Scrutatio

Lunedi, 6 maggio 2024 - San Pietro Nolasco ( Letture di oggi)

Deuxième livre de Samuel 18


font
JERUSALEMGREEK BIBLE
1 David passa en revue les troupes qui étaient avec lui et il mit à leur tête des chefs de mille et deschefs de cent.1 Και απηριθμησεν ο Δαβιδ τον λαον τον μετ' αυτου, και κατεστησεν επ' αυτους χιλιαρχους και εκατονταρχους.
2 David divisa l'armée en trois corps: un tiers aux mains de Joab, un tiers aux mains d'Abishaï, filsde Ceruya et frère de Joab, un tiers aux mains d'Ittaï de Gat. Puis David dit aux troupes: "Je partirai en guerreavec vous moi aussi."2 Και απεστειλεν ο Δαβιδ τον λαον, εν τριτον υπο την χειρα του Ιωαβ, και εν τριτον υπο την χειρα του Αβισαι, υιου της Σερουιας, αδελφου του Ιωαβ, και εν τριτον υπο την χειρα Ιτται του Γετθαιου. Και ειπεν ο βασιλευς προς τον λαον, Θελω βεβαιως εξελθει και εγω μεθ' υμων.
3 Mais les troupes répondirent: "Tu ne dois pas partir. Car, si nous prenions la fuite, on n'y feraitpas attention, et si la moitié d'entre nous mourait, on n'y ferait pas attention, tandis que toi tu es comme 10.000d'entre nous. Et puis, il vaut mieux que tu nous sois un secours prêt à venir de la ville."3 Ο λαος ομως απεκριθη, Δεν θελεις εξελθει διοτι, εαν τραπωμεν εις φυγην, δεν μελει αυτους περι ημων? ουδε εαν το ημισυ εξ ημων αποθανη, δεν μελει αυτους περι ημων? επειδη τωρα συ εισαι ως ημεις δεκα χιλιαδες? οθεν τωρα ειναι καλητερον να ησαι βοηθος ημων εκ της πολεως.
4 David leur dit: "Je ferai ce qui vous semble bon." Le roi se tint à côté de la porte, tandis quel'armée sortait par unités de cent et de mille.4 Και ειπε προς αυτους ο βασιλευς, Ο, τι σας φαινεται καλον, θελω καμει. Και εσταθη ο βασιλευς εις το πλαγιον της πυλης? και πας ο λαος εξηρχετο κατα εκατονταδας και κατα χιλιαδας.
5 Le roi fit un commandement à Joab, à Abishaï et à Ittaï: "Par égard pour moi, ménagez le jeuneAbsalom!" et toute l'armée entendit que le roi donnait à tous les chefs cet ordre concernant Absalom.5 Και προσεταξεν ο βασιλευς εις τον Ιωαβ και εις τον Αβισαι και εις τον Ιτται, λεγων, Σωσατε μοι τον νεον, τον Αβεσσαλωμ. Και πας ο λαος ηκουσεν, ενω ο βασιλευς προσεταττεν εις παντας τους αρχοντας υπερ του Αβεσσαλωμ.
6 L'armée sortit en pleine campagne à la rencontre d'Israël et la bataille eut lieu dans la forêtd'Ephraïm.6 Εξηλθε λοιπον ο λαος εις το πεδιον εναντιον του Ισραηλ? και η μαχη εγεινεν εν τω δασει Εφραιμ.
7 L'armée d'Israël y fut battue devant la garde de David, et ce fut ce jour-là une grande défaite, quifrappa 20.000 hommes.7 Και κατετροπωθη εκει ο λαος Ισραηλ υπο των δουλων του Δαβιδ? και εγεινεν εκει την ημεραν εκεινην θραυσις μεγαλη, εικοσι χιλιαδων.
8 Le combat s'éparpilla dans toute la région et, ce jour-là, la forêt fit dans l'armée plus de victimesque l'épée.8 διοτι η μαχη εγεινεν εκει διεσπαρμενη επι το προσωπον ολου του τοπου? και το δασος κατεφαγε πλειοτερον λαον, παρ' οσον κατεφαγεν η μαχαιρα, την ημεραν εκεινην.
