Scrutatio

Lunedi, 29 aprile 2024 - Santa Caterina da Siena ( Letture di oggi)

Livre des Lamentations 1


font
JERUSALEMGREEK BIBLE
1 Quoi! elle est assise à l'écart,
la Ville populeuse!
Elle est devenue comme une veuve,
la grande parmi les nations.
Princesse parmi les provinces,
elle est réduite à la corvée.
1 Πως εκαθησε μονη η πολις η πεπληθυμμενη λαων. Κατεστη ως χηρα η πεπληθυμμενη εν εθνεσιν, η αρχουσα εν ταις επαρχιαις? εγεινεν υποτελης.
2 Elle passe des nuits à pleurer
et les larmes couvrent ses joues.
Pas un qui la console
parmi tous ses amants.
Tous ses amis l'ont trahie,
devenus ses ennemis!
2 Ακαταπαυστως κλαιει την νυκτα και τα δακρυα αυτης καταρρεουσιν επι τας σιαγονας αυτης? εκ παντων των αγαπωντων αυτην δεν υπαρχει ο παρηγορων αυτην? παντες οι φιλοι αυτης εφερθησαν προς αυτην απιστως? εχθροι εγειναν εις αυτην.
3 Juda est exilée, soumise à l'oppression.
A une dure servitude.
Elle demeure chez les nations
sans trouver de répit.
Tous ses poursuivants l'atteignent
en des lieux sans issue.
3 Ηχμαλωτισθη ο Ιουδας υπο θλιψεως και υπο βαρειας δουλειας? καθηται εν τοις εθνεσι? δεν ευρισκει αναπαυσιν? παντες οι διωκται αυτου κατελαβον αυτον εν μεσω των στενων.
4 Les chemins de Sion sont en deuil.
Nul ne vient plus à ses fêtes.
Toutes ses portes sont désertes,
ses prêtres gémissent,
ses vierges se désolent.
Elle est dans l'amertume!
4 Αι οδοι της Σιων πενθουσι, διοτι ουδεις ερχεται εις τας εορτας? πασαι αι πυλαι αυτης ειναι ερημοι οι ιερεις αυτης αναστεναζουσιν? αι παρθενοι αυτης ειναι περιλυποι και αυτη πληρης πικριας.
5 Ses oppresseurs ont le dessus,
ses ennemis sont heureux,
car Yahvé l'a affligée
pour ses nombreux crimes;
ses petits enfants sont partis captifs
devant l'oppresseur.
5 Οι εναντιοι αυτης εγειναν κεφαλη, οι εχθροι αυτης ευημερουσι? διοτι ο Κυριος κατεθλιψεν αυτην δια το πληθος των ανομιων αυτης? τα νηπια αυτης επορευθησαν εις αιχμαλωσιαν εμπροσθεν του εχθρου.
6 De la fille de Sion s'est retirée
toute sa splendeur.
Ses princes étaient comme des cerfs
qui ne trouvent point de pâture;
ils cheminaient sans force
devant qui les chassait.
6 Και εφυγεν απο της θυγατρος Σιων πασα η δοξα αυτης? οι αρχοντες αυτης εγειναν ως ελαφοι μη ευρισκουσαι βοσκην, και εβαδιζον χωρις δυναμεως εμπροσθεν του διωκοντος.
7 Jérusalem se souvient
de ses jours de misère et de détresse,
quand son peuple succombait aux coups de l'adversaire
sans que nul la secourût.
Ses adversaires la voyaient,
ils riaient de sa ruine.
7 Ενεθυμηθη η Ιερουσαλημ εν ταις ημεραις της θλιψεως αυτης και της εξωσεως αυτης παντα τα επιθυμητα αυτης, τα οποια ειχεν απο χρονων αρχαιων, οτε επεσεν ο λαος αυτης εις την χειρα του εχθρου και δεν υπηρχεν ο βοηθων αυτην? ειδον αυτην οι εχθροι, εγελασαν επι τη καταπαυσει αυτης.
