Scrutatio

Martedi, 7 maggio 2024 - Santa Flavia ( Letture di oggi)

Deuxième livre de Samuel 14


font
JERUSALEMGREEK BIBLE
1 Joab, fils de Ceruya, reconnut que le coeur du roi se tournait vers Absalom.1 Και εγνωρισεν ο Ιωαβ ο υιος της Σερουιας, οτι η καρδια του βασιλεως ητο εις τον Αβεσσαλωμ.
2 Alors Joab envoya chercher à Teqoa une femme avisée et lui dit: "Je t'en prie, feins d'être endeuil, mets des habits de deuil, ne te parfume pas, sois comme une femme qui, depuis bien des jours, porte ledeuil d'un mort.2 Και απεστειλεν ο Ιωαβ εις Θεκουε και εφερεν εκειθεν γυναικα σοφην, και ειπε προς αυτην, Προσποιηθητι, παρακαλω, οτι εισαι εν πενθει και ενδυθητι ιματια πενθικα, και μη αλειφθης ελαιον, αλλ' εσο ως γυνη πενθουσα ηδη ημερας πολλας δια αποθανοντα?
3 Tu iras chez le roi et tu lui tiendras ce discours." Joab lui mit dans la bouche les paroles qu'ilfallait.3 και υπαγε προς τον βασιλεα και λαλησον προς αυτον κατα τουτους τους λογους. Και εβαλεν ο Ιωαβ τους λογους εις το στομα αυτης.
4 La femme de Teqoa alla donc chez le roi, elle tomba la face contre terre et se prosterna, puis elledit: "Au secours, ô roi!"4 Λαλουσα δε η γυνη η Θεκωιτις προς τον βασιλεα, επεσε κατα προσωπον αυτης επι της γης και προσεκυνησε και ειπε, Σωσον, βασιλευ.
5 Le roi lui demanda: "Qu'as-tu?" Elle répondit: "Hélas! je suis veuve. Mon mari est mort5 Και ειπε προς αυτην ο βασιλευς, Τι εχεις; Η δε ειπε, Γυνη χηρα, φευ ειμαι εγω, και απεθανεν ο ανηρ μου?
6 et ta servante avait deux fils. Il se sont querellés ensemble dans la campagne, il n'y avaitpersonne pour les séparer, l'un a frappé l'autre et l'a tué.6 και η δουλη σου ειχε δυο υιους, οιτινες ελογομαχησαν αμφοτεροι εν τω αγρω, και δεν ητο ο χωριζων αυτους, αλλ' επαταξεν ο εις τον αλλον και εθανατωσεν αυτον?
7 Voilà que tout le clan s'est dressé contre ta servante et dit: Livre le fratricide: nous le mettrons àmort pour prix de la vie de son frère qu'il a tué, et nous détruirons en même temps l'héritier. Ils vont ainsiéteindre la braise qui me reste, pour ne plus laisser à mon mari ni nom ni survivant sur la face de la terre."7 και ιδου, εσηκωθη πασα η συγγενεια εναντιον της δουλης σου και ειπον, Παραδος τον παταξαντα τον αδελφον αυτου, δια να θανατωσωμεν αυτον, αντι της ζωης του αδελφου αυτου τον οποιον εφονευσε, και να εξολοθρευσωμεν ενταυτω τον κληρονομον? και ουτω θελουσι σβεσει τον ανθρακα μου τον εναπολειφθεντα, ωστε να μη αφησωσιν εις τον ανδρα μου ονομα μηδε απομειναριον επι το προσωπον της γης.
8 Le roi dit à la femme: "Va à ta maison, je donnerai moi-même des ordres à ton sujet."8 Και ειπεν ο βασιλευς προς την γυναικα, Υπαγε εις τον οικον σου, και εγω θελω προσταξει υπερ σου.
9 La femme de Teqoa dit au roi: "Monseigneur le roi! Que la faute retombe sur moi et sur mafamille; le roi et son trône en sont innocents."9 Και ειπεν η γυνη η Θεκωιτις προς τον βασιλεα, Κυριε μου βασιλευ, επ' εμε ας ηναι η ανομια και επι τον οικον του πατρος μου? ο δε βασιλευς και ο θρονος αυτου αθωοι.
