Psalmi 73
123456789101112131415161718192021222324252627282930313233343536373839404142434445464748495051525354555657585960616263646566676869707172737475767778798081828384858687888990919293949596979899100101102103104105106107108109110111112113114115116117118119120121122123124125126127128129130131132133134135136137138139140141142143144145146147148149150
Gen
Ex
Lv
Nm
Deut
Ios
Iudc
Ruth
1 Re
2 Re
3 Re
4 Re
1 Par
2 Par
Esd
Neh
Tob
Iudt
Esth
1 Mach
2 Mach
Iob
Ps
Prov
Eccle
Cant
Sap
Eccli
Isa
Ier
Lam
Bar
Ez
Dan
Os
Ioel
Am
Abd
Ion
Mi
Nah
Hab
Soph
Agg
Zach
Mal
Mt
Mc
Lc
Io
Act
Rom
1Cor
2Cor
Gal
Eph
Phil
Col
1 Thess
2 Thess
1 Tim
2 Tim
Tit
Philem
Hebr
Iac
1 Pt
2 Pt
1 Io
2 Io
3 Io
Iud
Apoc
Confronta con un'altra Bibbia
Cambia Bibbia
NOVA VULGATA | GREEK BIBLE |
---|---|
1 Psalmus. Asaph. Quam bonus rectis est Deus, Deus his, qui mundo sunt corde! | 1 Ψαλμος του Ασαφ.>> Αγαθος τωοντι ειναι ο Θεος εις τον Ισραηλ, εις τους καθαρους την καρδιαν. |
2 Mei autem paene moti sunt pedes, paene effusi sunt gressus mei, | 2 Εμου δε, οι ποδες μου σχεδον εκλονισθησαν? παρ' ολιγον ωλισθησαν τα βηματα μου. |
3 quia zelavi super gloriantes, pacem peccatorum videns. | 3 Διοτι εζηλευσα τους μωρους, βλεπων την ευτυχιαν των ασεβων. |
4 Quia non sunt eis impedimenta, sanus et pinguis est venter eorum. | 4 Επειδη δεν ειναι λυπαι εις τον θανατον αυτων, αλλ' η δυναμις αυτων ειναι στερεα. |
5 In labore mortalium non sunt et cum hominibus non flagellantur. | 5 Δεν ειναι εν κοποις, ως οι αλλοι ανθρωποι? ουδε μαστιγονονται μετα των λοιπων ανθρωπων. |
6 Ideo quasi torques est eis superbia, et tamquam indumentum operuit eos violentia. | 6 δια τουτο περικυκλονει αυτους η υπερηφανια ως περιδεραιον? η αδικια σκεπαζει αυτους ως ιματιον. |
7 Prodit quasi ex adipe iniquitas eorum, erumpunt cogitationes cordis. | 7 Οι οφθαλμοι αυτων εξεχουσιν εκ του παχους? εξεπερασαν τας επιθυμιας της καρδιας αυτων. |
8 Subsannaverunt et locuti sunt nequitiam, iniquitatem ab excelso locuti sunt. | 8 Εμπαιζουσι και λαλουσιν εν πονηρια καταδυναστειαν? λαλουσιν υπερηφανως. |
9 Posuerunt in caelo os suum, et lingua eorum transivit in terra. | 9 Θετουσιν εις τον ουρανον το στομα αυτων, και η γλωσσα αυτων διατρεχει την γην. |
10 Ideo in alto sedent, et aquae plenae non pervenient ad eos. | 10 Δια τουτο θελει στραφη ενταυθα ο λαος αυτου? και υδατα ποτηριου πληρους εκθλιβονται δι' αυτους. |
11 Et dixerunt: “ Quomodo scit Deus, et si est scientia in Excelso? ”. | 11 Και λεγουσι, Πως γνωριζει ταυτα ο Θεος; και υπαρχει γνωσις εν τω Υψιστω; |
12 Ecce ipsi peccatores et abundantes in saeculo multiplicaverunt divitias. | 12 Ιδου, ουτοι ειναι ασεβεις και ευτυχουσι διαπαντος? αυξανουσι τα πλουτη αυτων. |
