Sámuel első könyve 24
12345678910111213141516171819202122232425262728293031
Ter
Kiv
Lev
Szám
MTörv
Józs
Bír
Rút
1Sám
2Sám
1Kir
2Kir
1Krón
2Krón
Ezdr
Neh
Tób
Judit
Eszt
1Makk
2Makk
Jób
Zsolt
Péld
Préd
Én
Bölcs
Sir
Iz
Jer
Siralm
Bár
Ez
Dán
Óz
Jo
Ám
Abd
Jón
Mik
Náh
Hab
Szof
Agg
Zak
Mal
Mt
Mk
Lk
Jn
Csel
Róm
1Kor
2Kor
Gal
Ef
Fil
Kol
1Tessz
2Tessz
1Tim
2Tim
Tit
Filem
Zsid
Jak
1Pét
2Pét
1Ján
2Ján
3Ján
Júd
Jel
Confronta con un'altra Bibbia
Cambia Bibbia
KÁLDI-NEOVULGÁTA | GREEK BIBLE |
---|---|
1 Dávid aztán felment onnan, s Engedi legbiztonságosabb helyein telepedett meg. | 1 24-2 24-2 Και αφου επεστρεψεν ο Σαουλ απο οπισθεν των Φιλισταιων, ανηγγειλαν προς αυτον, λεγοντες, Ιδου, ο Δαβιδ ειναι εν τη ερημω Εν-γαδδι. |
2 Ám amikor Saul visszatért a filiszteusok üldözéséből, hírül vitték neki: »Íme, Dávid Engedi pusztájában van.« | 2 24-3 24-3 Τοτε ελαβεν ο Σαουλ τρεις χιλιαδας ανδρων, εκλεκτων απο παντος του Ισραηλ, και υπηγε να ζητη τον Δαβιδ και τους ανδρας αυτου επι τους βραχους των αγριων αιγων. |
3 Erre Saul kiválasztott háromezer embert egész Izraelből, maga mellé vette őket, s elment, hogy felkutassa Dávidot és embereit akár még azokon a meredek sziklákon is, amelyeken csak a vadkecskék járnak. | 3 24-4 24-4 Και ηλθεν εις τας μανδρας των προβατων επι της οδου, οπου ητο σπηλαιον? και εισηλθεν ο Σαουλ δια να σκεπαση τους ποδας αυτου? ο δε Δαβιδ και οι ανδρες αυτου εκαθηντο εις το ενδοτερον του σπηλαιου. |
4 Így jutott el az út mentén fekvő juhaklokhoz. Saul bement az ott levő barlangba, hogy elvégezze szükségét. Dávid és emberei éppen e barlang belső részében lappangtak. | 4 24-5 24-5 Και ειπον οι ανδρες του Δαβιδ προς αυτον, Ιδου, η ημερα περι της οποιας ο Κυριος ελαλησε προς σε, λεγων, Ιδου, εγω θελω παραδωσει τον εχθρον σου εις την χειρα σου, και θελεις καμει εις αυτον οπως σοι φανη καλον. Τοτε εσηκωθη ο Δαβιδ και απεκοψε κρυφιως το κρασπεδον του επενδυματος του Σαουλ. |
5 Mondták is Dávid szolgái uruknak: »Itt a nap, amelyről az Úr azt mondta neked: ‘Kezedbe adom ellenségedet, hogy úgy tehess vele, amint szemednek tetszik.’« Dávid erre felkelt, s titokban levágta Saul köntösének csücskét. | 5 24-6 24-6 Και μετα ταυτα η καρδια του Δαβιδ εκτυπησεν αυτον, επειδη ειχεν αποκοψει το κρασπεδον του Σαουλ. |
6 Utána azonban furdalta Dávidot lelkiismerete, hogy levágta Saul köntösének csücskét. | 6 24-7 24-7 Και ειπε προς τους ανδρας αυτου, Μη γενοιτο εις εμε παρα Κυριου να καμω το πραγμα τουτο εις τον κυριον μου, τον κεχρισμενον του Κυριου, να επιβαλω την χειρα μου επ' αυτον? διοτι ειναι κεχρισμενος του Κυριου. |
7 Azt mondta azért embereinek: »Legyen az Úr kegyelmes irántam, hogy meg ne tegyem azt a dolgot az én urammal, az Úr felkentjével, hogy felemeljem kezemet ellene, hiszen ő az Úr felkentje!« | 7 24-8 24-8 Και εμποδισεν ο Δαβιδ τους ανδρας αυτου δια των λογων τουτων και δεν αφηκεν αυτους να σηκωθωσι κατα του Σαουλ. Σηκωθεις δε ο Σαουλ εκ του σπηλαιου, υπηγεν εις την οδον αυτου. |
8 Így Dávid megfékezte szavaival embereit és nem engedte meg nekik, hogy Saulra rontsanak. Saul aztán felkelt a barlangból, s folytatta megkezdett útját. | 8 24-9 24-9 Και μετα ταυτα σηκωθεις ο Δαβιδ εξηλθεν εκ του σπηλαιου και εβοησεν οπισθεν του Σαουλ, λεγων, Κυριε μου βασιλευ. Και οτε εβλεψεν ο Σαουλ οπισω αυτου, ο Δαβιδ εκυψε με το προσωπον εις την γην και προσεκυνησεν αυτον. |
9 Utána Dávid is felkerekedett, s kiment a barlangból és utána kiáltott Saulnak: »Uram, király!« Amikor Saul hátratekintett, Dávid földig hajtotta arcát és leborult | 9 24-10 24-10 Και ειπεν ο Δαβιδ προς τον Σαουλ, Δια τι ακουεις τους λογους ανθρωπων λεγοντων, Ιδου, ο Δαβιδ ζητει το κακον σου; |
