Scrutatio

Martedi, 30 aprile 2024 - San Pio V ( Letture di oggi)

Évangile selon Marc 5


font
JERUSALEMGREEK BIBLE
1 Ils arrivèrent sur l'autre rive de la mer, au pays des Géraséniens.1 Και ηλθον εις το περαν της θαλασσης εις την χωραν των Γαδαρηνων.
2 Et aussitôt que Jésus eut débarqué, vint à sa rencontre, des tombeaux, un homme possédé d'un espritimpur:2 Και ως εξηλθεν εκ του πλοιου, ευθυς απηντησεν αυτον εκ των μνημειων ανθρωπος εχων πνευμα ακαθαρτον,
3 il avait sa demeure dans les tombes et personne ne pouvait plus le lier, même avec une chaîne,3 οστις ειχε την κατοικιαν εν τοις μνημειοις, και ουδεις ηδυνατο να δεση αυτον ουδε με αλυσεις,
4 car souvent on l'avait lié avec des entraves et avec des chaînes, mais il avait rompu les chaînes et briséles entraves, et personne ne parvenait à le dompter.4 διοτι πολλακις ειχε δεθη με ποδοδεσμα και με αλυσεις, και διεσπασθησαν υπ' αυτου αι αλυσεις και τα ποδοδεσμα συνετριφθησαν, και ουδεις ισχυε να δαμαση αυτον?
5 Et sans cesse, nuit et jour, il était dans les tombes et dans les montagnes, poussant des cris et setailladant avec des pierres.5 και δια παντος νυκτα και ημεραν ητο εν τοις ορεσι και εν τοις μνημειοις, κραζων και κατακοπτων εαυτον με λιθους.
6 Voyant Jésus de loin, il accourut, se prosterna devant lui6 Ιδων δε τον Ιησουν απο μακροθεν, εδραμε και προσεκυνησεν αυτον,
7 et cria d'une voix forte: "Que me veux-tu, Jésus, fils du Dieu Très-Haut? Je t'adjure par Dieu, ne metourmente pas!"7 και κραξας μετα φωνης μεγαλης ειπε? Τι ειναι μεταξυ εμου και σου, Ιησου, Υιε του Θεου του υψιστου; ορκιζω σε εις τον Θεον, μη με βασανισης.
8 Il lui disait en effet: "Sors de cet homme, esprit impur!"8 Διοτι ελεγε προς αυτον? Εξελθε απο του ανθρωπου το πνευμα το ακαθαρτον.
9 Et il l'interrogeait: "Quel est ton nom?" Il dit: "Légion est mon nom, car nous sommes beaucoup."9 Και ηρωτησεν αυτον? Τι ειναι το ονομα σου; Και απεκριθη λεγων? Λεγεων ειναι το ονομα μου, διοτι πολλοι ειμεθα.
10 Et il le suppliait instamment de ne pas les expulser hors du pays.10 Και παρεκαλει αυτον πολλα να μη αποστειλη αυτους εξω της χωρας.
11 Or il y avait là, sur la montagne, un grand troupeau de porcs en train de paître.11 Ητο δε εκει προς τα ορη αγελη μεγαλη χοιρων βοσκομενη.
12 Et les esprits impurs supplièrent Jésus en disant: "Envoie-nous vers les porcs, que nous y entrions."12 και παρεκαλεσαν αυτον παντες οι δαιμονες, λεγοντες? Πεμψον ημας εις τους χοιρους, δια να εισελθωμεν εις αυτους.
13 Et il le leur permit. Sortant alors, les esprits impurs entrèrent dans les porcs et le troupeau se précipitadu haut de l'escarpement dans la mer, au nombre d'environ 2.000, et ils se noyaient dans la mer.13 Και ο Ιησους ευθυς επετρεψεν εις αυτους. Και εξελθοντα τα πνευματα τα ακαθαρτα εισηλθον εις τους χοιρους? και ωρμησεν η αγελη κατα του κρημνου εις την θαλασσαν? ησαν δε εως δυο χιλιαδες? και επνιγοντο εν τη θαλασση.
14 Leurs gardiens prirent la fuite et rapportèrent la nouvelle à la ville et dans les fermes; et les gensvinrent pour voir qu'est-ce qui s'était passé.14 Οι δε βοσκοντες τους χοιρους εφυγον και ανηγγειλαν εις την πολιν και εις τους αγρους? και εξηλθον δια να ιδωσι τι ειναι το γεγονος.
