Scrutatio

Domenica, 28 aprile 2024 - San Luigi Maria Grignion da Montfort ( Letture di oggi)

Premier livre de Samuel 22


font
JERUSALEMGREEK BIBLE
1 David partit de là et se réfugia dans la grotte d'Adullam. Ses frères et toute sa famille l'apprirentet descendirent l'y rejoindre.1 Ανεχωρησε δε ο Δαβιδ εκειθεν και διεσωθη εις το σπηλαιον Οδολλαμ? και οτε ηκουσαν οι αδελφοι αυτου και πας ο οικος του πατρος αυτου, κατεβησαν εκει προς αυτον.
2 Tous les gens en détresse, tous ceux qui avaient des créanciers, tous les mécontents serassemblèrent autour de lui et il devint leur chef. Il y avait avec lui environ 400 hommes.2 Και συνηθροισθησαν προς αυτον, πας οστις ητο εν στενοχωρια και πας χρεωφειλετης και πας δυσηρεστημενος? και εγεινεν αρχηγος επ' αυτων? και ησαν μετ' αυτου εως τετρακοσιοι ανδρες.
3 De là, David se rendit à Miçpé de Moab et dit au roi de Moab: "Permets que mon père et mamère restent avec vous jusqu'à ce que je sache ce que Dieu fera pour moi."3 Και ανεχωρησεν ο Δαβιδ εκειθεν εις Μισπα της Μωαβ? και ειπε προς τον βασιλεα Μωαβ, Ας ελθωσι, παρακαλω, ο πατηρ μου και η μητηρ μου προς εσας, εωσου γνωρισω τι θελει καμει ο Θεος εις εμε.
4 Il les laissa chez le roi de Moab et ils restèrent avec celui-ci tout le temps que David fut dans lerefuge.4 Και εφερεν αυτους ενωπιον του βασιλεως Μωαβ και κατωκησαν μετ' αυτου ολον τον καιρον καθ' ον ο Δαβιδ ητο εν τω οχυρωματι.
5 Le prophète Gad dit à David: "Ne reste pas dans le refuge, va-t'en et enfonce-toi dans le pays deJuda." David partit et se rendit dans la forêt de Hérèt.5 Ειπε δε Γαδ ο προφητης προς τον Δαβιδ, Μη μενης εν τω οχυρωματι? αναχωρησον και εισελθε εις την γην Ιουδα. Τοτε ανεχωρησεν ο Δαβιδ και εισηλθεν εις το δασος Αρεθ.
6 Saül apprit qu'on avait découvert David et les hommes qui l'accompagnaient. Saül était à Gibéa,assis sous le tamaris du haut lieu, sa lance à la main, et tous ses officiers se tenaient debout près de lui.6 Ακουσας δε ο Σαουλ οτι εφανερωθη ο Δαβιδ και οι ανδρες οι μετ' αυτου εκαθητο δε ο Σαουλ εν Γαβαα υπο το δενδρον εν Ραμα, εχων το δορυ αυτου εν τη χειρι αυτου, και παντες οι δουλοι αυτου ισταντο ενωπιον αυτου,
7 Et Saül dit aux officiers qui se tenaient près de lui: "Ecoutez donc, Benjaminites! Le fils de Jesséaussi vous donnera-t-il à tous des champs et des vignes et vous nommera-t-il tous chefs de mille et chefs de cent,7 τοτε ειπεν ο Σαουλ προς τους δουλους αυτου τους παρεστωτας ενωπιον αυτου, Ακουσατε τωρα, Βενιαμιται? μηπως εις ολους σας θελει δωσει ο υιος του Ιεσσαι αγρους και αμπελωνας, και ολους σας θελει καμει χιλιαρχους και εκατονταρχους,
8 que vous conspiriez tous contre moi? Personne ne m'avertit quand mon fils pactise avec le fils deJessé, personne de vous n'a pitié de moi et ne me révèle que mon fils a dressé mon serviteur en ennemi contremoi, comme il apparaît aujourd'hui."8 ωστε σεις να συνομοσητε παντες εναντιον μου και να μη ηναι μηδεις οστις να απαγγειλη εις εμε οτι ο υιος μου εκαμε συνθηκην μετα του υιου του Ιεσσαι, και μηδεις απο σας να μη ηναι οστις να πονη δι' εμε η να απαγγειλη εις εμε οτι ο υιος μου διηγειρε τον δουλον μου εναντιον μου, δια να ενεδρευη καθως την σημερον;
9 Doëg l'Edomite, qui se tenait près des officiers de Saül, prit la parole et dit: "J'ai vu le fils deJessé qui venait à Nob chez Ahimélek, fils d'Ahitub.9 Και απεκριθη Δωηκ ο Ιδουμαιος, οστις ητο διωρισμενος επι τους δουλους του Σαουλ, και ειπεν, Ειδον τον υιον του Ιεσσαι ελθοντα εις Νωβ, προς Αχιμελεχ τον υιον του Αχιτωβ?