13 Et dixi: “ Ergo sine causa mundavi cor meum et lavi in innocentia manus meas; | 13 Αρα, ματαιως εκαθαρισα την καρδιαν μου και ενιψα εν αθωοτητι τας χειρας μου. |
14 et fui flagellatus tota die, et castigatio mea in matutinis ”. | 14 Διοτι εμαστιγωθην ολην την ημεραν και ετιμωρηθην πασαν αυγην. |
15 Si dixissem: “ Loquar ut illi ”, ecce generationem filiorum tuorum prodidissem. | 15 Αν ειπω, Θελω ομιλει ουτως? ιδου, εξυβριζω εις την γενεαν των υιων σου. |
16 Et cogitabam, ut cognoscerem hoc; labor erat in oculis meis, | 16 Και εστοχασθην να εννοησω τουτο, πλην μ' εφανη δυσκολον? |
17 donec intravi in sanctuarium Dei et intellexi novissima eorum. | 17 εωσου εισελθων εις το αγιαστηριον του Θεου, ενοησα τα τελη αυτων. |
18 Verumtamen in lubrico posuisti eos, deiecisti eos in ruinas. | 18 Συ βεβαιως εθεσας αυτους εις τοπους ολισθηρους? ερριψας αυτους εις κρημνον. |
19 Quomodo facti sunt in desolationem! Subito defecerunt, perierunt prae horrore. | 19 Πως δια μιας κατηντησαν εις ερημωσιν Ηφανισθησαν, απωλεσθησαν υπο αιφνιδιου ολεθρου. |
20 Velut somnium evigilantis, Domine, surgens imaginem ipsorum contemnes. | 20 Ως ονειρον εξεγειρομενου Κυριε, οταν εγερθης, θελεις αφανισει την εικονα αυτων. |
21 Quia exacerbatum est cor meum, et renes mei compuncti sunt; | 21 Ουτως εκαιετο η καρδια μου, και τα νεφρα μου εβασανιζοντο? |
22 et ego insipiens factus sum et nescivi: ut iumentum factus sum apud te. | 22 και εγω ημην ανοητος και δεν εγνωριζον? κτηνος ημην ενωπιον σου. |
23 Ego autem semper tecum; tenuisti manum dexteram meam. | 23 Εγω ομως ειμαι παντοτε μετα σου? συ με επιασας απο της δεξιας μου χειρος. |
24 In consilio tuo deduces me et postea cum gloria suscipies me. | 24 Δια της συμβουλης σου θελεις με οδηγησει και μετα ταυτα θελεις με προσλαβει εν δοξη. |
25 Quis enim mihi est in caelo? Et tecum nihil volui super terram. | 25 Τινα αλλον εχω εν τω ουρανω; και επι της γης δεν θελω αλλον παρα σε. |
26 Defecit caro mea et cor meum; Deus cordis mei, et pars mea Deus in aeternum. | 26 Ητονησεν η σαρξ μου και η καρδια μου? αλλ' ο Θεος ειναι η δυναμις της καρδιας μου και η μερις μου εις τον αιωνα. |
27 Quia ecce, qui elongant se a te, peribunt; perdidisti omnes, qui fornicantur abs te. | 27 Διοτι, ιδου, οσοι απομακρυνονται απο σου, θελουσιν απολεσθη? συ εξωλοθρευσας παντας τους εκκλινοντας απο σου. |
28 Mihi autem adhaerere Deo bonum est, ponere in Domino Deo spem meam, ut annuntiem omnes operationes tuas in portis filiae Sion. | 28 Αλλα δι' εμε, το να προσκολλωμαι εις τον Θεον ειναι το αγαθον μου? εθεσα την ελπιδα μου επι Κυριον τον Θεον, δια να κηρυττω παντα τα εργα σου. |