Scrutatio

Venerdi, 17 maggio 2024 - San Pasquale Baylon ( Letture di oggi)

Lettera ai Colossesi - מכתב לקולוסים 19


font
STUTTGARTENSIA-DELITZSCHGREEK BIBLE
1 וַיְהִי בִּהְיוֹת אַפּוֹלוֹס בְּקוֹרִנְתּוֹס וַיַּעֲבֹר פּוֹלוֹס בַּמְּדִינוֹת הָעֶלְיוֹנֹת וַיֵּרֶד אֶל־אֶפְסוֹס וַיִּמְצָא־שָׁם תַּלְמִידִים1 Ενω δε ο Απολλως ητο εν Κορινθω, ο Παυλος αφου επερασε τα ανωτερικα μερη ηλθεν εις Εφεσον? και ευρων τινας μαθητας,
2 וַיֹּאמֶר אֲלֵיהֶם הֲקִבַּלְתֶּם אֶת־רוּחַ הַקֹּדֶשׁ אַחֲרֵי אֲשֶׁר הֶאֱמַנְתֶּם וַיֹּאמְרוּ אֵלָיו אַף לֹא שָׁמַעְנוּ כִּי יֶשְׁנוֹ רוּחַ הַקֹּדֶשׁ2 ειπε προς αυτους? Ελαβετε Πνευμα Αγιον αφου επιστευσατε; οι δε ειπον προς αυτον? Αλλ' ουδε αν υπαρχη Πνευμα Αγιον ηκουσαμεν.
3 וַיֹּאמֶר אֲלֵיהֶם עַל־מָה אֵפוֹא הָטְבַּלְתֶּם וַיֹּאמְרוּ עַל־טְבִילַת יוֹחָנָן3 Και ειπε προς αυτους? Εις τι λοιπον εβαπτισθητε; Οι δε ειπον? Εις το βαπτισμα του Ιωαννου.
4 וַיֹּאמֶר פּוֹלוֹס יוֹחָנָן הִטְבִּיל בִּטְבִילַת הַתְּשׁוּבָה וְאָמַר אֶל־הָעָם כִּי־הַאֲמֵן יַאֲמִינוּ בַּאֲשֶׁר יָבוֹא אַחֲרָיו וְהוּא הַמָּשִׁיחַ יֵשׁוּעַ4 Και ειπεν ο Παυλος? Ο Ιωαννης μεν εβαπτισε βαπτισμα μετανοιας, λεγων προς τον λαον να πιστευσωσιν εις τον ερχομενον μετ' αυτον, τουτεστιν εις τον Χριστον Ιησουν.
5 וַיְהִי כְּשָׁמְעָם זֹאת וַיָּבֹאוּ לְהִטָּבֵל בְּשֵׁם יֵשׁוּעַ הָאָדוֹן5 Ακουσαντες δε εβαπτισθησαν εις το ονομα του Κυριου Ιησου.
6 וַיִּסְמֹךְ פּוֹלוֹס אֶת־יָדָיו עֲלֵיהֶם וַיָּבֹא עֲלֵיהֶם רוּחַ הַקֹּדֶשׁ וַיְמַלְלוּ בִלְשֹׁנוֹת וַיִּתְנַבָּאוּ6 Και αφου ο Παυλος επεθηκεν επ' αυτων τας χειρας, ηλθε το Πνευμα το Αγιον επ' αυτους, και ελαλουν γλωσσας και προεφητευον.
7 וַיִּהְיוּ כֻלָּם כִּשְׁנֵים עָשָׂר אִישׁ7 Ησαν δε παντες ουτοι ανδρες εως δωδεκα.
