Scrutatio

Martedi, 30 aprile 2024 - San Pio V ( Letture di oggi)

Livre de la Genèse 37


font
JERUSALEMGREEK BIBLE
1 Mais Jacob demeura dans le pays où son père avait séjourné, dans le pays de Canaan.1 Κατωκησε δε ο Ιακωβ εν τη γη, εν η παρωκησεν ο πατηρ αυτου, εν τη γη Χανααν.
2 Voici l'histoire de Jacob. Joseph avait dix-sept ans. Il gardait le petit bétail avec ses frères, -- il étaitjeune, -- avec les fils de Bilha et les fils de Zilpa, femmes de son père, et Joseph rapporta à leur père le mal qu'ondisait d'eux.2 Αυτη ειναι γενεαλογια του Ιακωβ. Ο Ιωσηφ, νεος ων ετων δεκαεπτα, εποιμαινε τα προβατα μετα των αδελφων αυτου, των υιων της Βαλλας και των υιων της Ζελφας, των γυναικων του πατρος αυτου? και ανεφερεν ο Ιωσηφ προς τον πατερα αυτων την κακην αυτων φημην.
3 Israël aimait Joseph plus que tous ses autres enfants, car il était le fils de sa vieillesse, et il lui fitfaire une tunique ornée.3 Ο δε Ισραηλ ηγαπα τον Ιωσηφ υπερ παντας τους υιους αυτου, διοτι ητο υιος του γηρατος αυτου? και εκαμεν εις αυτον χιτωνα ποικιλοχρωμον.
4 Ses frères virent que son père l'aimait plus que tous ses autres fils et ils le prirent en haine, devenusincapables de lui parler amicalement.4 Βλεποντες δε οι αδελφοι αυτου, οτι αυτον ηγαπα ο πατηρ αυτων υπερ παντας τους αδελφους αυτου, εμισησαν αυτον και δεν ηδυναντο να ομιλωσι προς αυτον ειρηνικως.
5 Or Joseph eut un songe et il en fit part à ses frères qui le haïrent encore plus.5 Ενυπνιασθεις δε ο Ιωσηφ ενυπνιον, διηγηθη αυτο εις τους αδελφους αυτου? και εμισησαν αυτον ετι μαλλον.
6 Il leur dit: "Ecoutez le rêve que j'ai fait:6 Και ειπε προς αυτους, Ακουσατε, παρακαλω, το ενυπνιον τουτο το οποιον ενυπνιασθην.
7 il me paraissait que nous étions à lier des gerbes dans les champs, et voici que ma gerbe se dressaet qu'elle se tintdebout, et vos gerbes l'entourèrent et elles se prosternèrent devant ma gerbe."7 Ιδου, ημεις εδενομεν δεματια εν μεσω της πεδιαδος? και ιδου, εσηκωθη το ιδικον μου δεματιον και εσταθη ορθιον? και ιδου, τα ιδικα σας δεματια περιστραφεντα προσεκυνησαν το ιδικον μου δεματιον.
8 Ses frères lui répondirent: "Voudrais-tu donc régner sur nous en roi ou bien dominer en maître?" Etils le haïrent encoreplus, à cause de ses rêves et de ses propos.8 Ειπον δε προς αυτον οι αδελφοι αυτου, Βασιλευς θελεις γεινει εφ' ημας; η κυριος θελεις γεινει εις ημας; Και εμισησαν αυτον ετι μαλλον δια τα ενυπνια αυτου και δια τους λογους αυτου.
9 Il eut encore un autre songe, qu'il raconta à ses frères. Il dit: "J'ai encore fait un rêve: il meparaissait que lesoleil, la lune et onze étoiles se prosternaient devant moi."9 Ενυπνιασθη δε και αλλο ενυπνιον, και διηγηθη αυτο προς τους αδελφους αυτου? και ειπεν, Ιδου, ενυπνιασθην αλλο ενυπνιον? και ιδου, ο ηλιος και η σεληνη και ενδεκα αστερες με προσεκυνουν.
10 Il raconta cela à son père et à ses frères, mais son père le gronda et lui dit: "En voilà un rêve quetu as fait!Allons-nous donc, moi, ta mère et tes frères, venir nous prosterner à terre devant toi?"10 Και διηγηθη αυτο προς τον πατερα αυτου και προς τους αδελφους αυτου και επεπληξεν αυτον ο πατηρ αυτου και ειπε προς αυτον, Τι ειναι το ενυπνιον τουτο, το οποιον ενυπνιασθης; αραγε θελομεν ελθει, εγω και η μητηρ σου και οι αδελφοι σου, δια να σε προσκυνησωμεν εως εδαφους;
11 Ses frères furent jaloux de lui, mais son père gardait la chose dans sa mémoire.11 Και εφθονησαν αυτον οι αδελφοι αυτου? ο δε πατηρ αυτου εφυλαττε τον λογον.