8 Jérusalem a péché gravement,
aussi est-elle devenue chose impure.
Tous ceux qui l'honoraient la méprisent:
ils ont vu sa nudité.
Elle, elle gémit
et se détourne.
8 Αμαρτιαν ημαρτησεν η Ιερουσαλημ? δια τουτο εγεινεν ως ακαθαρτος? παντες οι δοξαζοντες αυτην κατεφρονησαν αυτην, διοτι ειδον την ασχημοσυνην αυτης? αυτη δε ανεστεναζε και απεστραφη εις τα οπισω.
9 Sa souillure colle aux pans de sa robe.
Elle ne songeait pas à cette fin;
elle est tombée si bas!
Personne pour la consoler.
"Vois, Yahvé, ma misère:
l'ennemi triomphe."
9 Η ακαθαρσια αυτης ητο εις τα κρασπεδα αυτης? δεν ενεθυμηθη τα τελη αυτης? οθεν εταπεινωθη εξαισιως? δεν υπηρχεν ο παρηγορων αυτην. Ιδε, Κυριε, την θλιψιν μου, διοτι εμεγαλυνθη ο εχθρος.
10 L'adversaire a étendu la main
sur tous ses trésors:
elle a vu les païens
pénétrer dans son sanctuaire,
auxquels tu avais interdit
l'entrée de son assemblée.
10 Ο εχθρος εξηπλωσε την χειρα αυτου επι παντα τα επιθυμητα αυτης? διοτι αυτη ειδε τα εθνη εισερχομενα εις το αγιαστηριον αυτης, τα οποια προσεταξας να μη εισελθωσιν εις την συναγωγην σου.
11 Son peuple tout entier gémit.
En quête de pain;
on donne ses bijoux pour de la nourriture,
pour retrouver la vie.
"Vois, Yahvé, et regarde
combien je suis méprisée.
11 Πας ο λαος αυτης καταστεναζει, ζητων αρτον? εδωκαν τα επιθυμητα αυτων αντι τροφης, δια να επανελθη η ψυχη αυτων. Ιδε, Κυριε, και επιβλεψον? διοτι εγεινα εξουθενημενη.
12 Vous tous qui passez par le chemin,
regardez et voyez
s'il est une douleur pareille
à la douleur qui me tourmente,
dont Yahvé m'a affligée
au jour de sa brûlante colère.
12 Ω, προς υμας, παντες οι διαβαινοντες την οδον? επιβλεψατε και ιδετε, αν ηναι πονος κατα τον πονον μου, οστις εγεινεν εις εμε, με τον οποιον με εθλιψεν ο Κυριος εν τη ημερα της οργης του θυμου αυτου.
13 D'en haut il a envoyé un feu
qu'il a fait descendre dans mes os.
Il a tendu un filet sous mes pas,
il m'a renversée,
il m'a rendue désolée,
malade tout le jour.
13 Εξαπεστειλεν εξ υψους πυρ επι τα οστα μου και κατεκρατησεν αυτα? ηπλωσε δικτυον εις τους ποδας μου? με εστρεψεν εις τα οπισω? με κατεστησεν ηφανισμενην, ολην την ημεραν οδυνωμενην.
14 Il a guetté mes crimes:
de sa main il m'enlace,
son joug est sur mon cou,
il fait fléchir ma force.
Le Seigneur m'a mise à leur merci,
je ne puis plus tenir!
14 Ο ζυγος των ασεβηματων μου συνεσφιγχθη δια της χειρος αυτου? περιεπλεχθησαν, ανεβησαν επι τον τραχηλον μου, κατελυσε την δυναμιν μου? ο Κυριος με παρεδωκεν εις χειρας, εξ ων δεν δυναμαι να εγερθω.
15 Tous mes braves, le Seigneur les a rejetés
du milieu de moi.
Il a convoqué contre moi une assemblée
pour anéantir mon élite.
Le Seigneur a foulé au pressoir
la vierge, fille de Juda.