10 Celui-ci a consulté Yahvé pour lui, il lui a donné des vivres, il lui a remis aussi l'épée de Goliathle Philistin."10 οστις ηρωτησε περι αυτου τον Κυριον, και τροφας εδωκεν εις αυτον, και την ρομφαιαν Γολιαθ του Φιλισταιου εδωκεν εις αυτον.
11 Alors Saül fit appeler le prêtre Ahimélek fils d'Ahitub et toute sa famille, les prêtres de Nob, etils vinrent tous chez le roi.11 Τοτε απεστειλεν ο βασιλευς να καλεσωσιν Αχιμελεχ τον υιον του Αχιτωβ, τον ιερεα, και παντα τον οικον του πατρος αυτου, τους ιερεις τους εν Νωβ? και ηλθον παντες προς τον βασιλεα.
12 Saül dit: "Ecoute donc, fils d'Ahitub!" et il répondit: "Me voici, Monseigneur."12 Και ειπεν ο Σαουλ, Ακουσον τωρα, υιε του Αχιτωβ. Ο δε απεκριθη, Ιδου εγω, κυριε μου.
13 Saül lui dit: "Pourquoi avez-vous conspiré contre moi, le fils de Jessé et toi? Tu lui as donné dupain et une épée et tu as consulté Dieu pour lui, afin qu'il se dresse en ennemi contre moi, comme il arriveaujourd'hui."13 Και ειπε προς αυτον ο Σαουλ, Δια τι συνωμοσατε εναντιον μου, συ και ο υιος του Ιεσσαι, ωστε να δωσης εις αυτον αρτον και ρομφαιαν και να ερωτησης τον Θεον περι αυτου, ωστε να σηκωθη εναντιον μου, να ενεδρευη, καθως την σημερον;
14 Ahimélek répondit au roi: "Et qui donc, parmi tous tes serviteurs, est comparable à David, lefidèle, le gendre du roi, le chef de ta garde personnelle, celui qu'on honore dans ta maison?14 Και απεκριθη ο Αχιμελεχ προς τον βασιλεα και ειπε, Και τις μεταξυ παντων των δουλων σου ειναι καθως ο Δαβιδ πιστος, και γαμβρος του βασιλεως και πορευομενος εις το προσταγμα σου και τιμωμενος εν τω οικω σου;
15 Est-ce aujourd'hui que j'ai commencé de consulter Dieu pour lui? Loin de moi toute autrepensée! Que le roi n'impute à son serviteur et à toute sa famille aucune charge, car ton serviteur ne savait rien detout cela, ni peu ni prou."15 σημερον ηρχισα να ερωτω τον Θεον περι αυτου; μη γενοιτο? ας μη αναθεση ο βασιλευς μηδεν επι τον δουλον αυτου μηδε επι παντα τον οικον του πατρος μου? διοτι ο δουλος σου δεν εξευρει ουδεν περι παντων τουτων, ουτε μικρον ουτε μεγα.
