Scrutatio

Lunedi, 29 aprile 2024 - Santa Caterina da Siena ( Letture di oggi)

Évangile selon Marc 6


font
JERUSALEMGREEK BIBLE
1 Etant sorti de là, il se rend dans sa patrie, et ses disciples le suivent.1 Και εξηλθεν εκειθεν και ηλθεν εις την πατριδα αυτου? και ακολουθουσιν αυτον οι μαθηται αυτου.
2 Le sabbat venu, il se mit à enseigner dans la synagogue, et le grand nombre en l'entendant étaientfrappés et disaient: "D'où cela lui vient-il? Et qu'est-ce que cette sagesse qui lui a été donnée et ces grandsmiracles qui se font par ses mains?2 Και οτε ηλθε το σαββατον, ηρχισε να διδασκη εν τη συναγωγη? και πολλοι ακουοντες εξεπληττοντο και ελεγον? Ποθεν εις τουτον ταυτα; και τις η σοφια η δοθεισα εις αυτον, ωστε και θαυματα τοιαυτα γινονται δια των χειρων αυτου;
3 Celui-là n'est-il pas le charpentier, le fils de Marie, le frère de Jacques, de Joset, de Jude et de Simon?Et ses soeurs ne sont-elles pas ici chez nous?" Et il étaient choqués à son sujet.3 δεν ειναι ουτος ο τεκτων, ο υιος της Μαριας, αδελφος δε του Ιακωβου και Ιωση και Ιουδα και Σιμωνος; και δεν ειναι αι αδελφαι αυτου ενταυθα παρ' ημιν; Και εσκανδαλιζοντο εν αυτω.
4 Et Jésus leur disait: "Un prophète n'est méprisé que dans sa patrie, dans sa parenté et dans sa maison."4 Ελεγε δε προς αυτους ο Ιησους οτι δεν ειναι προφητης ανευ τιμης ειμη εν τη πατριδι αυτου και μεταξυ των συγγενων και εν τη οικια αυτου.
5 Et il ne pouvait faire là aucun miracle, si ce n'est qu'il guérit quelques infirmes en leur imposant lesmains.5 Και δεν ηδυνατο εκει ουδεν θαυμα να καμη, ειμη οτι επι ολιγους αρρωστους επιθεσας τας χειρας εθεραπευσεν αυτους?
6 Et il s'étonna de leur manque de foi. Il parcourait les villages à la ronde en enseignant.6 και εθαυμαζε δια την απιστιαν αυτων. Και περιηρχετο τας κωμας κυκλω διδασκων.
7 Il appelle à lui les Douze et il se mit à les envoyer en mission deux à deux, en leur donnant pouvoir surles esprits impurs.7 Και προσκαλεσας τους δωδεκα, ηρχισε να αποστελλη αυτους δυο δυο? και εδιδεν εις αυτους εξουσιαν κατα των πνευματων των ακαθαρτων,
8 Et il leur prescrivit de ne rien prendre pour la route qu'un bâton seulement, ni pain, ni besace, nimenue monnaie pour la ceinture,8 και παρηγγειλεν εις αυτους να μη βασταζωσι μηδεν εις την οδον ειμη ραβδον μονον, μη σακκιον, μη αρτον, μη χαλκον εις την ζωνην,
9 mais: "Allez chaussés de sandales et ne mettez pas deux tuniques."9 αλλα να ηναι υποδεδεμενοι σανδαλια και να μη ενδυωνται δυο χιτωνας.
10 Et il leur disait: "Où que vous entriez dans une maison, demeurez-y jusqu'à ce que vous partiez de là.10 Και ελεγε προς αυτους? Οπου εαν εισελθητε εις οικιαν, εκει μενετε εωσου εξελθητε εκειθεν.
11 Et si un endroit ne vous accueille pas et qu'on ne vous écoute pas, sortez de là et secouez la poussièrequi est sous vos pieds, en témoignage contre eux."11 Και οσοι δεν σας δεχθωσι μηδε σας ακουσωσιν, εξερχομενοι εκειθεν εκτιναξατε τον κονιορτον τον υποκατω των ποδων σας δια μαρτυριαν εις αυτους. Αληθως σας λεγω, ελαφροτερα θελει εισθαι η τιμωρια εις τα Σοδομα η Γομορρα εν ημερα κρισεως, παρα εις την πολιν εκεινην.
12 Etant partis, ils prêchèrent qu'on se repentît;12 Και εξελθοντες εκηρυττον να μετανοησωσι,
13 et ils chassaient beaucoup de démons et faisaient des onctions d'huile à de nombreux infirmes et lesguérissaient.13 και εξεβαλλον πολλα δαιμονια και ηλειφον πολλους αρρωστους με ελαιον και εθεραπευον.
