Scrutatio

Lunedi, 29 aprile 2024 - Santa Caterina da Siena ( Letture di oggi)

Livre de la Genèse 18


font
JERUSALEMGREEK BIBLE
1 Yahvé lui apparut au Chêne de Mambré, tandis qu'il était assis à l'entrée de la tente, au plus chauddu jour.1 Και εφανη εις αυτον ο Κυριος εις τας δρυς Μαμβρη, ενω εκαθητο εν τη θυρα της σκηνης εις το καυμα της ημερας.
2 Ayant levé les yeux, voilà qu'il vit trois hommes qui se tenaient debout près de lui; dès qu'il les vit,il courut de l'entrée de la Tente à leur rencontre et se prosterna à terre.2 Και υψωσας τους οφθαλμους αυτου, ειδε? και ιδου, τρεις ανδρες ισταμενοι εμπροσθεν αυτου? και ως ειδεν, εδραμεν εις προυπαντησιν αυτων απο της θυρας της σκηνης, και προσεκυνησεν εως εδαφους?
3 Il dit: "Monseigneur, je t'en prie, si j'ai trouvé grâce à tes yeux, veuille ne pas passer près de tonserviteur sans t'arrêter.3 και ειπε, Κυριε μου, εαν ευρηκα χαριν εις τους οφθαλμους σου, μη παρελθης, παρακαλω, τον δουλον σου?
4 Qu'on apporte un peu d'eau, vous vous laverez les pieds et vous vous étendrez sous l'arbre.4 ας φερθη, παρακαλω, ολιγον υδωρ, και νιψατε τους ποδας σας, και αναπαυθητε υπο το δενδρον?
5 Que j'aille chercher un morceau de pain et vous vous réconforterez le cœur avant d'aller plus loin;c'est bien pour cela que vous êtes passés près de votre serviteur!" Ils répondirent: "Fais donc comme tu as dit."5 και εγω θελω φερει ολιγον αρτον, και στηριξατε την καρδιαν σας? επειτα θελετε παρελθει? επειδη δια τουτο επερασατε προς τον δουλον σας? οι δε ειπον, Καμε ουτω, καθως ειπας.
6 Abraham se hâta vers la tente auprès de Sara et dit: "Prends vite trois boisseaux de farine, de fleurde farine, pétris et fais des galettes."6 Και εσπευσεν ο Αβρααμ εις την σκηνην προς την Σαρραν και ειπε, Σπευσον ζυμωσον τρια μετρα σεμιδαλεως, και καμε εγκρυφιας.
7 Puis Abraham courut au troupeau et prit un veau tendre et bon; il le donna au serviteur qui se hâtade le préparer.7 Ο δε Αβρααμ εδραμεν εις τους βοας, και ελαβε μοσχαριον απαλον και καλον, και εδωκεν εις τον δουλον? ο δε εσπευσε να ετοιμαση αυτο?
8 Il prit du caillé, du lait, le veau qu'il avait apprêté et plaça le tout devant eux; il se tenait deboutprès d'eux, sous l'arbre, et ils mangèrent.8 επειτα ελαβε βουτυρον και γαλα και το μοσχαριον, το οποιον ητοιμασε, και εθεσεν εμπροσθεν αυτων? αυτος δε ιστατο πλησιον αυτων υπο το δενδρον, και αυτοι εφαγον.
9 Ils lui demandèrent: "Où est Sara, ta femme?" Il répondit: "Elle est dans la tente."9 Ειπον δε προς αυτον, Που ειναι Σαρρα η γυνη σου; Ο δε ειπεν, Ιδου, εν τη σκηνη.
10 L'hôte dit: "Je reviendrai vers toi l'an prochain; alors, ta femme Sara aura un fils." Sara écoutait, àl'entrée de latente, qui se trouvait derrière lui.10 Και ειπεν, Εξαπαντος θελω επιστρεψει προς σε κατα τον αυτον τουτον καιρον του ετους? και ιδου, Σαρρα η γυνη σου θελει εχει υιον. Η δε Σαρρα ηκουσεν εν τη θυρα της σκηνης ητις ητο οπισθεν αυτου.
