Scrutatio

Domenica, 5 maggio 2024 - Beato Nunzio Sulprizio ( Letture di oggi)

Deuxième livre de Samuel 4


font
JERUSALEMGREEK BIBLE
1 Lorsque le fils deSaül apprit qu'Abner était mort à Hébron, les mains lui tombèrent et tout Israël fut consterné.1 Και οτε ηκουσεν ο υιος του Σαουλ οτι ο Αβενηρ απεθανεν εν Χεβρων, αι χειρες αυτου ενεκρωθησαν, και παντες οι Ισραηλιται συνεταραχθησαν.
2 Or le fils de Saül avait deux chefs de bandes, qui s'appelaient l'un Baana et le second Rékab. Ilsétaient les fils de Rimmôn de Béérot et Benjaminites, car Béérot aussi est attribuée à Benjamin.2 Ειχε δε ο υιος του Σαουλ δυο ανδρας, οιτινες ησαν οπλαργηγοι, το ονομα του ενος Βαανα, και το ονομα του αλλου Ρηχαβ, υιοι Ριμμων του Βηρωθαιου, εκ των υιων Βενιαμιν? διοτι και η Βηρωθ ελογιζετο του Βενιαμιν?
3 Les gens de Béérot s'étaient réfugiés à Gittayim, où ils sont demeurés jusqu'à ce jour commerésidents étrangers.3 οι δε Βηρωθαιοι ειχον φυγει εις Γιτθαιμ και ησαν εκει παροικουντες εως της ημερας ταυτης.
4 Il y avait un fils de Jonathan, fils de Saül, qui était perclus des deux pieds. Il avait cinq anslorsqu'arriva de Yizréel la nouvelle concernant Saül et Jonathan. Sa nourrice l'emporta et s'enfuit, mais dans laprécipitation de la fuite, l'enfant tomba et s'estropia. Il s'appelait Meribbaal.4 Ιωναθαν δε, ο υιος του Σαουλ, ειχεν υιον βεβλαμμενον τους ποδας. Ητο ηλικιας πεντε ετων οτε ηλθον αι αγγελιαι εξ Ιεζραηλ περι του Σαουλ και Ιωναθαν, και εσηκωσεν αυτον τροφος αυτου και εφυγεν? ενω δε εσπευδε να φυγη, επεσεν αυτος και εχωλωθη? το δε ονομα αυτου Μεμφιβοσθε.
5 Les fils de Rimmôn de Béérot, Rékab et Baana, s'étant mis en route, arrivèrent à l'heure la pluschaude du jour à la maison d'Ishbaal, quand celui-ci faisait la sieste.5 Και υπηγαν οι υιοι Ριμμων του Βηρωθαιου, Ρηχαβ και Βαανα, και εις το καυμα της ημερας εισηλθον εις την οικιαν του Ις-βοσθε οστις εκοιτετο επι κλινης το μεσημεριον?
6 La portière, qui mondait du blé, s'était assoupie et dormait. Rékab et son frère Baana se faufilèrent6 και εισηλθον εκει εως του μεσου της οικιας, ως δια να λαβωσι σιτον? και εκτυπησαν αυτον υπο την πεμπτην πλευραν? και ο Ρηχαβ και Βαανα ο αδελφος αυτου διεσωθησαν.
7 et entrèrent dans la maison, où il était étendu sur le lit dans sa chambre à coucher. Ils le frappèrentà mort et le décapitèrent, puis, emportant sa tête, ils marchèrent toute la nuit par la route de la Araba.7 Διοτι οτε εισηλθον εις την οικιαν, εκεινος εκοιτετο επι της κλινης αυτου εντος του κοιτωνος αυτου? και εκτυπησαν αυτον και εθανατωσαν αυτον και απεκοψαν την κεφαλην αυτου, και λαβοντες την κεφαλην αυτου, ανεχωρησαν οδοιπορουντες δια της πεδιαδος ολην την νυκτα.
8 Ils apportèrent la tête d'Ishbaal à David, à Hébron, et dirent au roi: "Voici la tête d'Ishbaal, fils deSaül, ton ennemi qui en voulait à ta vie. Yahvé a accordé aujourd'hui à Monseigneur le roi une vengeance surSaül et sur sa race."8 Και εφερον την κεφαλην του Ις-βοσθε προς τον Δαβιδ εις Χεβρων και ειπον προς τον βασιλεα, Ιδου, η κεφαλη του Ις-βοσθε, υιου του Σαουλ του εχθρου σου, οστις εζητει την ζωην σου? και ο Κυριος εδωκεν εκδικησιν εις τον κυριον μου τον βασιλεα την ημεραν ταυτην, απο του Σαουλ και απο του σπερματος αυτου.
9 Mais David, s'adressant à Rékab et à son frère Baana, les fils de Rimmôn de Béérot, leur dit: "Parla vie de Yahvé, qui m'a délivré de toute détresse!9 Απεκριθη δε ο Δαβιδ προς τον Ρηχαβ και προς Βαανα τον αδελφον αυτου, τους υιους Ριμμων του Βηρωθαιου, και ειπε προς αυτους, Ζη Κυριος, οστις ελυτρωσε την ψυχην μου απο πασης στενοχωριας?
10 Celui qui m'a annoncé la mort de Saül croyait être porteur d'une bonne nouvelle, et je l'ai saisi etexécuté à Ciqlag, pour le payer de sa bonne nouvelle!10 εκεινον, οστις απηγγειλε προς εμε, λεγων, Ιδου, απεθανεν ο Σαουλ, και εστοχαζετο εαυτον μηνυτην αγαθης αγγελιας, επιασα αυτον και εθανατωσα αυτον εν Σικλαγ, αντι να βραβευσω αυτον δια την αγγελιαν αυτου?
11 A plus forte raison lorsque des bandits ont tué un homme honnête dans sa maison, sur son lit! Nedois-je pas vous demander compte de son sang et vous faire disparaître de la terre?"11 και ποσω μαλλον ανθρωπους πονηρους, φονευσαντας ανδρα δικαιον εν τη οικια αυτου επι της κλινης αυτου; τωρα λοιπον δεν θελω εκζητησει το αιμα αυτου εκ των χειρων σας και δεν θελω σας εξολοθρευσει απο της γης;
12 Alors David donna un ordre aux cadets et ceux-ci les mirent à mort. On leur coupa les mains etles pieds et on les suspendit près de l'étang d'Hébron. Quant à la tête d'Ishbaal, on la prit et on l'ensevelit dans letombeau d'Abner à Hébron.12 Και προσεταξεν ο Δαβιδ τους νεους, και εθανατωσαν αυτους και εκοψαν τας χειρας αυτων και τους ποδας αυτων και εκρεμασαν αυτα επι το υδροστασιον εν Χεβρων? την δε κεφαλην του Ις-βοσθε ελαβον, και εθαψαν εν τω ταφω του Αβενηρ εν Χεβρων.