Scrutatio

Lunedi, 6 maggio 2024 - San Pietro Nolasco ( Letture di oggi)

Livre des Juges 19


font
JERUSALEMGREEK BIBLE
1 En ce temps-là -- il n'y avait pas alors de roi en Israël -- il y avait un homme, un lévite, qui résidait aufond de la montagne d'Ephraïm. Il prit pour concubine une femme de Bethléem de Juda.1 Κατ' εκεινας δε τας ημερας βασιλευς δεν ητο εν τω Ισραηλ? και ητο Λευιτης τις παροικων εις τα πλευρα του ορους Εφραιμ, οστις ελαβεν εις εαυτον γυναικα παλλακην εκ Βηθλεεμ Ιουδα.
2 Dans un moment de colère sa concubine le quitta pour rentrer dans la maison de son père à Bethléemde Juda, et elle y demeura un certain temps, quatre mois.2 Και επορνευσεν η παλλακη αυτου παρ' αυτω, και ανεχωρησεν απ' αυτου εις τον οικον του πατρος αυτης εις Βηθλεεμ Ιουδα, και ητο εκει τεσσαρας ολοκληρους μηνας.
3 Son mari partit et alla la trouver pour parler à son coeur et la ramener chez lui; il avait avec lui sonserviteur et deux ânes. Comme il arrivait à la maison du père de la jeune femme, celui-ci l'aperçut et s'en vinttout joyeux au-devant de lui.3 Και εσηκωθη ο ανηρ αυτης και υπηγε κατοπιν αυτης, δια να λαληση ευμενως προς αυτην, ωστε να καμη αυτην να επιστρεψη? ειχε δε μεθ' εαυτου τον δουλον αυτου και δυο ονους? και αυτη εισηγαγεν αυτον εις τον οικον του πατρος αυτης? και οτε ειδεν αυτον ο πατηρ της νεας, εχαρη εις την εντευξιν αυτου.
4 Son beau-père, le père de la jeune femme, le retint et il demeura trois jours chez lui, ils y mangèrentet burent et ils y passèrent la nuit.4 Και εκρατησεν αυτον ο πενθερος αυτου, ο πατηρ της νεας? και εκαθισε μετ' αυτου τρεις ημερας? και εφαγον και επιον και διενυκτερευσαν εκει.
5 Le quatrième jour, ils s'éveillèrent de bon matin et le lévite se disposait à partir, quand le père de lajeune femme dit à son gendre: "Restaure-toi en mangeant un morceau de pain, vous partirez après."5 Και την τεταρτην ημεραν, οτε ηγερθησαν το πρωι, εσηκωθη να αναχωρηση? και ειπεν ο πατηρ της νεας προς τον γαμβρον αυτου, Στηριξον την καρδιαν σου με ολιγον αρτον και μετα ταυτα θελετε υπαγει.
6 S'étant assis, ils se mirent à manger et à boire tous les deux ensemble, puis le père de la jeune femmedit à cet homme: "Consens, je te prie, à passer la nuit, et que ton coeur se réjouisse."6 Και εκαθισαν και εφαγον και επιον οι δυο ομου? και ειπεν ο πατηρ της νεας προς τον ανδρα, Ευαρεστηθητι, παρακαλω, και διανυκτερευσον, και ας ευφρανθη η καρδια σου.
7 Comme l'homme se levait pour partir, le beau-père insista auprès de lui, et il y passa encore la nuit.7 Και οτε ο ανθρωπος εσηκωθη να αναχωρηση, ο πενθερος αυτου εβιασεν αυτον? οθεν εμεινε και διενυκτερευσεν εκει.
8 Le cinquième jour, le lévite se leva de bon matin pour partir, mais le père de la jeune femme lui dit:"Restaure-toi d'abord, je t'en prie!" Ils s'attardèrent ainsi jusqu'au déclin du jour et ils mangèrent tous deuxensemble.8 Και ηγερθη το πρωι την πεμπτην ημεραν δια να αναχωρηση? και ειπεν ο πατηρ της νεας, Στηριξον, παρακαλω, την καρδιαν σου. Και εμειναν εωσου εκλινεν η ημερα, και συνεφαγον αμφοτεροι.