11 Or Abraham et Sara étaient vieux, avancés en âge, et Sara avait cessé d'avoir ce qu'ont lesfemmes.11 Ο δε Αβρααμ και η Σαρρα ησαν γεροντες, προβεβηκοτες εις ηλικιαν? εις την Σαρραν ειχον παυσει να γινωνται τα γυναικεια.
12 Donc, Sara rit en elle-même, se disant: "Maintenant que je suis usée, je connaîtrais le plaisir! Etmon mari qui est un vieillard!"12 Εγελασε δε η Σαρρα καθ' εαυτην λεγουσα, Αφου εγηρασα, θελει γεινει εις εμε ηδονη και ο κυριος μου γερων;
13 Mais Yahvé dit à Abraham: "Pourquoi Sara a-t-elle ri, se disant: Vraiment, vais-je encoreenfanter, alors que je suis devenue vieille?13 Και ειπε Κυριος προς τον Αβρααμ, Δια τι εγελασεν η Σαρρα, λεγουσα, Αφου εγω εγηρασα, θελω τωοντι γεννησει;
14 Y a-t-il rien de trop merveilleux pour Yahvé? A la même saison l'an prochain, je reviendrai cheztoi et Sara aura un fils."14 ειναι τι αδυνατον εις τον Κυριον; εν τω ωρισμενω καιρω θελω επιστρεψει προς σε κατα τον αυτον τουτον καιρον του ετους, και η Σαρρα θελει εχει υιον.
15 Sara démentit: "Je n'ai pas ri", dit-elle, car elle avait peur, mais il répliqua: "Si, tu as ri."15 Τοτε η Σαρρα ηρνηθη λεγουσα, δεν εγελασα? διοτι εφοβηθη. Ο δε ειπεν, Ουχι, αλλ' εγελασας.
16 S'étant levés, les hommes partirent de là et arrivèrent en vue de Sodome. Abraham marchait aveceux pour les reconduire.16 Σηκωθεντες δε εκειθεν οι ανδρες διευθυνθησαν προς τα Σοδομα? και ο Αβρααμ επορευετο μετ' αυτων δια να συμπροπεμψη αυτους.
17 Yahvé s'était dit: "Vais-je cacher à Abraham ce que je vais faire,17 Και ειπε Κυριος, Θελω κρυψει εγω απο του Αβρααμ ο, τι καμνω;
18 alors qu'Abraham deviendra une nation grande et puissante et que par lui se béniront toutes lesnations de la terre?18 ο δε Αβρααμ θελει εξαπαντος γεινει εθνος μεγα και δυνατον? και θελουσιν ευλογηθη εις αυτον παντα τα εθνη της γης?
19 Car je l'ai distingué, pour qu'il prescrive à ses fils et à sa maison après lui de garder la voie deYahvé en accomplissant la justice et le droit; de la sorte, Yahvé réalisera pour Abraham ce qu'il lui a promis."19 επειδη γνωριζω αυτον οτι θελει διαταξει προς τους υιους αυτου και προς τον οικον αυτου, μεθ' εαυτον, και θελουσι φυλαξει την οδον του Κυριου, δια να πραττωσι δικαιοσυνην και κρισιν, ωστε να επιφερη ο Κυριος επι τον Αβρααμ τα οσα ελαλησε προς αυτον.
20 Donc, Yahvé dit: "Le cri contre Sodome et Gomorrhe est bien grand! Leur péché est bien grave!20 Ειπε δε Κυριος, Η κραυγη των Σοδομων και των Γομορρων επληθυνε, και η αμαρτια αυτων βαρεια σφοδρα?
21 Je veux descendre et voir s'ils ont fait ou non tout ce qu'indique le cri qui, contre eux, est montévers moi; alors je saurai."21 θελω λοιπον καταβη και θελω ιδει αν επραξαν ολοκληρως κατα την κραυγην την ερχομενην προς εμε? και θελω γνωρισει, αν ουχι.
22 Les hommes partirent de là et allèrent à Sodome. Yahvé se tenait encore devant Abraham.22 Και αναχωρησαντες εκειθεν οι ανδρες υπηγον προς τα Σοδομα? ο δε Αβρααμ ιστατο ετι ενωπιον του Κυριου.