15 Ο Κυριος κατεστρωσε παντας τους δυνατους μου εν τω μεσω μου? εκαλεσεν επ' εμε ωρισμενον καιρον δια να συντριψη τους εκλεκτους μου? ο Κυριος επατησεν εν ληνω την παρθενον, την θυγατερα Ιουδα.
16 C'est pour cela que je pleure;
mes yeux fondent en larmes,
car il est loin de moi, le consolateur
qui me rendrait la vie.
Mes fils sont bouleversés,
car l'ennemi est trop fort."
16 Δια ταυτα εγω θρηνω? οι οφθαλμοι μου, οι οφθαλμοι μου καταρρεουσιν υδατα? διοτι απεμακρυνθη απ' εμου ο παρηγορητης ο αναζωοποιων την ψυχην μου? οι υιοι μου ηφανισθησαν, διοτι υπερισχυσεν ο εχθρος.
17 Sion tend les mains,
pas un qui la console.
Yahvé a mandé contre Jacob
ses oppresseurs de toutes parts;
Jérusalem est devenue
chose impure parmi eux.
17 Η Σιων εκτεινει τας χειρας αυτης, δεν υπαρχει ο παρηγορων αυτην? ο Κυριος προσεταξε περι του Ιακωβ? οι εχθροι αυτου περιεκυκλωσαν αυτον? η Ιερουσαλημ εγεινε μεταξυ αυτων ως ακαθαρτος.
18 "Yahvé, lui, est juste,
car à ses ordres je fus rebelle.
Ecoutez donc, tous les peuples,
et voyez ma douleur.
Mes vierges et mes jeunes gens
sont partis en captivité.
18 Δικαιος ειναι ο Κυριος διοτι απεστατησα απο του λογου αυτου. Ακουσατε, παρακαλω, παντες οι λαοι, και ιδετε τον πονον μου? αι παρθενοι μου και οι νεανισκοι μου επορευθησαν εις αιχμαλωσιαν.
19 J'ai fait appel à mes amants:
ils m'ont trahie.
Mes prêtres et mes anciens
expiaient dans la ville,
cherchant une nourriture
qui leur rendît la vie.
19 Εκαλεσα τους αγαπωντας με, αλλ' αυτοι με ηπατησαν? οι ιερεις μου και οι πρεσβυτεροι μου εξεπνευσαν εν τη πολει, διοτι εζητησαν τροφην υπερ εαυτων δια να επανελθη η ψυχη αυτων.
20 Vois, Yahvé, quelle est mon angoisse!
Mes entrailles frémissent;
mon coeur en moi se retourne:
Ah! je n'ai fait qu'être rebelle!
Au-dehors l'épée me prive d'enfants,
au-dedans, c'est comme la mort.
20 Ιδε, Κυριε, διοτι θλιβομαι? τα εντοσθια μου ταραττονται, η καρδια μου αναστρεφεται εντος μου, διοτι μεγαλως απεστατησα? εξωθεν ητεκνωσεν η μαχαιρα? εν τω οικω ο θανατος.
21 Entends-moi qui gémis:
pas un qui me console!
Tous mes ennemis ont appris mon mal,
ils se réjouissent de ce que tu as fait.
Fais venir le Jour que tu avais proclamé,
pour qu'ils soient comme moi!
21 Ηκουσαν, διοτι στεναζω? δεν υπαρχει ο παρηγορων με? παντες οι εχθροι μου ηκουσαν την συμφοραν μου? εχαρησαν οτι συ εκαμες τουτο ? οταν φερης την ημεραν, την οποιαν εκαλεσας, αυτοι θελουσι γεινει ως εγω.
22 Que toute leur méchanceté te soit présente
et traite-les
comme tu m'as traitée
pour tous mes crimes!
Car nombreux sont mes gémissements,
et mon coeur est malade."
22 Ας ελθη ενωπιον σου πασα η κακια αυτων? και καμε εις αυτους ως εκαμες εις εμε δια παντα τα αμαρτηματα μου? διοτι πολλοι ειναι οι στεναγμοι μου και η καρδια μου εξελιπε.