14 Le roi Hérode entendit parler de lui, car son nom était devenu célèbre, et l'on disait: "Jean le Baptisteest ressuscité d'entre les morts; d'où les pouvoirs miraculeux qui se déploient en sa personne."14 Και ηκουσεν ο βασιλευς Ηρωδης? διοτι φανερον εγεινε το ονομα αυτου? και ελεγεν οτι Ιωαννης ο Βαπτιστης ανεστη εκ νεκρων, και δια τουτο ενεργουσιν αι δυναμεις εν αυτω.
15 D'autres disaient: "C'est Elie." Et d'autres disaient: "C'est un prophète comme les autres prophètes."15 Αλλοι ελεγον οτι ο Ηλιας ειναι? αλλοι δε ελεγον οτι προφητης ειναι η ως εις των προφητων.
16 Hérode donc, en ayant entendu parler, disait: "C'est Jean que j'ai fait décapiter, qui est ressuscité!"16 Ακουσας δε ο Ηρωδης ειπεν οτι ουτος ειναι ο Ιωαννης, τον οποιον εγω απεκεφαλισα? αυτος ανεστη εκ νεκρων.
17 En effet, c'était lui, Hérode, qui avait envoyé arrêter Jean et l'enchaîner en prison, à caused'Hérodiade, la femme de Philippe son frère qu'il avait épousée.17 Διοτι αυτος ο Ηρωδης απεστειλε και επιασε τον Ιωαννην και εδεσεν αυτον εν τη φυλακη δια την Ηρωδιαδα την γυναικα Φιλιππου του αδελφου αυτου, επειδη ειχε λαβει αυτην εις γυναικα.
18 Car Jean disait à Hérode: "Il ne t'est pas permis d'avoir la femme de ton frère."18 Διοτι ο Ιωαννης ελεγε προς τον Ηρωδην οτι δεν σοι ειναι συγκεχωρημενον να εχης την γυναικα του αδελφου σου.
19 Quant à Hérodiade, elle était acharnée contre lui et voulait le tuer, mais elle ne le pouvait pas,19 Η δε Ηρωδιας εμισει αυτον και ηθελε να θανατωση αυτον, και δεν ηδυνατο.
20 parce que Hérode craignait Jean, sachant que c'était un homme juste et saint, et il le protégeait; quandil l'avait entendu, il était fort perplexe, et c'était avec plaisir qu'il l'écoutait.20 Διοτι ο Ηρωδης εφοβειτο τον Ιωαννην, γνωριζων αυτον ανδρα δικαιον και αγιον, και διεφυλαττεν αυτον και εκαμνε πολλα ακουων αυτου και ευχαριστως ηκουεν αυτου.
21 Or vint un jour propice, quand Hérode, à l'anniversaire de sa naissance, fit un banquet pour les grandsde sa cour, les officiers et les principaux personnages de la Galilée:21 Και οτε ηλθεν αρμοδιος ημερα, καθ' ην ο Ηρωδης εκαμνεν εν τοις γενεθλιοις αυτου δειπνος εις τους μεγιστανας αυτου και εις τους χιλιαρχους και τους πρωτους της Γαλιλαιας,
22 la fille de la dite Hérodiade entra et dansa, et elle plut à Hérode et aux convives. Alors le roi dit à lajeune fille: "Demande-moi ce que tu voudras, je te le donnerai."22 και εισηλθεν η θυγατηρ αυτης της Ηρωδιαδος και εχορευσε και ηρεσεν εις τον Ηρωδην και τους συγκαθημενους, ειπεν ο βασιλευς προς το κορασιον? Ζητησον με ο, τι αν θελης, και θελω σοι δωσει.
23 Et il lui fit un serment: "Tout ce que tu me demanderas, je te le donnerai, jusqu'à la moitié de monroyaume!"23 Και ωμοσε προς αυτην οτι θελω σοι δωσει ο, τι με ζητησης, εως του ημισεος της βασιλειας μου.
24 Elle sortit et dit à sa mère: "Que vais-je demander" - "La tête de Jean le Baptiste", dit celle-ci.24 Η δε εξελθουσα ειπε προς την μητερα αυτης? Τι να ζητησω; Η δε ειπε? Την κεφαλην Ιωαννου του Βαπτιστου.
25 Rentrant aussitôt en hâte auprès du roi, elle lui fit cette demande: "Je veux que tout de suite tu medonnes sur un plat la tête de Jean le Baptiste."25 Και ευθυς εισελθουσα μετα σπουδης εις τον βασιλεα, εζητησε λεγουσα? Θελω να μοι δωσης παραυτα επι πινακι την κεφαλην Ιωαννου του Βαπτιστου.
26 Le roi fut très contristé, mais à cause de ses serments et des convives, il ne voulut pas lui manquer deparole.26 Και ο βασιλευς, αν και ελυπηθη πολυ, δια τους ορκους ομως και τους συγκαθημενους δεν ηθελησε να απορριψη την αιτησιν αυτης.