9 Le mari se levait pour partir avec sa concubine et son serviteur, quand son beau-père, le père de lajeune femme, lui fit: "Voici que le jour baisse vers le soir, passez donc la nuit. Voici le déclin du jour, passez lanuit ici, et que ton coeur se réjouisse. Demain de bon matin, vous partirez et tu regagneras ta tente."9 Και οτε ο ανθρωπος εσηκωθη να αναχωρηση, αυτος και η παλλακη αυτου και ο δουλος αυτου, ειπε προς αυτον ο πενθερος αυτου, ο πατηρ της νεας, Ιδου, τωρα η ημερα κλινει προς εσπεραν? διανυκτερευσατε, παρακαλω? ιδου η ημερα υπαγει να τελειωση? διανυκτερευσον ενταυθα, και ας ευφρανθη η καρδια σου? και αυριον σηκονεσθε το πρωι δια την οδοιποριαν σας και υπαγε εις την κατοικιαν σου.
10 Mais l'homme, refusant de passer la nuit, se leva, partit et il arriva en vue de Jébus -- c'est-à-dire deJérusalem. Il avait avec lui deux ânes bâtés, ainsi que sa concubine et son serviteur.10 Ο ανθρωπος ομως δεν ηθελησε να διανυκτερευση? αλλ' εσηκωθη και ανεχωρησε και ηλθεν εως απεναντι της Ιεβους, ητις ειναι η Ιερουσαλημ? και ειχε μεθ' εαυτου δυο ονους σαμαρωμενους, και η παλλακη αυτου ητο μετ' αυτου.
11 Lorsqu'ils furent près de Jébus, le jour avait beaucoup baissé. Le serviteur dit à son maître: "Viensdonc, je te prie, faisons un détour vers cette ville des Jébuséens et nous y passerons la nuit."11 Και οτε επλησιασαν εις την Ιεβους, η ημερα ητο πολυ προχωρημενη? και ειπεν ο δουλος προς τον κυριον αυτου, Ελθε, παρακαλω, και ας στρεψωμεν προς την πολιν ταυτην των Ιεβουσαιων, και ας διανυκτερευσωμεν εν αυτη.
12 Son maître lui répondit: "Nous ne ferons pas de détour vers une ville d'étrangers qui ne sont pas,ceux-là, des Israélites, mais nous pousserons jusqu'à Gibéa."12 Και ειπεν ο κυριος αυτου προς αυτον, Δεν θελομεν στρεψει προς πολιν αλλοτριων, ητις δεν ειναι εκ των υιων Ισραηλ? αλλα θελομεν περασει εως Γαβαα.
13 Et il ajouta à son serviteur: "Allons, et tâchons d'atteindre l'une de ces localités pour y passer lanuit, Gibéa ou Rama."13 Και ειπε προς τον δουλον αυτου, Ελθε, και ας πλησιασωμεν εις ενα εκ των τοπων τουτων και ας διανυκτερευσωμεν εν Γαβαα η εν Ραμα.
14 Ils poussèrent donc plus loin et continuèrent leur marche. A leur arrivée en face de Gibéa deBenjamin, le soleil se couchait.14 Και διεβησαν και υπηγαν? και εδυσεν επ' αυτους ο ηλιος πλησιον της Γαβαα, ητις ειναι του Βενιαμιν.
15 Ils se tournèrent alors de ce côté pour passer la nuit à Gibéa. Le lévite, étant entré, s'assit sur laplace de la ville, mais personne ne leur offrit dans sa maison l'hospitalité pour la nuit.15 Και εστραφησαν εκει, δια να εισελθωσι να καταλυσωσιν εν Γαβαα? και οτε εισηλθεν, εκαθισεν εν τη πλατεια της πολεως? και δεν ητο ανθρωπος να παραλαβη αυτους εις την οικιαν αυτου δια να διανυκτερευσωσι.
