Scrutatio

Domenica, 5 maggio 2024 - Beato Nunzio Sulprizio ( Letture di oggi)

Actes des Apôtres 22


font
JERUSALEMGREEK BIBLE
1 "Frères et pères, écoutez ce que j'ai maintenant à vous dire pour ma défense."1 Ανδρες αδελφοι και πατερες, ακουσατε με απολογουμενον τωρα προς εσας.
2 Quand ils entendirent qu'il s'adressait à eux en langue hébraïque, leur silence se fit plus profond. Ilpoursuivit:2 Ακουσαντες δε οτι ελαλει προς αυτους εις την Εβραικην διαλεκτον, εδειξαν περισσοτεραν ησυχιαν. Και ειπεν?
3 "Je suis Juif. Né à Tarse en Cilicie, j'ai cependant été élevé ici dans cette ville, et c'est aux pieds deGamaliel que j'ai été formé à l'exacte observance de la Loi de nos pères, et j'étais rempli du zèle de Dieu, commevous l'êtes tous aujourd'hui.3 Εγω μεν ειμαι ανθρωπος Ιουδαιος, γεγεννημενος εν Ταρσω της Κιλικιας, ανατεθραμμενος δε εν τη πολει ταυτη παρα τους ποδας του Γαμαλιηλ, πεπαιδευμενος κατα την ακριβειαν του πατροπαραδοτου νομου, ζηλωτης ων του Θεου, καθως παντες σεις εισθε σημερον?
4 J'ai persécuté à mort cette Voie, chargeant de chaînes et jetant en prison hommes et femmes,4 οστις κατετρεξα μεχρι θανατου ταυτην την οδον, δεσμευων και παραδιδων εις φυλακας ανδρας τε και γυναικας,
5 comme le grand prêtre m'en est témoin, ainsi que tout le collège des anciens. J'avais même reçud'eux des lettres pour les frères de Damas, et je m'y rendais en vue d'amener ceux de là-bas enchaînés àJérusalem pour y être châtiés.5 καθως και ο αρχιερευς μαρτυρει εις εμε και ολον το πρεσβυτεριον? παρα των οποιων και επιστολας λαβων προς τους αδελφους, επορευομην εις Δαμασκον δια να φερω δεδεμενους εις Ιερουσαλημ και τους εκει οντας, δια να τιμωρηθωσιν.
6 "Je faisais route et j'approchais de Damas, quand tout à coup, vers midi, une grande lumière venuedu ciel m'enveloppa de son éclat.6 Ενω δε οδοιπορων επλησιαζον εις την Δαμασκον, περι την μεσημβριαν εξαιφνης εστραψε περι εμε φως πολυ εκ του ουρανου,
7 Je tombai sur le sol et j'entendis une voix qui me disait: Saoul, Saoul, pourquoi me persécutes-tu?7 και επεσον εις το εδαφος και ηκουσα φωνην λεγουσαν προς εμε? Σαουλ, Σαουλ, τι με διωκεις;
8 Je répondis: Qui es-tu, Seigneur? Il me dit alors: Je suis Jésus le Nazôréen, que tu persécutes.8 Εγω δε απεκριθην? Τις εισαι, Κυριε; Και ειπε προς εμε? Εγω ειμαι Ιησους ο Ναζωραιος, τον οποιον συ διωκεις.
9 Ceux qui étaient avec moi virent bien la lumière, mais ils n'entendirent pas la voix de celui qui meparlait.9 Οι οντες δε μετ' εμου το μεν φως ειδον και κατεφοβηθησαν, την φωνην ομως του λαλουντος προς εμε δεν ηκουσαν.
10 Je repris: Que dois-je faire, Seigneur? Le Seigneur me dit: Relève-toi. Va à Damas. Là on te diratout ce qu'il t'est prescrit de faire.10 Και ειπον? Τι να καμω, Κυριε; Και ο Κυριος ειπε προς εμε? Σηκωθεις υπαγε εις Δαμασκον, και εκει θελει σοι λαληθη περι παντων οσα ειναι διωρισμενα να καμης.
11 Mais comme je n'y voyais plus à cause de l'éclat de cette lumière, c'est conduit par la main de mescompagnons que j'arrivai à Damas.11 Και επειδη εκ της λαμπροτητος του φωτος εκεινου δεν εβλεπον, χειραγωγουμενος υπο των οντων μετ' εμου ηλθον εις Δαμασκον.
12 "Il y avait là un certain Ananie, homme dévot selon la Loi et jouissant du bon témoignage de tousles Juifs de la ville;12 Ανανιας δε τις, ανθρωπος ευσεβης κατα τον νομον, μαρτυρουμενος υπο παντων των εκει κατοικουντων Ιουδαιων,
13 il vint me trouver et, une fois près de moi, me dit: Saoul, mon frère, recouvre la vue. Et moi, aumême instant, je pus le voir.13 ηλθε προς εμε και σταθεις επανω μου μοι, ειπε? Σαουλ αδελφε, αναβλεψον. Και εγω τη αυτη ωρα ανεβλεψα εις αυτον.
14 Il dit alors: Le Dieu de nos pères t'a prédestiné à connaître sa volonté, à voir le Juste et à entendre lavoix sortie de sa bouche;14 Ο δε ειπεν? Ο Θεος των πατερων ημων σε διωρισε να γνωρισης το θελημα αυτου και να ιδης τον δικαιον και να ακουσης φωνην εκ του στοματος αυτου,
15 car pour lui tu dois être témoin devant tous les hommes de ce que tu as vu et entendu.15 διοτι θελεις εισθαι μαρτυς περι αυτου προς παντας τους ανθρωπους των οσα ειδες και ηκουσας.