15 Ils arrivent auprès de Jésus et ils voient le démoniaque assis, vêtu et dans son bon sens, lui qui avaiteu la Légion, et ils furent pris de peur.15 Και ερχονται προς τον Ιησουν, και θεωρουσι τον δαιμονιζομενον, οστις ειχε τον λεγεωνα, καθημενον και ενδεδυμενον και σωφρονουντα, και εφοβηθησαν.
16 Les témoins leur racontèrent comment cela s'était passé pour le possédé et ce qui était arrivé auxporcs.16 Και διηγηθησαν προς αυτους οι ιδοντες πως εγεινε το πραγμα εις τον δαιμονιζομενον, και περι των χοιρων.
17 Alors ils se mirent à prier Jésus de s'éloigner de leur territoire.17 Και ηρχισαν να παρακαλωσιν αυτον να αναχωρηση απο των οριων αυτων.
18 Comme il montait dans la barque, l'homme qui avait été possédé le priait pour rester en sacompagnie.18 Και οτε εισηλθεν εις το πλοιον, παρεκαλει αυτον ο δαιμονισθεις να ηναι μετ' αυτου.
19 Il ne le lui accorda pas, mais il lui dit: "Va chez toi, auprès des tiens, et rapporte-leur tout ce que leSeigneur a fait pour toi dans sa miséricorde."19 Πλην ο Ιησους δεν αφηκεν αυτον, αλλα λεγει προς αυτον? Υπαγε εις τον οικον σου προς τους οικειους σου και αναγγειλον προς αυτους οσα ο Κυριος σοι εκαμε και σε ηλεησε.
20 Il s'en alla donc et se mit à proclamer dans la Décapole tout ce que Jésus avait fait pour lui, et tout lemonde était dans l'étonnement.20 Και ανεχωρησε και ηρχισε να κηρυττη εν τη Δεκαπολει οσα εκαμεν εις αυτον ο Ιησους, και παντες εθαυμαζον.
21 Lorsque Jésus eut traversé à nouveau en barque vers l'autre rive, une foule nombreuse se rassemblaautour de lui, et il se tenait au bord de la mer.21 Και αφου ο Ιησους διεπερασε παλιν εν τω πλοιω εις το περαν, συνηχθη προς αυτον οχλος πολυς, και ητο πλησιον της θαλασσης.
22 Arrive alors un des chefs de synagogue, nommé Jaïre, qui, le voyant, tombe à ses pieds22 Και ιδου, ερχεται εις των αρχισυναγωγων, ονοματι Ιαειρος, και ιδων αυτον πιπτει προς τους ποδας αυτου
23 et le prie avec instance: "Ma petite fille est à toute extrémité, viens lui imposer les mains pour qu'ellesoit sauvée et qu'elle vive."23 και παρεκαλει αυτον πολλα, λεγων οτι το θυγατριον μου πνεει τα λοισθια? να ελθης και να βαλης τας χειρας σου επ' αυτην, δια να σωθη και θελει ζησει.
24 Il partit avec lui, et une foule nombreuse le suivait, qui le pressait de tous côtés.24 Και υπηγε μετ' αυτου? και ηκολουθει αυτον οχλος πολυς, και συνεθλιβον αυτον.
25 Or, une femme atteinte d'un flux de sang depuis douze années,25 Και γυνη τις, εχουσα ρυσιν αιματος δωδεκα ετη
26 qui avait beaucoup souffert du fait de nombreux médecins et avait dépensé tout son avoir sans aucunprofit, mais allait plutôt de mal en pis,26 και πολλα παθουσα υπο πολλων ιατρων και δαπανησασα πασαν την περιουσιαν αυτης και μηδεν ωφεληθεισα, αλλα μαλλον εις το χειρον ελθουσα,
27 avait entendu parler de Jésus; venant par derrière dans la foule, elle toucha son manteau.27 ακουσασα περι του Ιησου, ηλθε μεταξυ του οχλου οπισθεν και ηγγισε το ιματιον αυτου?
28 Car elle se disait: "Si je touche au moins ses vêtements, je serai sauvée."28 διοτι ελεγεν οτι και αν τα ιματια αυτου εγγισω, θελω σωθη.
29 Et aussitôt la source d'où elle perdait le sang fut tarie, et elle sentit dans son corps qu'elle était guériede son infirmité.29 Και ευθυς εξηρανθη η πηγη του αιματος αυτης, και ησθανθη εν τω σωματι αυτης οτι ιατρευθη απο της μαστιγος.