9 Absalom se heurta par hasard à des gardes de David. Absalom montait un mulet et le mulets'engagea sous la ramure d'un grand chêne. La tête d'Absalom se prit dans le chêne et il resta suspendu entre cielet terre tandis que continuait le mulet qui était sous lui.9 Και συνηντησεν ο Αβεσσαλωμ τους δουλους του Δαβιδ. Και εκαθητο ο Αβεσσαλωμ επι ημιονου, και εισηλθεν ο ημιονος υπο τους πυκνους κλαδους μεγαλης δρυος, και επιασθη η κεφαλη αυτου εις την δρυν, και εκρεμασθη αναμεσον του ουρανου και της γης? ο δε ημιονος ο υποκατω αυτου διεπερασεν.
10 Quelqu'un l'aperçut et prévint Joab: "Je viens de voir, dit-il, Absalom suspendu à un chêne."10 Ιδων δε ανηρ τις, απηγγειλε προς τον Ιωαβ, και ειπεν, Ιδου, ειδον τον Αβεσσαλωμ κρεμαμενον εις δρυν.
11 Joab répondit à l'homme qui portait cette nouvelle: "Puisque tu l'as vu, pourquoi ne l'as-tu pasabattu sur place? J'aurais pris sur moi de te donner dix sicles d'argent et une ceinture!"11 Και ειπεν ο Ιωαβ προς τον ανδρα, τον απαγγειλαντα προς αυτον, Και ιδου, ειδες, και δια τι παταξας δεν κατεβαλες αυτον εκει εις την γην; βεβαιως ηθελον σοι δωσει δεκα σικλους αργυριου και μιαν ζωνην.
12 Mais l'homme répondit à Joab: "Quand même je soupèserais dans mes paumes mille siclesd'argent, je ne porterais pas la main sur le fils du roi! C'est à nos oreilles que le roi t'a donné cet ordre ainsi qu'àAbishaï et à Ittaï: Par égard pour moi, épargnez le jeune Absalom.12 Ο δε ανηρ ειπε προς τον Ιωαβ, Και χιλιοι σικλοι αργυριου αν ηθελον μετρηθη εις την παλαμην μου, δεν ηθελον βαλει την χειρα μου επι τον υιον του βασιλεως? διοτι εις επηκοον ημων προσεταξεν ο βασιλευς εις σε και εις τον Αβισαι και εις τον Ιτται, λεγων, Φυλαχθητε μη εγγιση μηδεις τον νεον, τον Αβεσσαλωμ?
13 Que si je m'étais menti à moi-même, rien ne reste caché au roi, et toi, tu te serais tenu àdistance."13 αλλα και εαν ηθελον πραξει δολιως εναντιον της ζωης μου, δεν κρυπτεται ουδεν απο του βασιλεως? και συ ηθελες σταθη εναντιος.
14 Alors Joab dit: "Je ne vais pas ainsi perdre mon temps avec toi." Il prit en mains trois javelots etles planta dans le coeur d'Absalom encore vivant au milieu du chêne.14 Τοτε ειπεν ο Ιωαβ, Δεν πρεπει να χρονοτριβω ουτω μετα σου. Και λαβων εις την χειρα αυτου τρια βελη, διεπερασεν αυτα δια της καρδιας του Αβεσσαλωμ, ενω ετι εζη εν τω μεσω της δρυος.
15 Puis s'approchèrent dix cadets, les écuyers de Joab, qui frappèrent Absalom et l'achevèrent.15 Και περικυκλωσαντες δεκα νεοι, οι βασταζοντες τα οπλα του Ιωαβ, επαταξαν τον Αβεσσαλωμ και εθανατωσαν αυτον.
16 Joab fit alors sonner du cor et l'armée cessa de poursuivre Israël, car Joab retint l'armée.16 Και εσαλπισεν ο Ιωαβ δια της σαλπιγγος, και επεστρεψεν ο λαος απο του να καταδιωκη οπισω του Ισραηλ? διοτι ανεχαιτισεν ο Ιωαβ τον λαον.
17 On prit Absalom, on le jeta dans une grande fosse en pleine forêt et on dressa sur lui un énormemonceau de pierres. Tous les Israélites s'étaient enfuis, chacun à ses tentes.17 Και λαβοντες τον Αβεσσαλωμ, ερριψαν αυτον εις λακκον μεγαν εντος του δασους? και εστησαν επ' αυτον σωρον λιθων μεγαν σφοδρα? και πας ο Ισραηλ εφυγεν εκαστος εις την σκηνην αυτου.