12 Ses frères allèrent paître le petit bétail de leur père à Sichem.12 Και υπηγαν οι αδελφοι αυτου να βοσκησωσι τα προβατα του πατρος αυτων εις Συχεμ.
13 Israël dit à Joseph: "Tes frères ne sont-ils pas au pâturage à Sichem? Viens, je vais t'envoyer verseux" et il répondit: "Je suis prêt."13 Και ειπεν ο Ισραηλ προς τον Ιωσηφ, δεν βοσκουσιν οι αδελφοι σου εν Συχεμ; ελθε να σε στειλω προς αυτους. Ο δε ειπε προς αυτον, Ιδου, εγω.
14 Il lui dit: "Va donc voir comment se portent tes frères et le bétail, et rapporte-moi des nouvelles."Il l'envoya de la vallée d'Hébron et Joseph arriva à Sichem.14 Και ειπε προς αυτον, Υπαγε λοιπον να ιδης, αν ηναι καλα οι αδελφοι σου και καλα τα προβατα, και φερε μοι ειδησιν. Και απεστειλεν αυτον απο της κοιλαδος της Χεβρων? και ηλθεν εις Συχεμ.
15 Un homme le rencontra errant dans la campagne et cet homme lui demanda: "Que cherches-tu?"15 Και ευρηκεν αυτον ανθρωπος τις, ενω περιεπλανατο εν τη πεδιαδι? και ηρωτησεν αυτον ο ανθρωπος, λεγων, Τι ζητεις;
16 Il répondit: "Je cherche mes frères. Indique-moi, je te prie, où ils paissent leurs troupeaux."16 Ο δε ειπε, τους αδελφους μου ζητω? ειπε μοι, παρακαλω, που βοσκουσι.
17 L'homme dit: "Ils ont décampé d'ici, je les ai entendus quidisaient: Allons à Dotân"; Joseph partiten quête de ses frères et il les trouva à Dotân.17 Και ειπεν ο ανθρωπος, Ανεχωρησαν απο εδω? διοτι ηκουσα αυτους λεγοντας, Ας υπαγωμεν εις Δωθαν. Και υπηγεν ο Ιωσηφ κατοπιν των αδελφων αυτου, και ευρηκεν αυτους εν Δωθαν.
18 Ils l'aperçurent de loin et, avant qu'il n'arrivât près d'eux, ils complotèrent de le faire mourir.18 Οι δε ιδοντες αυτον μακροθεν, πριν πλησιαση εις αυτους, συνεβουλευθησαν κατ' αυτου να φονευσωσιν αυτον.
19 Ils se dirent entre eux: "Voilà l'homme aux songes qui arrive!19 Και ειπεν ο εις προς τον αλλον, Ιδου, ερχεται εκεινος ο κυριος των ενυπνιων?
20 Maintenant, venez, tuons-le et jetons-le dans n'importe quelle citerne; nous dirons qu'une bêteféroce l'a dévoré. Nous allons voir ce qu'il adviendra de ses songes!"20 ελθετε λοιπον τωρα και ας φονευσωμεν αυτον και ας ριψωμεν αυτον εις ενα εκ των λακκων? και θελομεν ειπει, Θηριον κακον κατεφαγεν αυτον? και θελομεν ιδει τι θελουσι γεινει τα ενυπνια αυτου.
21 Mais Ruben entendit et il le sauva de leurs mains. Il dit: "N'attentons pas à sa vie!"21 Και ακουσας ο Ρουβην ηλευθερωσεν αυτον εκ των χειρων αυτων, λεγων, Ας μη βλαψωμεν αυτον εις την ζωην.
22 Ruben leur dit: "Ne répandez pas le sang! Jetez-le dans cette citerne du désert, mais ne portez pasla main sur lui!"C'était pour le sauver de leurs mains et le ramener à son père.22 Και ειπε προς αυτους ο Ρουβην, Μη χυσητε αιμα? ριψατε αυτον εις τουτον τον λακκον, τον εν τη ερημω, και χειρα μη βαλητε επ' αυτον? δια να ελευθερωση αυτον εκ των χειρων αυτων, και να αποδωση αυτον εις τον πατερα αυτου.
23 Donc, lorsque Joseph arriva près de ses frères, ils le dépouillèrent de sa tunique, la tunique ornéequ'il portait.23 Οτε λοιπον ηλθεν ο Ιωσηφ προς τους αδελφους αυτου, εξεδυσαν τον Ιωσηφ τον χιτωνα αυτου, τον χιτωνα τον ποικιλοχρωμον, τον επ' αυτον?
24 Ils se saisirent de lui et le jetèrent dans la citerne; c'était une citerne vide, où il n'y avait pas d'eau.24 και λαβοντες αυτον, ερριψαν εις τον λακκον? ο δε λακκος ητο κενος? δεν ειχεν υδωρ.