8 וַיָּבֹא אֶל־בֵּית הַכְּנֵסֶת וַיִּקְרָא־שָׁם בְּבִטְחוֹן לֵבָב וַיְדַבֵּר עִמָּם כִּשְׁלשָׁה חֳדָשִׁים וַיַּט אֶת־לִבָּם אֶל־דִּבְרֵי מַלְכוּת הָאֱלֹהִים8 Και εισελθων εις την συναγωγην ελαλει μετα παρρησιας, διαλεγομενος τρεις μηνας και πειθων εις τα περι της βασιλειας του Θεου.
9 אַךְ מִקְצָתָם הִקְשׁוּ אֶת־לְבָבָם וְלֹא הֶאֱמִינוּ וַיְדַבְּרוּ סָרָה עַל־הַדֶּרֶךְ הַזֶּה לִפְנֵי הַקָּהָל וַיָּסַר מֵהֶם וַיַּבְדֵּל מִתּוֹכָם אֶת־הַתַּלְמִידִים וַיְדַבֵּר אִתָּם יוֹם יוֹם בְּבֵית הַמִּדְרָשׁ שֶׁל־טוּרְנוּס9 Επειδη ομως τινες εσκληρυνοντο και δεν επειθοντο, κακολογουντες την οδον του Κυριου ενωπιον του πληθους, απομακρυνθεις απ' αυτων, απεχωρισε τους μαθητας, διαλεγομενος καθ' ημεραν εν τω σχολειω τινος, οστις ελεγετο Τυραννος.
10 וְכֵן הָיְתָה כִּשְׁנָתַיִם יָמִים עַד כִּי־שָׁמְעוּ כָּל־ישְׁבֵי אַסְיָא גַּם יְהוּדִים גַּם יְוָנִים אֶת־דְּבַר יֵשׁוּעַ הָאָדוֹן10 Εγεινε δε τουτο επι δυο ετη, ωστε παντες οι κατοικουντες την Ασιαν ηκουσαν τον λογον του Κυριου Ιησου, Ιουδαιοι τε και Ελληνες.
11 וּגְבוּרוֹת גְּדֹלוֹת עָשָׂה הָאֱלֹהִים עַל־יְדֵי פוֹלוֹס11 Και ο Θεος εκαμνε δια των χειρων του Παυλου θαυματα μεγαλα,
12 עַד כִּי־גַם־הִנִּיחוּ סוּדָרִים וַחֲגֹרֹת מֵעַל־עוֹר בְּשָׂרוֹ עַל־הַחוֹלִים וַיָּסוּרוּ מֵהֶם תַּחֲלֻאֵיהֶם וְגַם־הָרוּחוֹת הָרָעוֹת יָצָאוּ12 ωστε και επι τους ασθενεις εφεροντο απο του σωματος αυτου μανδηλια η περιζωματα και εφευγον απ' αυτων αι ασθενειαι, και τα πνευματα τα πονηρα εξηρχοντο απ' αυτων.
13 וַאֲנָשִׁים מִן־הַיְּהוּדִים הַסֹּבְבִים וּמְלַחֲשִׁים הוֹאִילוּ לְהַזְכִּיר אֶת־שֵׁם יֵשׁוּעַ הָאָדוֹן עַל־אֲחוּזֵי הָרוּחוֹת הָרָעוֹת לֵאמֹר מַשְׁבִּיעַ אֲנִי אֶתְכֶם בְּיֵשׁוּעַ אֲשֶׁר פּוֹלוֹס קֹרֵא אוֹתוֹ13 Και τινες απο των περιερχομενων εξορκιστων Ιουδαιων επεχειρησαν να προφερωσιν επι τους εχοντας τα πνευματα τα πονηρα το ονομα του Κυριου Ιησου, λεγοντες? Σας ορκιζομεν εις τον Ιησουν, τον οποιον ο Παυλος κηρυττει.
14 וְהָעֹשִׂים כָּכָה הָיוּ שִׁבְעַת בְּנֵי סְקֵוָה אֶחָד מִגְּדוֹלֵי כֹּהֲנֵי הַיְּהוּדִים14 Και οι πραττοντες τουτο ησαν επτα τινες υιοι Ιουδαιου αρχιερεως ονομαζομενου Σκευα.