16 Le roi reprit: "Tu mourras, Ahimélek, toi et toute ta famille."16 Και ειπεν ο βασιλευς, Εξαπαντος θελεις αποθανει, Αχιμελεχ, συ και πας ο οικος του πατρος σου.
17 Le roi ordonna aux coureurs qui se tenaient près de lui: "Approchez et mettez à mort les prêtresde Yahvé, car ils ont eux aussi prêté la main à David, ils ont su qu'il fuyait et ils ne m'ont pas averti." Mais lesgardes du roi ne voulurent pas porter la main sur les prêtres de Yahvé et les frapper.17 Και ειπεν ο βασιλευς προς τους δορυφορους τους περιεστωτας εις αυτον, Στρεψατε και θανατωσατε τους ιερεις του Κυριου? επειδη εχουσι και αυτοι την χειρα αυτων μετα του Δαβιδ, και επειδη εγνωρισαν οτι αυτος εφευγε και δεν μοι απηγγειλαν τουτο. Δεν ηθελησαν ομως οι δουλοι του βασιλεως να εκτεινωσι τας χειρας αυτων δια να πεσωσιν επι τους ιερεις του Κυριου.
18 Alors, le roi dit à Doëg: "Toi, approche et frappe les prêtres." Doëg l'Edomite s'approcha etfrappa lui-même les prêtres: il mit à mort ce jour-là 85 hommes qui portaient le pagne de lin.18 Και ειπεν ο βασιλευς προς τον Δωηκ, Στρεψον συ και πεσον επι τους ιερεις. Και εστρεψε Δωηκ ο Ιδουμαιος και επεσεν επι τους ιερεις, και εθανατωσεν εκεινην την ημεραν ογδοηκοντα πεντε ανδρας φορουντας λινουν εφοδ.
19 Quant à Nob, la ville des prêtres, Saül la passa au fil de l'épée, hommes et femmes, enfants etnourrissons, boeufs, ânes, brebis.19 Και την Νωβ, την πολιν των ιερεων, επαταξεν εν στοματι μαχαιρας, ανδρας και γυναικας, παιδια και βρεφη θηλαζοντα, και βοας και ονους και προβατα, εν στοματι μαχαιρας.
20 Il n'échappa qu'un fils d'Ahimélek, fils d'Ahitub. Il se nommait Ebyatar et il s'enfuit auprès deDavid.20 Διεσωθη δε εις εκ των υιων του Αχιμελεχ υιου του Αχιτωβ, ονοματι Αβιαθαρ, και εφυγε κατοπιν του Δαβιδ.
21 Ebyatar annonça à David que Saül avait massacré les prêtres de Yahvé,21 Και απηγγειλεν ο Αβιαθαρ προς τον Δαβιδ, οτι εθανατωσεν ο Σαουλ τους ιερεις του Κυριου.
22 et David lui dit: "Je savais ce jour-là que Doëg l'Edomite, étant présent, avertirait sûrementSaül! C'est moi qui suis responsable de la vie de tous tes parents.22 Και ειπεν ο Δαβιδ προς τον Αβιαθαρ, Ηξευρον εν εκεινη τη ημερα, καθ' ην Δωηκ ο Ιδουμαιος ητο εκει, οτι ηθελε βεβαιως απαγγειλει προς τον Σαουλ? εγω εσταθην αιτια του θανατου παντων των ανθρωπων του οικου του πατρος σου?
23 Demeure avec moi, sois sans crainte: c'est le même qui en voudra à ma vie et qui en voudra à latienne, car tu es sous ma bonne garde."23 καθου μετ' εμου, μη φοβου? διοτι ο ζητων την ζωην μου ζητει και την ζωην σου? πλην συ θελεις εισθαι μετ' εμου εν ασφαλεια.