25 Puis ils s'assirent pour manger. Comme ils levaient les yeux, voici qu'ils aperçurent une caravaned'Ismaélites qui venait de Galaad. Leurs chameaux étaient chargés de gomme adragante, de baume et deladanum, qu'ils allaient livrer en Egypte.25 Επειτα εκαθησαν να φαγωσιν αρτον, και αναβλεψαντες ειδον? και ιδου, συνοδια Ισμαηλιτων ηρχετο απο Γαλααδ μετα των καμηλων αυτων φορτωμενων αρωματα και βαλσαμον και μυρον, και επορευοντο να φερωσιν αυτα κατω εις την Αιγυπτον.
26 Alors Juda dit à ses frères: "Quel profit y aurait-il à tuer notre frère et couvrir son sang?26 Και ειπεν ο Ιουδας προς τους αδελφους αυτου, Τις η ωφελεια, εαν φονευσωμεν τον αδελφον ημων και κρυψωμεν το αιμα αυτου;
27 Venez, vendons-le aux Ismaélites, mais ne portons pas la main sur lui: il est notre frère, de lamême chair que nous." Et ses frères l'écoutèrent.27 ελθετε και ας πωλησωμεν αυτον εις τους Ισμαηλιτας? και ας μη βαλωμεν τας χειρας ημων επ' αυτον? διοτι αδελφος ημων, σαρξ ημων ειναι. Και υπηκουσαν οι αδελφοι αυτου.
28 Or des gens passèrent, des marchands madianites, et ils retirèrent Joseph de la citerne. Ilsvendirent Joseph aux Ismaélites pour vingt sicles d'argent et ceux-ci le conduisirent en Egypte.28 Και ενω διεβαινον οι Μαδιανιται εμποροι, ανεσυραν και ανεβιβασαν τον Ιωσηφ εκ του λακκου και επωλησαν τον Ιωσηφ δια εικοσι αργυρια εις τους Ισμαηλιτας? οι δε εφεραν τον Ιωσηφ εις Αιγυπτον.
29 Lorsque Ruben retourna à la citerne, voilà que Joseph n'y était plus! Il déchira ses vêtements29 Επεστρεψε δε ο Ρουβην εις τον λακκον, και ιδου, ο Ιωσηφ δεν ητο εν τω λακκω? και διεσχισε τα ιματια αυτου.
30 et, revenant vers ses frères, il dit: "L'enfant n'est plus là! Et moi, où vais-je aller?"30 Και επεστρεψε προς τους αδελφους αυτου, και ειπε, Το παιδιον δεν υπαρχει και εγω, εγω που να υπαγω;
31 Ils prirent la tunique de Joseph et, ayant égorgé un bouc, ils trempèrent la tunique dans le sang.31 Τοτε ελαβον τον χιτωνα του Ιωσηφ και εσφαξαν εριφιον εκ των αιγων, και εβαψαν τον χιτωνα εν τω αιματι?
32 Ils envoyèrent la tunique ornée, ils la firent porter à leur père avec ces mots: "Voilà ce que nousavons trouvé! Regarde si ce ne serait pas la tunique de ton fils."32 και απεστειλαν τον χιτωνα τον ποικιλοχρωμον, και εφεραν αυτον προς τον πατερα αυτων και ειπον, Ευρηκαμεν τουτον? γνωρισον τωρα, αν ηναι ο χιτων του υιου σου η ουχι.
33 Celui-ci regarda et dit: "C'est la tunique de mon fils! Une bête féroce l'a dévoré. Joseph a été misen pièces!"33 Ο δε εγνωρισεν αυτον και ειπε, Ο χιτων του υιου μου ειναι? θηριον κακον κατεφαγεν αυτον? ολος κατεσπαραχθη ο Ιωσηφ.
34 Jacob déchira son vêtement, il mit un sac sur ses reins et fit le deuil de son fils pendant longtemps.34 Και διεσχισεν ο Ιακωβ τα ιματια αυτου και εβαλε σακκον εις την οσφυν αυτου και επενθησε τον υιον αυτου ημερας πολλας.
35 Tous ses fils et ses filles vinrent pour le consoler, mais il refusa toute consolation et dit: "Non,c'est en deuil que je veux descendre au shéol auprès de mon fils." Et son père le pleura.35 Και εσηκωθησαν παντες οι υιοι αυτου και πασαι αι θυγατερες αυτου, δια να παρηγορησωσιν αυτον? αλλα δεν ηθελε να παρηγορηθη, λεγων, Οτι πενθων θελω καταβη προς τον υιον μου εις τον ταφον. Και εκλαυσεν αυτον ο πατηρ αυτου.
36 Cependant, les Madianites l'avaient vendu en Egypte à Potiphar, eunuque de Pharaon etcommandant des gardes.36 Οι δε Μαδιανιται επωλησαν αυτον εν τη Αιγυπτω εις τον Πετεφρην, αυλικον του Φαραω, αρχοντα των σωματοφυλακων.