους αυτου, Τις η ωφελεια, εαν φονευσωμεν τον αδελφον ημων και κρυψωμεν το αιμα αυτου;
27 Vendons-le aux Ismaélites plutôt que de le tuer, car il est notre frère!” Ses frères l’écoutèrent.27 ελθετε και ας πωλησωμεν αυτον εις τους Ισμαηλιτας? και ας μη βαλωμεν τας χειρας ημων επ' αυτον? διοτι αδελφος ημων, σαρξ ημων ειναι. Και υπηκουσαν οι αδελφοι αυτου.
28 Des marchands de Madian passaient par là. Ses frères retirèrent Joseph, le firent remonter de la citerne et le vendirent aux Ismaélites pour vingt pièces d’argent. Ceux-ci emmenèrent Joseph en Égypte.28 Και ενω διεβαινον οι Μαδιανιται εμποροι, ανεσυραν και ανεβιβασαν τον Ιωσηφ εκ του λακκου και επωλησαν τον Ιωσηφ δια εικοσι αργυρια εις τους Ισμαηλιτας? οι δε εφεραν τον Ιωσηφ εις Αιγυπτον.
29 Lorsque Ruben revint à la citerne, Joseph n’y était plus: il en déchira ses vêtements!29 Επεστρεψε δε ο Ρουβην εις τον λακκον, και ιδου, ο Ιωσηφ δεν ητο εν τω λακκω? και διεσχισε τα ιματια αυτου.
30 Puis il revint dire à ses frères: “Le garçon n’est plus là, que vais-je devenir?”30 Και επεστρεψε προς τους αδελφους αυτου, και ειπε, Το παιδιον δεν υπαρχει και εγω, εγω που να υπαγω;
31 Ils prirent alors la tunique de Joseph, égorgèrent un bouc et plongèrent la tunique dans son sang.31 Τοτε ελαβον τον χιτωνα του Ιωσηφ και εσφαξαν εριφιον εκ των αιγων, και εβαψαν τον χιτωνα εν τω αιματι?
32 Puis ils envoyèrent la tunique à manches et la firent parvenir à leur père en disant: “Voici ce que nous avons trouvé. Regarde! N’est-ce pas la tunique de ton fils?”32 και απεστειλαν τον χιτωνα τον ποικιλοχρωμον, και εφεραν αυτον προς τον πατερα αυτων και ειπον, Ευρηκαμεν τουτον? γνωρισον τωρα, αν ηναι ο χιτων του υιου σου η ουχι.
33 Jacob la reconnut: “C’est la tunique de mon fils, dit-il, une bête féroce l’aura dévoré, Joseph a été mis en pièces!”33 Ο δε εγνωρισεν αυτον και ειπε, Ο χιτων του υιου μου ειναι? θηριον κακον κατεφαγεν αυτον? ολος κατεσπαραχθη ο Ιωσηφ.
34 Jacob déchira ses vêtements, il s’habilla d’un sac et fit le deuil de son fils durant de longs jours.34 Και διεσχισεν ο Ιακωβ τα ιματια αυτου και εβαλε σακκον εις την οσφυν αυτου και επενθησε τον υιον αυτου ημερας πολλας.
35 Tous ses fils et toutes ses filles venaient pour le consoler, mais il refusait de se consoler, car il disait: “Je garderai le deuil jusqu’à ce que j’aille rejoindre mon fils au séjour des morts.” Et son père le pleura.35 Και εσηκωθησαν παντες οι υιοι αυτου και πασαι αι θυγατερες αυτου, δια να παρηγορησωσιν αυτον? αλλα δεν ηθελε να παρηγορηθη, λεγων, Οτι πενθων θελω καταβη προς τον υιον μου εις τον ταφον. Και εκλαυσεν αυτον ο πατηρ αυτου.
36 Quant aux Madianites, ils vendirent Joseph en Égypte à Putifar, un fonctionnaire chef des gardes dans le palais du Pharaon.36 Οι δε Μαδιανιται επωλησαν αυτον εν τη Αιγυπτω εις τον Πετεφρην, αυλικον του Φαραω, αρχοντα των σωματοφυλακων.