27 Et aussitôt le roi envoya un garde en lui ordonnant d'apporter la tête de Jean.27 Και ευθυς αποστειλας ο βασιλευς δημιον, προσεταξε να φερθη η κεφαλη αυτου. Ο δε απελθων απεκεφαλισεν αυτον εν τη φυλακη
28 Le garde s'en alla et le décapita dans la prison; puis il apporta sa tête sur un plat et la donna à la jeunefille, et la jeune fille la donna à sa mère.28 και εφερε την κεφαλην αυτου επι πινακι και εδωκεν αυτην εις το κορασιον, και το κορασιον εδωκεν αυτην εις την μητερα αυτης.
29 Les disciples de Jean, l'ayant appris, vinrent prendre son cadavre et le mirent dans un tombeau.29 Και ακουσαντες οι μαθηται αυτου, ηλθον και εσηκωσαν το πτωμα αυτου και εθεσαν αυτο εν μνημειω.
30 Les apôtres se réunissent auprès de Jésus, et ils lui rapportèrent tout ce qu'ils avaient fait et tout cequ'ils avaient enseigné.30 Και συναγονται οι αποστολοι προς τον Ιησουν και απηγγειλαν προς αυτον παντα, και οσα επραξαν και οσα εδιδαξαν.
31 Et il leur dit: "Venez vous-mêmes à l'écart, dans un lieu désert, et reposez-vous un peu." De fait, lesarrivants et les partants étaient si nombreux que les apôtres n'avaient pas même le temps de manger.31 Και ειπε προς αυτους? Ελθετε σεις αυτοι κατ' ιδιαν εις τοπον ερημον και αναπαυεσθε ολιγον? διοτι ησαν πολλοι οι ερχομενοι και οι υπαγοντες, και ουδε να φαγωσιν ηυκαιρουν?
32 Ils partirent donc dans la barque vers un lieu désert, à l'écart.32 και υπηγον εις ερημον τοπον με το πλοιον κατ' ιδιαν.
33 Les voyant s'éloigner, beaucoup comprirent, et de toutes les villes on accourut là-bas, à pied, et on lesdevança.33 Και ειδον αυτους υπαγοντας οι οχλοι, και πολλοι εγνωρισαν αυτον και συνεδραμον εκει πεζοι απο πασων των πολεων και φθασαντες προ αυτων συνηχθησαν πλησιον αυτου.
34 En débarquant, il vit une foule nombreuse et il en eut pitié, parce qu'ils étaient comme des brebis quin'ont pas de berger, et il se mit à les enseigner longuement.34 Εξελθων δε ο Ιησους, ειδε πολυν οχλον και εσπλαγχνισθη δι' αυτους, επειδη ησαν ως προβατα μη εχοντα ποιμενα, και ηρχισε να διδασκη αυτους πολλα.
35 L'heure étant déjà très avancée, ses disciples s'approchèrent et lui dirent: "L'endroit est désert etl'heure est déjà très avancée;35 Και επειδη ειχεν ηδη παρελθει ωρα πολλη, προσελθοντες προς αυτον οι μαθηται αυτου, λεγουσιν οτι ερημος ειναι ο τοπος και παρηλθεν ηδη πολλη ωρα?
36 renvoie-les afin qu'ils aillent dans les fermes et les villages d'alentour s'acheter de quoi manger."36 απολυσον αυτους, δια να υπαγωσιν εις τους περιξ αγρους και κωμας και αγορασωσιν εις εαυτους αρτους? διοτι δεν εχουσι τι να φαγωσιν.
37 Il leur répondit: "Donnez-leur vous-mêmes à manger." Ils lui disent: "Faudra-t-il que nous allionsacheter des pains pour 200 deniers, afin de leur donner à manger?"37 Ο δε αποκριθεις ειπε προς αυτους? Δοτε σεις εις αυτους να φαγωσι. Και λεγουσι προς αυτον? να υπαγωμεν να αγορασωμεν διακοσιων δηναριων αρτους και να δωσωμεν εις αυτους να φαγωσιν;
38 Il leur dit: "Combien de pains avez-vous? Allez voir." S'en étant informés, ils disent: "Cinq, et deuxpoissons."38 Ο δε λεγει προς αυτους? Ποσους αρτους εχετε; υπαγετε και ιδετε. Και αφου ειδον, λεγουσι? Πεντε, και δυο οψαρια.
39 Alors il leur ordonna de les faire tous s'étendre par groupes de convives sur l'herbe verte.39 Και προσεταξεν αυτους να καθισωσι παντας επι του χλωρου χορτου συμποσια συμποσια.