18 De son vivant, Absalom avait entrepris de s'ériger la stèle qui est dans la vallée du Roi, car ils'était dit: "Je n'ai pas de fils pour commémorer mon nom", et il avait donné son nom à la stèle. On l'appelleencore aujourd'hui le monument d'Absalom.18 Ετι δε ζων ο Αβεσσαλωμ ειχε λαβει και στησει δι' εαυτον στηλην, την εν τη κοιλαδι του βασιλεως? διοτι ειπεν, Δεν εχω υιον δια να διατηρη την μνημην του ονοματος μου? και εκαλεσε την στηλην με το ονομα αυτου? και καλειται εως της ημερας ταυτης Στηλη του Αβεσσαλωμ.
19 Ahimaaç, fils de Sadoq, dit: "Je vais courir et annoncer au roi cette bonne nouvelle, que Yahvélui a rendu justice en le délivrant de ses ennemis."19 Τοτε ειπεν Αχιμαας ο υιος του Σαδωκ, Ας τρεξω τωρα και ας φερω προς τον βασιλεα αγγελιας, οτι ο Κυριος εξεδικησεν αυτον εκ χειρος των εχθρων αυτου.
20 Mais Joab lui dit: "Tu ne serais pas un porteur d'heureux message aujourd'hui; tu le seras unautre jour, mais aujourd'hui tu ne porterais pas une bonne nouvelle, puisque le fils du roi est mort."20 Και ειπε προς αυτον ο Ιωαβ, Δεν θελεις εισθαι την ημεραν ταυτην αγγελιαφορος, αλλ' εις αλλην ημεραν θελεις φερει αγγελιας? εις ταυτην δε την ημεραν δεν θελεις φερει αγγελιας, επειδη ο υιος του βασιλεως απεθανε.
21 Et Joab dit au Kushite: "Va rapporter au roi tout ce que tu as vu." Le Kushite se prosternadevant Joab et partit en courant.21 Τοτε ειπεν ο Ιωαβ προς τον Χουσει, Υπαγε, απαγγειλον προς τον βασιλεα οσα ειδες. Και ο Χουσει προσεκυνησε τον Ιωαβ και ετρεξε.
22 Ahimaaç, fils de Sadoq, insista encore et dit à Joab: "Advienne que pourra, je veux courir moiaussi derrière le Kushite." Joab dit: "Pourquoi courrais-tu, mon fils, tu n'en tireras aucune récompense."22 Τοτε Αχιμαας ο υιος του Σαδωκ ειπε παλιν προς τον Ιωαβ, Αλλ' ο, τι και αν ηναι, ας τρεξω και εγω, παρακαλω, κατοπιν του Χουσει. Ο δε Ιωαβ ειπε, Δια τι θελεις να τρεξης, τεκνον μου, ενω δεν εχεις αρμοδιους αγγελιας;
23 Il reprit: "Advienne que pourra, je courrai!" Joab lui dit: "Cours donc." Et Ahimaaç partit encourant par le chemin de la Plaine et il dépassa le Kushite.23 Αλλ' ο, τι και αν ηναι, ειπεν, ας τρεξω. Τοτε ειπε προς αυτον, Τρεχε. Και ετρεξεν ο Αχιμαας δια της οδου της πεδιαδος και επερασε τον Χουσει.
24 David était assis entre les deux portes. Le guetteur étant monté à la terrasse de la porte, sur lerempart, leva les yeux et aperçut un homme qui courait seul.24 Εκαθητο δε ο Δαβιδ μεταξυ των δυο πυλων? και ανεβη ο σκοπος εις το δωμα της πυλης, επι το τειχος, και υψωσας τους οφθαλμους αυτου, ειδε, και ιδου, ανθρωπος τρεχων μονος.
25 Le guetteur cria et avertit le roi, et le roi dit: "S'il est seul, c'est qu'il a une bonne nouvelle surles lèvres." Comme celui-là continuait d'approcher,25 Και ανεβοησεν ο σκοπος και απηγγειλε προς τον βασιλεα. Και ο βασιλευς ειπεν, Εαν ηναι μονος, εχει αγγελιας εις το στομα αυτου. Και ηρχετο προχωρων και επλησιαζε.