15 וַיַּעַן הָרוּחַ וַיֹּאמַר אֶת־יֵשׁוּעַ אֲנִי מַכִּיר וְאֶת־פּוֹלוֹס אֲנִי יֹדֵעַ וּמִי אַתֶּם15 Αποκριθεν δε το πνευμα το πονηρον, ειπε? Τον Ιησουν γνωριζω και τον Παυλον εξευρω? σεις δε τινες εισθε;
16 וַיְקַפֵּץ עֲלֵיהֶם בַּעַל הָרוּחַ הָרָעָה וַיִּגְבַּר עֲלֵיהֶם וַיַּכְרִיעֵם עַד כִּי־נָסוּ מִן־הַבַּיִת הַהוּא עֵירֻמִּים וּפְצוּעִים16 Και πηδησας επ' αυτους ο ανθρωπος, εις τον οποιον ητο το πνευμα το πονηρον, και νικησας αυτους, ισχυσε κατ' αυτων, ωστε γυμνοι και τετραυματισμενοι εφυγον εκ του οικου εκεινου.
17 וַיִּוָּדַע הַדָּבָר לְכָל־הַיְּהוּדִים וְהַיְּוָנִים ישְׁבֵי אֶפְסוֹס וַיִּפֹּל פַּחַד עַל־כֻּלָּם וַיִּגְדַּל שֵׁם הָאָדוֹן יֵשׁוּעַ17 Και τουτο εγεινε γνωστον εις παντας, Ιουδαιους τε και Ελληνας, τους κατοικουντας την Εφεσον, και επεπεσε φοβος επι παντας αυτους, και εμεγαλυνετο το ονομα του Κυριου Ιησου?
18 וְרַבִּים מִן־הַמַּאֲמִינִים בָּאוּ וַיִּתְוַדּוּ וַיּוֹדִיעוּ אֶת־אֲשֶׁר עָשֹוּ18 και πολλοι των πιστευσαντων ηρχοντο εξομολογουμενοι και φανερονοντες τας πραξεις αυτων.
19 וְרַבִּים אֲשֶׁר עָסְקוּ בְּמַעֲשֵׂי כְשָׁפִים הֵבִיאוּ אֶת־סִפְרֵיהֶם וַיִּשְׂרְפוּם לְעֵינֵי כֹל וַיְחַשְּׁבוּ אֶת־עֶרְכָּם וַיִּמְצָאֻהוּ חֲמֵשֶׁת רִבְבוֹת דִּינָרִים19 Πολλοι δε και εξ εκεινων, οιτινες εκαμνον τας μαγειας, φεροντες τα βιβλια αυτων κατεκαιον ενωπιον παντων? και αριθμησαντες τας τιμας αυτων, ευρον πεντηκοντα χιλιαδας αργυριου.
20 וּדְבַר יְהוָֹה גָּבַר מְאֹד וַיֵּלֶךְ הָלֹךְ וְחָזֵק20 Ουτω κραταιως ηυξανε και ισχυεν ο λογος του Κυριου.
21 וַיְהִי כִּכְלוֹת הַדְּבָרִים הָאֵלֶּה וָיִּוָּעֵץ פּוֹלוֹס בָּרוּחַ לַעֲבֹר בְּתוֹךְ מַקְדּוֹנְיָא וַאֲכַיָּא וְלָלֶכֶת יְרוּשָׁלָיִם וַיֹּאמֶר אַחֲרֵי הֱיוֹתִי שָׁמָּה רָאֹה אֶרְאֶה גַּם אֶת־רוֹמִי21 Ως δε ετελεσθησαν ταυτα, ο Παυλος απεφασισεν εν εαυτω, αφου διελθη την Μακεδονιαν και Αχαιαν, να υπαγη εις την Ιερουσαλημ, ειπων οτι αφου υπαγω εκει, πρεπει να ιδω και την Ρωμην.