10 Le roi reprit: "Celui qui t'a menacée, amène-le moi et il ne reviendra plus te faire du mal."10 Και ειπεν ο βασιλευς, Οστις λαληση εναντιον σου, φερε αυτον προς εμε, και δεν θελει πλεον σε εγγισει.
11 Elle dit: "Que le roi daigne prononcer le nom de Yahvé ton Dieu, afin que le vengeur du sangn'augmente pas la ruine et ne fasse pas périr mon fils!" Il dit alors: "Aussi vrai que Yahvé est vivant, il netombera pas à terre un seul cheveu de ton fils!"11 Η δε ειπεν, Ας ενθυμηθη, παρακαλω, ο βασιλευς Κυριον τον Θεον σου, και ας μη αφηση τους εκδικητας του αιματος να πληθυνωσι την φθοραν και να απολεσωσι τον υιον μου. Ο δε ειπε, Ζη Κυριος, ουδε μια θριξ του υιου σου δεν θελει πεσει εις την γην.
12 La femme reprit: "Qu'il soit permis à ta servante de dire un mot à Monseigneur le roi", et ilrépondit: "Parle."12 Τοτε ειπεν η γυνη, Ας λαληση, παρακαλω, η δουλη σου λογον προς τον κυριον μου τον βασιλεα. Και ειπε, Λαλησον.
13 La femme dit: "Et alors, pourquoi le roi -- en prononçant cette sentence, il se reconnaît coupable-- a-t-il eu contre le peuple de Dieu cette pensée de ne pas faire revenir celui qu'il a banni?13 Και ειπεν η γυνη, Και δια τι εστοχασθης τοιουτον πραγμα κατα του λαου του Θεου; διοτι ο βασιλευς λαλει τουτο ως ανθρωπος ενοχος, επειδη ο βασιλευς δεν στελλει να επαναφερη τον εξοριστον αυτου.
14 Nous sommes mortels et comme les eaux qui s'écoulent à terre et qu'on ne peut recueillir, etDieu ne relève pas un cadavre: que le roi fasse donc des plans pour que le banni ne reste pas exilé loin de lui.14 Διοτι αφευκτως θελομεν αποθανει, και ειμεθα ως υδωρ διακεχυμενον επι της γης, το οποιον δεν επισυναγεται παλιν? και ο Θεος δεν θελει να απολεσθη ψυχη, αλλ' εφευρισκει μεσα, ωστε ο εξοριστος να μη μενη εξωσμενος απ' αυτου.
15 "Maintenant, si je suis venue parler de cette affaire à Monseigneur le roi, c'est que les gensm'ont fait peur et ta servante s'est dit: Je parlerai au roi et peut-être le roi exécutera-t-il la parole de sa servante.15 Τωρα δια τουτο ηλθον να λαλησω τον λογον τουτον προς τον κυριον μου τον βασιλεα, διοτι ο λαος με εφοβισε? και η δουλη σου ειπε, θελω τωρα λαλησει προς τον βασιλεα? ισως καμη ο βασιλευς την αιτησιν της δουλης αυτου.
16 Car le roi consentira à délivrer sa servante des mains de l'homme qui cherche à nous retrancher,moi et mon fils ensemble, de l'héritage de Dieu.16 Διοτι ο βασιλευς θελει εισακουσει, δια να ελευθερωση την δουλην αυτου εκ χειρος του ανθρωπου του ζητουντος να εξαλειψη εμε και τον υιον μου ενταυτω απο της κληρονομιας του Θεου.
17 Ta servante a dit: Puisse la parole de Monseigneur le roi donner l'apaisement. Car Monseigneurle roi est comme l'Ange de Dieu pour saisir le bien et le mal. Que Yahvé ton Dieu soit avec toi!"17 Ειπε μαλιστα η δουλη σου, Ο λογος του κυριου μου του βασιλεως θελει εισθαι τωρα παρηγορητικος? διοτι ως αγγελος Θεου, ουτως ειναι ο κυριος μου ο βασιλευς, εις το να διακρινη το καλον και το κακον? και Κυριος ο Θεος σου θελει εισθαι μετα σου.