40 Et ils s'allongèrent à terre par carrés de cent et de 50.40 Και εκαθησαν πρασιαι ανα εκατον και ανα πεντηκοντα.
41 Prenant alors les cinq pains et les deux poissons, il leva les yeux au ciel, il bénit et rompit les pains,et il les donnait à ses disciples pour les leur servir. Il partagea aussi les deux poissons entre tous.41 Και λαβων τους πεντε αρτους και τα δυο οψαρια, αναβλεψας εις τον ουρανον ηυλογησε και κατεκοψε τους αρτους και εδιδεν εις τους μαθητας αυτου δια να βαλωσιν εμπροσθεν αυτων, και τα δυο οψαρια εμοιρασεν εις παντας.
42 Tous mangèrent et furent rassasiés;42 Και εφαγον παντες και εχορτασθησαν.
43 et l'on emporta les morceaux, plein douze couffins avec les restes des poissons.43 Και εσηκωσαν απο των κλασματων δωδεκα κοφινους πληρεις και απο των οψαριων.
44 Et ceux qui avaient mangé les pains étaient 5.000 hommes.44 Ησαν δε οι φαγοντες τους αρτους εως πεντακισχιλιοι ανδρες.
45 Et aussitôt il obligea ses disciples à monter dans la barque et à prendre les devants vers Bethsaïde,pendant que lui-même renverrait la foule.45 Και ευθυς ηναγκασε τους μαθητας αυτου να εμβωσιν εις το πλοιον και να προυπαγωσιν εις το περαν προς Βηθσαιδαν, εωσου αυτος απολυση τον οχλον?
46 Et quand il les eut congédiés, il s'en alla dans la montagne pour prier.46 και απολυσας αυτους, υπηγεν εις το ορος να προσευχηθη.
47 Le soir venu, la barque était au milieu de la mer, et lui, seul, à terre.47 Και οτε εγεινεν εσπερα, το πλοιον ητο εν τω μεσω της θαλασσης και αυτος μονος επι της γης.
48 Les voyant s'épuiser à ramer, car le vent leur était contraire, vers la quatrième veille de la nuit il vientvers eux en marchant sur la mer, et il allait les dépasser.48 Και ειδεν αυτους βασανιζομενους εις το να κωπηλατωσι? διοτι ητο ο ανεμος εναντιος εις αυτους? και περι την τεταρτην φυλακην της νυκτος ερχεται προς αυτους περιπατων επι της θαλασσης, και ηθελε να περαση αυτους.
49 Ceux-ci, le voyant marcher sur la mer, crurent que c'était un fantôme et poussèrent des cris;49 Οι δε ιδοντες αυτον περιπατουντα επι της θαλασσης ενομισαν οτι ειναι φαντασμα και ανεκραξαν?
50 car tous le virent et furent troublés. Mais lui aussitôt leur parla et leur dit: "Ayez confiance, c'est moi,soyez sans crainte."50 διοτι παντες ειδον αυτον και εταραχθησαν. Και ευθυς ελαλησε μετ' αυτων και λεγει προς αυτους? Θαρσειτε, εγω ειμαι, μη φοβεισθε.
51 Puis il monta auprès d'eux dans la barque et le vent tomba. Et ils étaient intérieurement au comble dela stupeur,51 Και ανεβη προς αυτους εις το πλοιον, και επαυσεν ο ανεμος? και εξεπληττοντο καθ' εαυτους λιαν καθ' υπερβολην και εθαυμαζον.
52 car ils n'avaient pas compris le miracle des pains, mais leur esprit était bouché.52 Διοτι δεν ενοησαν εκ των αρτων, επειδη η καρδια αυτων ητο πεπωρωμενη.
53 Ayant achevé la traversée, ils touchèrent terre à Gennésaret et accostèrent.53 Και διαπερασαντες ηλθον εις την γην Γεννησαρετ και ελιμενισθησαν.
54 Quand ils furent sortis de la barque, aussitôt des gens qui l'avaient reconnu54 Και οτε εξηλθον εκ του πλοιου, ευθυς γνωρισαντες αυτον,
55 parcoururent toute cette région et se mirent à transporter les malades sur leurs grabats, là où l'onapprenait qu'il était.55 εδραμον εις παντα τα περιχωρα εκεινα και ηρχισαν να περιφερωσιν επι των κραββατων τους αρρωστους, οπου ηκουον οτι ειναι εκει.
56 Et en tout lieu où il pénétrait, villages, villes ou fermes, on mettait les malades sur les places et on lepriait de les laisser toucher ne fût-ce que la frange de son manteau, et tous ceux qui le touchaient étaient sauvés.56 Και οπου εισηρχετο εις κωμας η πολεις η αγρους, εθετον εις τας αγορας τους ασθενεις και παρεκαλουν αυτον να εγγισωσι καν το κρασπεδον του ιματιου αυτου? και οσοι ηγγιζον αυτον, εθεραπευοντο.