22 וַיִּשְׁלַח שְׁנַיִם מִן־הַמְשָׁרְתִים אֹתוֹ אֶת־טִימוֹתִיּוֹס וְאֶת אֲרִסְטוֹס אֶל־מַקְדּוֹנְיָא וְהוּא הִתְמַהְמֵהַּ עוֹד יָמִים בְּאַסְיָא22 Και αποστειλας εις την Μακεδονιαν δυο των υπηρετουντων αυτον, Τιμοθεον και Εραστον, αυτος εμεινε καιρον τινα εν τη Ασια.
23 וַתְּהִי בָּעֵת הַהִיא מְהוּמָה לֹא קְטַנָּה עַל־אֹדוֹת דֶּרֶךְ יְהוָֹה23 Εγεινε δε κατ' εκεινον τον καιρον ταραχη ουκ ολιγη περι ταυτης της οδου.
24 כִּי־צוֹרֵף כֶּסֶף אֶחָד דְּמַטְרִיּוֹס שְׁמוֹ עֹשֵׂה הֵיכְלוֹת כֶּסֶף שֶׁל־אַרְטְמִיס הִמְצִיא לֶחָרָשִׁים מַשְׂכֹּרֶת לֹא־מְעָט24 Διοτι αργυροκοπος τις ονοματι Δημητριος, κατασκευαζων ναους αργυρους της Αρτεμιδος, επροξενει εις τους τεχνιτας ουκ ολιγον κερδος?
25 וַיַּקְהֵל אֹתָם וְאֶת־שְׁאָר הָעֹסְקִים בַּמְּלָאכָה הַהִיא וַיֹּאמַר אֲנָשִׁים אַתֶּם יֹדְעִים כִּי מִן־הַמְּלָאכָה הַזֹּאת עָשִׂינוּ כָבוֹד25 τους οποιους συναθροισας και τους εργαζομενους τα τοιαυτα, ειπεν? Ανδρες, εξευρετε οτι εκ ταυτης της εργασιας προερχεται η ευπορια ημων,
26 וְאַתֶּם רֹאִים וְשֹׁמְעִים אֲשֶׁר לֹא בְאֶפְסוֹס לְבַדָּהּ כִּי־גַם כִּמְעַט בְּאַסְיָא כֻלָּהּ זֶה פוֹלוֹס פִּתָּה וְהִדִּיחַ הֲמוֹן עַם־רָב לֵאמֹר לֹא־אֱלֹהִים אֵלֶּה הַנַּעֲשִׂים בְּיָדָיִם26 και θεωρειτε και ακουετε οτι πολυν λαον ου μονον της Εφεσου, αλλα σχεδον πασης της Ασιας ο Παυλος ουτος επεισε και μετεβαλε, λεγων οτι δεν ειναι θεοι οι δια χειρων κατασκευαζομενοι.
27 וְעַתָּה עוֹד מְעַט וְלֹא לְבַד חֶלְקֵנוּ זֶה יִהְיֶה לָבוּז כִּי אִם־גַּם־הֵיכַל אַרְטְמִיס הַמְּלֶכֶת הַגְּדוֹלָה יֵחָשֵׁב לְאַיִן וְתִכְלֶה תִפְאַרְתָּהּ אֲשֶׁר כָּל־אַסְיָא וְכָל־ישְׁבֵי תֵבֵל מְכַבְּדִים אוֹתָהּ27 Και ου μονον η τεχνη ημων αυτη κινδυνευει να εξουδενωθη, αλλα και το ιερον της μεγαλης θεας Αρτεμιδος να λογισθη εις ουδεν, και μελλει μαλιστα να καταστραφη η μεγαλειοτης αυτης, την οποιαν ολη η Ασια και η οικουμενη σεβεται.