30 Et aussitôt Jésus eut conscience de la force qui était sortie de lui, et s'étant retourné dans la foule, ildisait "Qui a touché mes vêtements?"30 Και ευθυς ο Ιησους, νοησας εν εαυτω την δυναμιν την εξελθουσαν απ' αυτου, στραφεις εν τω οχλω ελεγε? Τις ηγγισε τα ιματια μου;
31 Ses disciples lui disaient: "Tu vois la foule qui te presse de tous côtés, et tu dis: Qui m'a touché?"31 Και ελεγον προς αυτον οι μαθηται αυτον? Βλεπεις τον οχλον συνθλιβοντα σε, και λεγεις τις μου ηγγισε;
32 Et il regardait autour de lui pour voir celle qui avait fait cela.32 Και περιεβλεπε δια να ιδη την πραξασαν τουτο.
33 Alors la femme, craintive et tremblante, sachant bien ce qui lui était arrivé, vint se jeter à ses pieds etlui dit toute la vérité.33 Η δε γυνη, φοβηθεισα και τρεμουσα, επειδη ηξευρε τι εγεινεν επ' αυτην, ηλθε και προσεπεσεν εις αυτον και ειπε προς αυτον πασαν την αληθειαν.
34 Et il lui dit: "Ma fille, ta foi t'a sauvée; va en paix et sois guérie de ton infirmité."34 Ο δε ειπε προς αυτην? Θυγατερ, η πιστις σου σε εσωσεν? υπαγε εις ειρηνην και εσο υγιης απο της μαστιγος σου.
35 Tandis qu'il parlait encore, arrivent de chez le chef de synagogue des gens qui disent: "Ta fille estmorte; pourquoi déranges-tu encore le Maître?"35 Ενω αυτος ελαλει ετι, ερχονται απο του αρχισυναγωγου, λεγοντες οτι η θυγατηρ σου απεθανε? τι πλεον ενοχλεις τον Διδασκαλον;
36 Mais Jésus, qui avait surpris la parole qu'on venait de prononcer, dit au chef de synagogue: "Soissans crainte; aie seulement la foi."36 Ο δε Ιησους, ευθυς οτε ηκουσε τον λογον λαλουμενον, λεγει προς τον αρχισυναγωγον? Μη φοβου, μονον πιστευε.
37 Et il ne laissa personne l'accompagner, si ce n'est Pierre, Jacques et Jean, le frère de Jacques.37 Και δεν αφηκεν ουδενα να ακολουθηση αυτον ειμη τον Πετρον και Ιακωβον και Ιωαννην τον αδελφον Ιακωβου.
38 Ils arrivent à la maison du chef de synagogue et il aperçoit du tumulte, des gens qui pleuraient etpoussaient de grandes clameurs.38 Και ερχεται εις τον οικον του αρχισυναγωγου και βλεπει θορυβον, κλαιοντας και αλαλαζοντας πολλα,
39 Etant entré, il leur dit: "Pourquoi ce tumulte et ces pleurs? L'enfant n'est pas morte, mais elle dort."39 και εισελθων λεγει προς αυτους? Τι θορυβεισθε και κλαιετε; το παιδιον δεν απεθανεν, αλλα κοιμαται.
40 Et ils se moquaient de lui. Mais les ayant tous mis dehors, il prend avec lui le père et la mère del'enfant, ainsi que ceux qui l'accompagnaient, et il pénètre là ou était l'enfant.40 Και κατεγελων αυτου. Ο δε, αφου εξεβαλεν απαντας, παραλαμβανει τον πατερα του παιδιου και την μητερα και τους μεθ' εαυτου και εισερχεται οπου εκειτο το παιδιον,
41 Et prenant la main de l'enfant, il lui dit: "Talitha koum", ce qui se traduit: "Fillette, je te le dis, lève-toi!"41 και πιασας την χειρα του παιδιου, λεγει προς αυτην? Ταλιθα, κουμι? το οποιον μεθερμηνευομενον ειναι, Κορασιον, σοι λεγω, σηκωθητι.
42 Aussitôt la fillette se leva et elle marchait, car elle avait douze ans. Et ils furent saisis aussitôt d'unegrande stupeur.42 Και ευθυς εσηκωθη το κορασιον και περιεπατει? διοτι ητο ετων δωδεκα. Και εξεπλαγησαν με εκπληξιν μεγαλην.
43 Et il leur recommanda vivement que personne ne le sût et il dit de lui donner à manger.43 Και παρηγγειλεν εις αυτους πολλα να μη μαθη μηδεις τουτο και ειπε να δοθη εις αυτην να φαγη.