16 Survint un vieillard qui, le soir venu, rentrait de son travail des champs. C'était un homme de lamontagne d'Ephraïm, qui résidait à Gibéa, tandis que les gens de l'endroit étaient des Benjaminites.16 Και ιδου, ανθρωπος γερων ηρχετο απο του εργου αυτου εκ του αγρου το εσπερας? και ο ανθρωπος ητο εκ του ορους Εφραιμ, παρωκει δε εν Γαβαα? οι δε ανθρωποι του τοπου ησαν Βενιαμιται.
17 Levant les yeux, il remarqua le voyageur, sur la place de la ville: "Où vas-tu, lui dit le vieillard, etd'où viens-tu?"17 Και υψωσας τους οφθαλμους αυτου, ειδε τον ανθρωπον τον οδοιπορον εν τη πλατεια της πολεως? και ειπεν ο ανθρωπος ο γερων, Που υπαγεις; και ποθεν ερχεσαι;
18 Et l'autre lui répondit: "Nous faisons route de Bethléem de Juda vers le fond de la montagned'Ephraïm. C'est de là que je suis. J'étais allé à Bethléem de Juda et je retourne chez moi, mais personne ne m'aoffert l'hospitalité dans sa maison.18 Ο δε ειπε προς αυτον, Ημεις διαβαινομεν εκ Βηθλεεμ Ιουδα εως των πλευρων του ορους Εφραιμ? εκειθεν ειμαι εγω? και υπηγα εως Βηθλεεμ Ιουδα, και τωρα υπαγω εις τον οικον του Κυριου? και δεν ειναι ουδεις να με παραλαβη εις την οικιαν αυτου?
19 Nous avons pourtant de la paille et du fourrage pour nos ânes, j'ai aussi du pain et du vin pour moi,pour ta servante et pour le jeune homme qui accompagne ton serviteur. Nous ne manquons de rien."19 εχομεν δε αχυρα και τροφην δια τους ονους ημων, εχομεν και προσετι αρτον και οινον δι' εμε και δια την δουλην σου και δια τον νεον, οστις ειναι μετα των δουλων σου? δεν εχομεν ελλειψιν ουδενος πραγματος.
20 "Sois le bienvenu, repartit le vieillard, laisse-moi pourvoir à tous tes besoins, mais ne passe pas lanuit sur la place."20 Και ειπεν ο ανθρωπος ο γερων, Ειρηνη εις σε? και παν ο, τι χρειαζεσαι εγω φροντιζω? μονον εν τη πλατεια μη διανυκτερευσης.
21 Il le fit donc entrer dans sa maison et il donna du fourrage aux ânes. Les voyageurs se lavèrent lespieds, puis mangèrent et burent.21 Και εισηγαγεν αυτον εις τον οικον αυτου και εδωκε τροφην εις τους ονους? και επλυναν τους ποδας αυτων, και εφαγον και επιον.
22 Pendant qu'ils se réconfortaient, voici que des gens de la ville, des vauriens, s'attroupèrent autour dela maison et, frappant à la porte à coups redoublés, ils dirent au vieillard, maître de la maison: "Fais sortirl'homme qui est venu chez toi, que nous le connaissions."22 Ενω ουτοι ευφραινον τας καρδιας αυτων, ιδου, οι ανδρες της πολεως, ανθρωποι παρανομοι περιεκυκλωσαν την οικιαν, κρουοντες εις την θυραν? και ειπον προς τον ανθρωπον τον κυριον της οικιας τον γεροντα, λεγοντες, Εκβαλε τον ανθρωπον, τον ελθοντα εις την οικιαν σου, δια να γνωρισωμεν αυτον.
23 Alors le maître de la maison sortit vers eux et leur dit: "Non, mes frères, je vous en prie, ne soyezpas des criminels. Après que cet homme est entré dans ma maison, ne commettez pas cette infamie.23 Και εξηλθε προς αυτους ο ανθρωπος, ο κυριος της οικιας, και ειπε προς αυτους, Μη, αδελφοι μου, παρακαλω, μη πραξητε τουτο το κακον? αφου ο ανθρωπος ουτος εισηλθεν εις την οικιαν μου, μη πραξητε τοιαυτην αφροσυνην?