28 וַיְהִי כְּשָׁמְעָם אֶת־דְּבָרָיו וַיִּמָּלְאוּ חֵמָה וַיִּצְעֲקוּ לֵאמֹר גְּדוֹלָה אַרְטְמִיס שֶׁל־הָאֶפְסִיִּים28 Ακουσαντες δε και εμπλησθεντες θυμου, εκραζον λεγοντες? Μεγαλη η Αρτεμις των Εφεσιων.
29 וַתִּמָּלֵא כָל־הָעִיר מְבוּכָה וַיִּשְׂתָּעֲרוּ כֻלָּם יַחְדָּו אֶל־הַתֵּאַטְרוֹן וַיַּחְטְפוּ אִתָּם אֶת־גָּיוֹס וְאֶת־אֲרִסְטַרְכוֹס אֲנָשִׁים מַקְדּוֹנִים וְחַבְרֵי פוֹלוֹס בְּמַסָּעָיו29 Και η πολις ολη επλησθη ταραχης, και ωρμησαν ομοθυμαδον εις το θεατρον, αφου συνηρπασαν τον Γαιον και Αρισταρχον τους Μακεδονας, συνοδοιπορους του Παυλου.
30 וַיּוֹאֶל פּוֹלוֹס לָבוֹא אֶל־תּוֹךְ הָעָם וְלֹא־הִנִּיחוּ לוֹ הַתַּלְמִידִים30 Ενω δε ο Παυλος ηθελε να εισελθη εις τον δημον, οι μαθηται δεν αφινον αυτον,
31 וְגַם־מִקְצָת רָאשֵׁי אַסְיָא אֲשֶׁר הָיוּ אֹהֲבָיו שָׁלְחוּ אֵלָיו וַיַּזְהִירוּ אֹתוֹ אֲשֶׁר לֹא־יִמְלָאֵהוּ לִבּוֹ לָבוֹא אֶל־הַתֵּאַטְרוֹן31 τινες δε και εκ των Ασιαρχων, οντες φιλοι αυτου, εστειλαν προς αυτον και παρεκαλουν να μη εκτεθη εις το θεατρον.
32 וַיִּצְעֲקוּ־שָׁם אֵלֶּה בְכֹה וְאֵלֶּה בְכֹה כִּי מְבוּכָה גְדוֹלָה הָיְתָה בַקָּהָל וְרֻבָּם לֹא יָדְעוּ עַל־מַה־זֶּה נֶאֱסָפוּ32 Αλλοι μεν λοιπον εκραζον αλλο τι και αλλοι αλλο? διοτι η συναξις ητο συγκεχυμενη, και οι πλειοτεροι δεν ηξευρον δια τι ειχον συναχθη.
33 וַיִּמְשְׁכוּ מִתּוֹךְ הֶהָמוֹן אֶת־אֲלֶכְּסַנְדֶּר וְהַיְּהוּדִים דָּחֲקוּ אֹתוֹ עַד־צֵאתוֹ וַיָּנֶף אֲלֶכְּסַנְדֶּר אֶת־יָדוֹ וַיְבַקֵּשׁ לְהִצְטַדֵּק לִפְנֵי הָעָם33 Εκ δε του οχλου προηγαγον τον Αλεξανδρον, δια να λαληση, επειδη οι Ιουδαιοι επροβαλον αυτον? και ο Αλεξανδρος σεισας την χειρα ηθελε να απολογηθη προς τον δημον.
34 וְהֵמָּה כְּהַכִּירָם כִּי־הוּא יְהוּדִי נָשְׂאוּ כֻלָּם קוֹל וַיִּצְעֲקוּ כִּשְׁתֵּי שָׁעוֹת לֵאמֹר גְּדוֹלָה אַרְטְמִיס שֶׁל־הָאֶפְסִיִּים34 Αφου δε εγνωρισαν οτι ειναι Ιουδαιος, εγεινε μια φωνη εκ παντων των κραζοντων, εως δυο ωρας? Μεγαλη η Αρτεμις των Εφεσιων.