23 Celui-ci s'approcha et dit: "Vas-tu vraiment supprimer le juste avec le pécheur?23 Και πλησιασας ο Αβρααμ ειπε, Μηπως θελεις απολεσει τον δικαιον μετα του ασεβους;
24 Peut-être y a-t-il 50 justes dans la ville. Vas-tu vraiment les supprimer et ne pardonneras-tu pas àla cité pour les 50 justes qui sont dans son sein?24 εαν ηναι πεντηκοντα δικαιοι εν τη πολει, θελεις αρα γε απολεσει αυτους; και δεν ηθελες συγχωρησει εις τον τοπον δια τους πεντηκοντα δικαιους, τους εν αυτω;
25 Loin de toi de faire cette chose-là! de faire mourir le juste avec le pécheur, en sorte que le justesoit traité comme le pécheur. Loin de toi! Est-ce que le juge de toute la terre ne rendra pas justice?"25 μη γενοιτο ποτε συ να πραξης τοιουτον πραγμα, να θανατωσης δικαιον μετα ασεβους, και ο δικαιος να ηναι ως ο ασεβης μη γενοιτο ποτε εις σε ο κρινων πασαν την γην δεν θελει καμει κρισιν;
26 Yahvé répondit: "Si je trouve à Sodome 50 justes dans la ville, je pardonnerai à toute la cité àcause d'eux."26 Ειπε δε Κυριος, Εαν ευρω εν Σοδομοις πεντηκοντα δικαιους εν τη πολει, θελω συγχωρησει εις παντα τον τοπον δι' αυτους.
27 Abraham reprit: "Je suis bien hardi de parler à mon Seigneur, moi qui suis poussière et cendre.27 Και αποκριθεις ο Αβρααμ ειπεν, Ιδου, τωρα ετολμησα να ομιλησω προς τον Κυριον μου, ενω ειμαι γη και σποδος?
28 Mais peut-être, des 50 justes en manquera-t-il cinq: feras-tu, pour cinq, périr toute la ville?" Ilrépondit: "Non, si j'y trouve 45 justes."28 εαν λειψωσι πεντε εκ των πεντηκοντα δικαιων, θελεις απολεσει πασαν την πολιν εξ αιτιας των πεντε; Και ειπε, Δεν θελω απολεσει αυτην εαν ευρω εκει τεσσαρακοντα πεντε.
29 Abraham reprit encore la parole et dit: "Peut-être n'y en aura-t-il que 40 ", et il répondit: "Je ne leferai pas, à cause des 40."29 Και προσεθεσεν ετι ο Αβρααμ να λαληση προς αυτον, και ειπεν, Εαν ευρεθωσιν εκει τεσσαρακοντα; Και ειπε, Δεν θελω απολεσει αυτην χαριν των τεσσαρακοντα.
30 Abraham dit: "Que mon Seigneur ne s'irrite pas et que je puisse parler: peut-être s'en trouvera-t-il30 ", et il répondit: "Je ne le ferai pas, si j'en trouve 30."30 Και ειπεν ο Αβρααμ, Ας μη παροξυνθη ο Κυριος μου εαν ετι λαλησω? εαν ευρεθωσιν εκει τριακοντα; Και ειπε, Δεν θελω απολεσει αυτην εαν ευρω εκει τριακοντα.
31 Il dit: "Je suis bien hardi de parler à mon Seigneur: peut-être s'en trouvera-t-il vingt", et ilrépondit: "Je ne détruirai pas, à cause des vingt."31 Και ειπεν ο Αβρααμ, Ιδου, τωρα ετολμησα να λαλησω προς τον Κυριον μου? εαν ευρεθωσιν εκει εικοσι; και ειπε, Δεν θελω απολεσει αυτην χαριν των εικοσι.
32 Il dit: "Que mon Seigneur ne s'irrite pas et je parlerai une dernière fois: peut-être s'en trouvera-t-ildix", et il répondit: "Je ne détruirai pas, à cause des dix."32 Και ειπεν ο Αβρααμ, Ας μη παροξυνθη ο Κυριος μου, εαν λαλησω ετι απαξ? εαν ευρεθωσιν εκει δεκα; και ειπε, Δεν θελω απολεσει αυτην χαριν των δεκα.
33 Yahvé, ayant achevé de parler à Abraham, s'en alla, et Abraham retourna chez lui.33 Και ανεχωρησεν ο Κυριος, αφου επαυσε να λαλη προς τον Αβρααμ? και ο Αβρααμ επεστρεψεν εις τον τοπον αυτου.