26 le guetteur vit un autre homme qui courait, et le guetteur qui était sur la porte cria: "Voici unautre homme, qui court seul." Et David dit: "Celui-ci est encore un messager de bon augure."26 Και ειδεν ο σκοπος αλλον ανθρωπον τρεχοντα? και ανεβοησεν ο σκοπος προς τον θυρωρον, και ειπεν, Ιδου, αλλος ανθρωπος τρεχων μονος. Και ειπεν ο βασιλευς, Και ουτος ειναι αγγελιαφορος.
27 Le guetteur dit: "Je reconnais la façon de courir du premier, c'est la façon de courir d'Ahimaaç,fils de Sadoq." Le roi dit: "C'est un homme de bien, il vient pour une bonne nouvelle."27 Και ειπεν ο σκοπος, Το τρεξιμον του πρωτου μοι φαινεται ως το τρεξιμον του Αχιμαας, υιου του Σαδωκ. Και ειπεν ο βασιλευς, Καλος ανθρωπος ειναι ουτος και ερχεται με αγαθας αγγελιας.
28 Ahimaaç s'approcha du roi et dit: "Salut!" Il se prosterna face contre terre devant le roi etpoursuivit: "Béni soit Yahvé ton Dieu qui a livré les hommes qui avaient levé la main contre Monseigneur leroi!"28 Και εβοησεν ο Αχιμαας και ειπε προς τον βασιλεα, Χαιρε. και προσεκυνησε τον βασιλεα κατα προσωπον αυτου εως εδαφους? και ειπεν, Ευλογητος Κυριος ο Θεος σου, οστις παρεδωκε τους ανθρωπους, τους σηκωσαντας την χειρα αυτων κατα του κυριου μου του βασιλεως.
29 Le roi demanda: "En va-t-il bien pour le jeune Absalom?" Et Ahimaaç répondit: "J'ai vu ungrand tumulte au moment où Joab, serviteur du roi, envoyait ton serviteur, mais je ne sais pas ce que c'était."29 Και ειπεν ο βασιλευς, Υγιαινει ο νεος, ο Αβεσσαλωμ; Και απεκριθη ο Αχιμαας, Οτε ο Ιωαβ απεστελλε τον δουλον του βασιλεως, και εμε τον δουλον σου, ειδον τον μεγαν θορυβον, πλην δεν ηξευρον τι ητο.
30 Le roi dit: "Range-toi et tiens-toi là." Il se rangea et attendit.30 Και ειπεν ο βασιλευς, Στρεψον, σταθητι εκει. Και εστραφη και εσταθη.
31 Alors arriva le Kushite et il dit: "Que Monseigneur le roi apprenne la bonne nouvelle. Yahvé t'arendu justice aujourd'hui en te délivrant de tous ceux qui s'étaient dressés contre toi."31 Και ιδου, ηλθεν ο Χουσει? και ειπεν ο Χουσει, Αγγελιας, κυριε μου βασιλευ? διοτι ο Κυριος σε εξεδικησε την ημεραν ταυτην εκ χειρος παντων των επανισταμενων επι σε.
32 Le roi demanda au Kushite: "En va-t-il bien pour le jeune Absalom?" Et le Kushite répondit:"Qu'ils aient le sort de ce jeune homme, les ennemis de Monseigneur le roi et tous ceux qui se sont dresséscontre toi pour le mal!"32 Και ειπεν ο βασιλευς προς τον Χουσει, Υγιαινει ο νεος, ο Αβεσσαλωμ; Και απεκριθη ο Χουσει, ειθε να γεινωσιν ως ο νεος εκεινος οι εχθροι του κυριου μου του βασιλεως, και παντες οι επανισταμενοι επι σε δια κακον.
33 Και εταραχθη ο βασιλευς και ανεβη εις το υπερωον της πυλης, και εκλαυσε? και ενω επορευετο, ελεγεν ουτως? Υιε μου Αβεσσαλωμ, υιε μου, υιε μου Αβεσσαλωμ? ειθε να απεθνησκον εγω αντι σου, Αβεσσαλωμ, υιε μου, υιε μου.