35 וַיַּהַס סוֹפֵר הָעִיר אֶת־הָעָם וַיֹּאמַר אַנְשֵׁי אֶפְסוֹס מִי הוּא הָאִישׁ אֲשֶׁר לֹא יֵדַע כִּי הָעִיר אֶפְסוֹס סֹכֶנֶת הִיא לְהֵיכָל שֶׁל־אַרְטְמִיס הַמְּלֶכֶת הַגְּדוֹלָה וּלְצַלְמָהּ הַיּוֹרֵד מִן־הַשָּׁמָיִם35 Καθησυχασας δε ο γραμματευς τον οχλον, λεγει? Ανδρες Εφεσιοι, και τις ανθρωπος ειναι οστις δεν εξευρει οτι η πολις των Εφεσιων ειναι λατρις της μεγαλης θεας Αρτεμιδος και του Διοπετους αγαλματος;
36 וְיַעַן אֲשֶׁר אֵין לְכַחֵשׁ בַּדְּבָרִים הָאֵלֶּה רָאוּי לָכֶם לִהְיוֹת שֹׁקְטִים וְלֹא לַעֲשׂוֹת דָּבָר נִמְהָר36 Επειδη λοιπον ταυτα ειναι αναντιρρητα, πρεπει σεις να ησυχαζητε και να μη πραττητε μηδεν προπετες.
37 כִּי הֲבֵאתֶם אֶת־הָאֲנָשִׁים הָאֵלֶּה אֲשֶׁר אֵינָם גֹּזְלֵי מִקְדָּשׁ גַּם־אֵינָם מְגַדְּפֵי מַלְכַּתְכֶם37 Διοτι εφερετε τους ανδρας τουτους, οιτινες ουτε ιεροσυλοι ειναι ουτε την θεαν σας βλασφημουσιν.
38 לָכֵן אִם־לִדְמַטְרִיּוֹס וְלֶחָרָשִׁים אֲשֶׁר אִתּוֹ דְּבַר־רִיב עִם־אִישׁ הִנֵּה־לָנוּ יְמֵי בֵית־דִּין וְשָׂרֵי הַמְּדִינָה וְיָבִיאוּ אֲלֵיהֶם אֶת־רִיבָם38 Εαν μεν λοιπον ο Δημητριος και οι συντεχνιται αυτου εχωσι διαφοραν μετα τινος, υπαρχουσι δικασιμοι ημεραι και υπαρχουσιν ανθυπατοι, ας εγκαλεσωσιν αλληλους.
39 וְאִם־תְּבַקְשׁוּ דָּבָר אַחֵר שָׁפוֹט יִשָּׁפֵט בַּקָּהָל כְּפִי הַחֹק39 Εαν δε ζητητε τι περι αλλων πραγματων, εν τη νομιμω συνελευσει θελει διαλυθη.
40 כִּי הֲלֹא בַסַּכָּנָה אֲנַחְנוּ לְהִתְחַיֵּב בְּמֶרֶד בַּעֲבוּר הַיּוֹם הַזֶּה וְדָבָר אֵין לָנוּ לָתֵת דִּין וְחֶשְׁבּוֹן עַל־הַמְּהוּמָה הַזֹּאת40 Διοτι κινδυνευομεν να κατηγορηθωμεν ως στασιασται δια την σημερινην ταραχην, χωρις να υπαρχη μηδεμια αιτια, δια της οποιας θελομεν δυνηθη να δικαιολογησωμεν τον θορυβον τουτον.
41 וַיְהִי כַּאֲשֶׁר כִּלָּה לְדַבֵּר כַּדְּבָרִים הָאֵלֶּה וַיְשַׁלַּח אֶת־הַקָּהָל41 Και ειπων ταυτα, απελυσε την συνελευσιν.