24 Voici ma fille qui est vierge. Je vous la livrerai. Abusez d'elle et faites ce que bon vous semble,mais ne commettez pas à l'égard de cet homme une pareille infamie."24 ιδου, η θυγατηρ μου η παρθενος και η παλλακη αυτου? τωρα θελω φερει αυτας εξω, και ταπεινωσατε αυτας και καμετε εις αυτας ο, τι φανη αρεστον εις τους οφθαλμους σας? αλλ' εις τον ανθρωπον τουτον μη πραξητε εργον τοιαυτης αφροσυνης.
25 Ces gens ne voulurent pas l'écouter. Alors l'homme prit sa concubine et la leur amena dehors. Ils laconnurent, ils abusèrent d'elle toute la nuit jusqu'au matin et, au lever de l'aurore, ils la lâchèrent.25 Οι ανδρες ομως δεν ηθελησαν να ακουσωσιν αυτον? και ελαβεν ο ανθρωπος την παλλακην αυτου και εφερεν αυτην εξω προς αυτους? και εγνωρισαν αυτην και υβρισαν εις αυτην ολην την νυκτα εως πρωι? και καθως εφανη η αυγη, απελυσαν αυτην.
26 Vers le matin la femme s'en vint tomber à l'entrée de la maison de l'homme chez qui était son mariet elle resta là jusqu'au jour.26 Και ηλθεν η γυνη προς το χαραγμα της ημερας και επεσε παρα την θυραν της οικιας του ανθρωπου, οπου ητο ο κυριος αυτης, εωσου εφεγξε.
27 Au matin son mari se leva et, ayant ouvert la porte de la maison, il sortait pour continuer sa route,quand il vit que la femme, sa concubine, gisait à l'entrée de la maison, les mains sur le seuil.27 Και εσηκωθη ο κυριος αυτης το πρωι και ηνοιξε τας θυρας της οικιας και εξηλθε δια να υπαγη εις την οδον αυτου? και ιδου, η γυνη η παλλακη αυτου πεσμενη εις την θυραν της οικιας και αι χειρες αυτης επι του κατωφλιου.
28 "Lève-toi, lui dit-il, et partons!" Pas de réponse. Alors il la chargea sur son âne et il se mit en routepour rentrer chez lui.28 Και ειπε προς αυτην, Σηκωθητι και ας υπαγωμεν. Αλλα δεν απεκριθη. Τοτε ανελαβεν αυτην επι τον ονον ο ανθρωπος, και εσηκωθη και υπηγεν εις τον τοπον αυτου.
29 Arrivé à la maison, il prit un couteau et, saisissant sa concubine, il la découpa, membre parmembre, en douze morceaux, puis il l'envoya dans tout le territoire d'Israël.29 Και αφου ηλθεν εις την οικιαν αυτου, ελαβε την μαχαιραν και πιασας την παλλακην αυτου, διεμελισεν αυτην μετα των οστεων αυτης εις δωδεκα μερη, και εστειλεν αυτα εις παντα τα ορια του Ισραηλ.
30 Il donna des ordres à ses émissaires, disant: "Voici ce que vous direz à tous les Israélites: A-t-onjamais vu pareille chose depuis le jour où les Israélites sont montés du pays d'Egypte jusqu'aujourd'hui?Réfléchissez-y, consultez-vous et prononcez." Et tous ceux qui voyaient, disaient: "Jamais chose pareille n'estarrivée et ne s'est vue depuis que les Israélites sont montés du pays d'Egypte jusqu'aujourd'hui."30 Και παντες οσοι εβλεπον, ελεγον, Δεν εγεινεν ουδε εφανη τοιουτον πραγμα, αφ' ης ημερας οι υιοι Ισραηλ ανεβησαν εκ γης Αιγυπτου, εως της ημερας ταυτης? σκεφθητε περι τουτου, συμβουλευθητε και λαλησατε.