18 Alors le roi, prenant la parole, dit à la femme: "Je t'en prie, ne te dérobe pas à la question que jevais te poser." La femme répondit: "Que Monseigneur le roi parle!"18 Τοτε απεκριθη ο βασιλευς και ειπε προς την γυναικα, Μη κρυψης απ' εμου τωρα το πραγμα, το οποιον θελω σε ερωτησει εγω. Και ειπεν η γυνη, Ας λαληση, παρακαλω, ο κυριος μου ο βασιλευς.
19 Le roi demanda: "La main de Joab n'est-elle pas avec toi en tout cela?" La femme répliqua:"Aussi vrai que tu es vivant, Monseigneur le roi, on ne peut pas aller à droite ni à gauche de tout ce qu'a ditMonseigneur le roi: oui, c'est ton serviteur Joab qui m'a donné l'ordre, c'est lui qui a mis toutes ces paroles dansla bouche de ta servante.19 Και ειπεν ο βασιλευς, Δεν ειναι εις ολον τουτο η χειρ του Ιωαβ μετα σου; Και η γυνη απεκριθη και ειπε, Ζη η ψυχη σου, κυριε μου βασιλευ, ουδεν εκ των οσα ειπεν ο κυριος μου ο βασιλευς δεν εκλινεν ουτε δεξια ουτε αριστερα? διοτι ο δουλος σου Ιωαβ, αυτος προσεταξεν εις εμε, και αυτος εβαλε παντας τους λογους τουτους εις το στομα της δουλης σου?
20 C'est pour déguiser l'affaire que ton serviteur Joab a agi ainsi, mais Monseigneur a la sagesse del'Ange de Dieu, il sait tout ce qui se passe sur la terre."20 ο δουλος σου Ιωαβ εκαμε τουτο, να μεταστρεψω την μορφην του πραγματος τουτου? και ο κυριος μου ειναι σοφος, κατα την σοφιαν αγγελου του Θεου, εις το να γνωριζη παντα τα εν τη γη.
21 Le roi dit alors à Joab: "Eh bien, je fais la chose: Va, ramène le jeune homme Absalom."21 Και ειπεν ο βασιλευς προς τον Ιωαβ, Ιδου, τωρα, εκαμα το πραγμα τουτο? υπαγε λοιπον, επαναφερε τον νεον, τον Αβεσσαλωμ.
22 Joab tomba la face contre terre, il se prosterna et bénit le roi. Puis Joab dit: "Ton serviteur saitaujourd'hui qu'il a trouvé grâce à tes yeux, Monseigneur le roi, puisque le roi a exécuté la parole de sonserviteur."22 Και επεσεν ο Ιωαβ κατα προσωπον αυτου εις την γην και προσεκυνησε και ευλογησε τον βασιλεα? και ειπεν ο Ιωαβ, Σημερον ο δουλος σου γνωριζει οτι ευρηκα χαριν εις τους οφθαλμους σου, κυριε μου βασιλευ, καθοτι ο βασιλευς εκαμε τον λογον του δουλου αυτου.
23 Joab se mit en route, il alla à Geshur et ramena Absalom à Jérusalem.23 Τοτε εσηκωθη ο Ιωαβ και υπηγεν εις Γεσσουρ και εφερε τον Αβεσσαλωμ εις Ιερουσαλημ.
24 Cependant le roi dit: "Qu'il se retire dans sa maison, il ne sera pas reçu par moi." Absalom seretira dans sa maison et ne fut pas reçu par le roi.24 Και ειπεν ο βασιλευς, Ας επιστρεψη εις τον οικον αυτου και ας μη ιδη το προσωπον μου. Ουτως επεστρεψεν ο Αβεσσαλωμ εις τον οικον αυτου, και δεν ειδε το προσωπον του βασιλεως.
25 Dans tout Israël, il n'y avait personne d'aussi beau qu'Absalom, à qui on pût faire tant d'éloges:de la plante des pieds au sommet de la tête, il était sans défaut.25 Εις παντα δε τον Ισραηλ δεν υπηρχεν ανθρωπος ουτω θαυμαζομενος δια την ωραιοτητα αυτου ως ο Αβεσσαλωμ? απο του ιχνους του ποδος αυτου εως της κορυφης αυτου δεν υπηρχεν εν αυτω ελαττωμα?