16 Pourquoi tarder encore? Allons! Reçois le baptême et purifie-toi de tes péchés en invoquant sonnom.16 Και τωρα τι βραδυνεις; σηκωθεις βαπτισθητι και απολουσθητι απο των αμαρτιων σου, επικαλεσθεις το ονομα του Κυριου.
17 "De retour à Jérusalem, il m'est arrivé, un jour que je priais dans le Temple, de tomber en extase.17 Αφου δε υπεστρεψα εις Ιερουσαλημ, ενω προσηυχομην εν τω ιερω, ηλθον εις εκστασιν
18 Je vis le Seigneur, qui me dit: Hâte-toi, sors vite de Jérusalem, car ils n'accueilleront pas tontémoignage à mon sujet. --18 και ειδον αυτον λεγοντα προς εμε? Σπευσον και εξελθε ταχεως εξ Ιερουσαλημ, διοτι δεν θελουσι παραδεχθη την περι εμου μαρτυριαν σου.
19 Seigneur, répondis-je, ils savent pourtant bien que, de synagogue en synagogue, je faisais jeter enprison et battre de verges ceux qui croient en toi;19 Και εγω ειπον? Κυριε, αυτοι εξευρουσιν οτι εγω εφυλακιζον και εδερον εν ταις συναγωγαις τους πιστευοντας εις σε?
20 et quand on répandait le sang d'Etienne, ton témoin, j'étais là, moi aussi, d'accord avec ceux qui letuaient, et je gardais leurs vêtements'20 και οτε εχυνετο το αιμα Στεφανου του μαρτυρος σου, και εγω ημην παρων και συνεφωνουν εις τον φονον αυτου και εφυλαττον τα ιματια των φονευοντων αυτον.
21 Il me dit alors: Va; c'est au loin, vers les païens, que moi, je veux t'envoyer."21 Και ειπε προς εμε? Υπαγε, διοτι εγω θελω σε εξαποστειλει εις εθνη μακραν.
22 Jusque-là on l'écoutait. Mais à ces mots, on se mit à crier: "Otez de la terre un pareil individu! Iln'est pas digne de vivre."22 Και μεχρι τουτου του λογου ηκουον αυτον? τοτε δε υψωσαν την φωνην αυτων, λεγοντες? Σηκωσον απο της γης τον τοιουτον? διοτι δεν πρεπει να ζη.
23 On vociférait, on jetait ses vêtements, on lançait de la poussière en l'air.23 Και επειδη αυτοι εκραυγαζον και ετιναζον τα ιματια και ερριπτον κονιορτον εις τον αερα,
24 Le tribun le fit alors introduire dans la forteresse et ordonna de lui donner la question par le fouet,afin de savoir pour quel motif on criait ainsi contre lui.24 ο χιλιαρχος προσεταξε να φερθη εις το φρουριον, παραγγειλας να εξετασθη δια μαστιγων, δια να γνωριση δια ποιαν αιτιαν εφωναζον ουτω κατ' αυτου.
25 Quand on l'eut attaché avec les courroies, Paul dit au centurion de service: "Un citoyen romain, etqui n'a même pas été jugé, vous est-il permis de lui appliquer le fouet?"25 Και καθως εξηπλωσεν αυτον δεδεμενον με τα λωρια, ο Παυλος ειπε προς τον παρεστωτα εκατονταρχον? Ειναι ταχα νομιμον εις εσας ανθρωπον Ρωμαιον και ακατακριτον να μαστιγονητε;
26 A ces mots, le centurion alla trouver le tribun pour le prévenir: "Que vas-tu faire? Cet homme estcitoyen romain."26 Ακουσας δε ο εκατονταρχος, υπηγε και απηγγειλε προς τον χιλιαρχον, λεγων? Βλεπε τι μελλεις να καμης? διοτι ο ανθρωπος ουτος ειναι Ρωμαιος.
27 Le tribun vint donc demander à Paul: "Dis-moi, tu es citoyen romain?" - "Oui", répondit-il.27 Προσελθων δε ο χιλιαρχος, ειπε προς αυτον? Λεγε μοι, συ Ρωμαιος εισαι; Ο δε ειπε? Ναι.
28 Le tribun reprit: "Moi, il m'a fallu une forte somme pour acheter ce droit de cité" - "Et moi, dit Paul,je l'ai de naissance."28 Και απεκριθη ο χιλιαρχος? Εγω δια πολλων χρηματων απεκτησα ταυτην την πολιτογραφησιν. Ο δε Παυλος ειπεν? Αλλ' εγω και εγεννηθην Ρωμαιος.
29 Aussitôt donc, ceux qui allaient le mettre à la question s'écartèrent de lui et le tribun lui-même eutpeur, sachant que c'était un citoyen romain qu'il avait chargé de chaînes.29 Ευθυς λοιπον απεσυρθησαν απ' αυτου οι μελλοντες να βασανισωσιν αυτον. Και ο χιλιαρχος ετι εφοβηθη γνωρισας οτι ειναι Ρωμαιος, και διοτι ειχε δεσει αυτον.
30 Le lendemain, voulant savoir de quoi les Juifs l'accusaient au juste, il le fit détacher et ordonna auxgrands prêtres ainsi qu'à tout le Sanhédrin de se réunir; puis il amena Paul et le fit comparaître devant eux.30 Τη δε επαυριον θελων να μαθη το βεβαιον, περι τινος κατηγορειται παρα των Ιουδαιων, ελυσεν αυτον απο των δεσμων, και προσεταξε να ελθωσιν οι αρχιερεις και ολον το συνεδριον αυτων και καταβιβασας τον Παυλον, εστησεν εμπροσθεν αυτων.