26 Lorsqu'il se rasait la tête -- il se rasait chaque année parce que c'était trop lourd, alors il se rasait--, il pesait sa chevelure: soit 200 sicles, poids du roi.26 και οποτε εκουρευε την κεφαλην αυτου, διοτι εις το τελος εκαστου ετους εκουρευεν αυτην? επειδη τα μαλλια εβαρυνον αυτον δια τουτο εκοπτεν αυτα? εζυγιζε τας τριχας της κεφαλης αυτου, και ησαν διακοσιων σικλων κατα το βασιλικον ζυγιον.
27 Il naquit à Absalom trois fils et une fille, qui se nommait Tamar; c'était une belle femme.27 Εγεννηθησαν δε εις τον Αβεσσαλωμ τρεις υιοι και μια θυγατηρ, ονοματι Θαμαρ? αυτη ητο γυνη ωραιοτατη.
28 Absalom demeura deux ans à Jérusalem, sans être reçu par le roi.28 Και κατωκησεν ο Αβεσσαλωμ εν Ιερουσαλημ δυο ολοκληρα ετη, και το προσωπον του βασιλεως δεν ειδεν.
29 Absalom convoqua Joab pour l'envoyer chez le roi, mais Joab ne consentit pas à venir chez lui,il le convoqua encore une seconde fois, mais il ne consentit pas à venir.29 Οθεν απεστειλεν ο Αβεσσαλωμ προς τον Ιωαβ, δια να πεμψη αυτον προς τον βασιλεα? πλην δεν ηθελησε να ελθη προς αυτον? απεστειλε παλιν εκ δευτερου, αλλα δεν ηθελησε να ελθη.
30 Absalom dit à ses serviteurs: "Voyez le champ de Joab qui est à côté du mien et où il y a del'orge, allez-y mettre le feu." Les serviteurs d'Absalom mirent le feu au champ.30 Τοτε ειπε προς τους δουλους αυτου, Ιδετε, ο αγρος του Ιωαβ ειναι πλησιον του ιδικου μου, και εχει κριθην εκει? υπαγετε και κατακαυσατε αυτην εν πυρι? και κατεκαυσαν οι δουλοι του Αβεσσαλωμ τον αγρον εν πυρι.
31 Joab vint trouver Absalom dans sa maison et lui dit: "Pourquoi tes serviteurs ont-il mis le feu auchamp qui m'appartient?"31 Και εσηκωθη ο Ιωαβ και ηλθε προς τον Αβεσσαλωμ εις την οικιαν και ειπε προς αυτον, Δια τι κατεκαυσαν οι δουλοι σου τον αγρον μου εν πυρι;
32 Absalom répondit à Joab: "Voilà ce que je t'avais fait dire: Viens ici, je veux t'envoyer auprèsdu roi avec ce message: Pourquoi suis-je revenu de Geshur? Il vaudrait mieux pour moi y être encore. Je veuxmaintenant être reçu par le roi et, si je suis coupable, qu'il me mettre à mort!"32 Ο δε Αβεσσαλωμ απεκριθη προς τον Ιωαβ, Ιδου, απεστειλα προς σε, λεγων, Ελθε ενταυθα, δια να σε πεμψω προς τον βασιλεα να ειπης, Δια τι ηλθον απο Γεσσουρ; ηθελεν εισθαι καλητερον δι' εμε να ημην ετι εκει? τωρα λοιπον ας ιδω το προσωπον του βασιλεως? και αν ηναι αδικια εν εμοι, ας με θανατωση.
33 Joab se rendit près du roi et lui rapporta ces paroles. Puis il appela Absalom. Celui-ci alla chezle roi, se prosterna devant lui et se jeta la face contre terre devant le roi. Et le roi embrassa Absalom.33 Τοτε ο Ιωαβ ηλθε προς τον βασιλεα και ανηγγειλε ταυτα προς αυτον? και εκαλεσε τον Αβεσσαλωμ, και ηλθε προς τον βασιλεα, και πεσων επι προσωπον αυτου εις την γην, προσεκυνησεν ενωπιον του βασιλεως? και ο βασιλευς εφιλησε τον Αβεσσαλωμ.