10 és azt mondta Saulnak: »Miért hallgatsz azoknak az embereknek a szavára, akik azt mondják, hogy Dávid rosszat forral ellened? | 10 24-11 24-11 Ιδου, εν τη ημερα ταυτη ειδον οι οφθαλμοι σου τινι τροπω σε παρεδωκεν ο Κυριος εις την χειρα μου σημερον, εν τω σπηλαιω? και ειπον τινες να σε θανατωσω? πλην ο οφθαλμος μου σε εφεισθη? και ειπα, Δεν θελω επιβαλει την χειρα μου κατα του κυριου μου? διοτι ειναι κεχρισμενος του Κυριου. |
11 Íme, ma saját szemed láthatja, hogy az Úr a kezembe adott a barlangban, s hogy eszembe jutott, hogy megöllek, ám szemem megkímélt téged, mert azt mondtam: Nem nyújtom ki kezemet uram ellen, hiszen az Úr felkentje ő. | 11 24-12 24-12 Ιδε προσετι, πατερ μου, ιδε μαλιστα το κρασπεδον του επενδυματος σου εν τη χειρι μου? επειδη, εκ του οτι απεκοψα το κρασπεδον του επενδυματος σου και δεν σε εθανατωσα, γνωρισον και ιδε οτι δεν ειναι κακια ουδε παραβασις εν τη χειρι μου και δεν ημαρτησα εναντιον σου? συ ομως θηρευεις την ζωην μου δια να αφαιρεσης αυτην. |
12 Nézz csak ide, apám, lásd, köntösöd csücske itt van a kezemben! Mivel tehát, amikor levágtam köntösöd csücskét, nem akartam kinyújtani kezemet ellened, ismerd el és lásd be, hogy nincs kezemben gonoszság és hamisság és nem vétettem ellened: s te mégis az életemre leselkedsz, hogy elvedd. | 12 24-13 24-13 Ας κρινη ο Κυριος μεταξυ εμου και σου, και ας με εκδικηση ο Κυριος απο σου? η χειρ μου ομως δεν θελει εισθαι επι σε? |
13 Az Úr ítéljen köztem és közted, s az Úr álljon bosszút rajtad értem, de az én kezem ne emelkedjen fel ellened. | 13 24-14 24-14 καθως λεγει η παροιμια των αρχαιων, Εξ ανομων εξερχεται ανομια? οθεν η χειρ μου δεν θελει εισθαι επι σε. |
14 A régi közmondás is úgy tartja: ‘Gonoszoktól származik gonoszság’, az én kezem tehát ne emelkedjen fel ellened. | 14 24-15 24-15 Οπισω τινος εξηλθεν ο βασιλευς του Ισραηλ; οπισω τινος τρεχεις συ; οπισω κυνος νενεκρωμενου, οπισω ενος ψυλλου. |
15 Kit kergetsz, Izrael királya, kit kergetsz? Holt ebet, bolhát kergetsz! | 15 24-16 24-16 Ο Κυριος λοιπον ας ηναι δικαστης και ας κρινη μεταξυ εμου και σου? και ας ιδη, και ας δικαση την δικην μου και ας με ελευθερωση εκ της χειρος σου. |
16 Legyen az Úr a bíránk, s ítéljen közöttem és közötted, lássa és ítélje meg ügyemet és szabadítson meg engem kezedből.« | 16 24-17 24-17 Και αφου ετελειωσεν ο Δαβιδ λαλων τους λογους τουτους προς τον Σαουλ, ειπεν ο Σαουλ, Η φωνη σου ειναι αυτη, τεκνον μου Δαβιδ; Και υψωσεν ο Σαουλ την φωνην αυτου και εκλαυσε. |
17 Amikor Dávid befejezte e Saulhoz intézett szavakat, azt mondta Saul: »Nemde a te hangod ez, fiam Dávid?« Azzal Saul hangos sírásra fakadt | 17 24-18 24-18 Και ειπε προς τον Δαβιδ, Συ εισαι δικαιοτερος εμου? διοτι συ ανταπεδωκας εις εμε καλον, εγω δε ανταπεδωκα εις σε κακον. |
18 és azt mondta Dávidnak: »Te igazabb vagy, mint én, mert te jót tettél velem, én pedig rosszal fizettem neked. | 18 24-19 24-19 Και συ εδειξας σημερον με ποσην αγαθοτητα εφερθης προς εμε? διοτι ενω με απεκλεισεν ο Κυριος εις τας χειρας σου, συ δεν με εθανατωσας. |
19 Te ma bebizonyítottad, hogy jót cselekedtél velem: az Úr a kezedbe adott, s te nem öltél meg engem! | 19 24-20 24-20 Και τις, ευρων τον εχθρον αυτου, ηθελεν αφησει αυτον να υπαγη την οδον αυτου αβλαβως; ο Κυριος λοιπον να σοι ανταποδωση καλον, δι' εκεινο το οποιον εκαμες εις εμε σημερον. |
20 Pedig, ki bocsátja el ellenségét, ha ráakad, békében útjára? Fizessen is meg neked az Úr hasonló jóval azért, amit ma velem tettél. | 20 24-21 24-21 Και τωρα, ιδου, γνωριζω οτι βεβαιως θελεις βασιλευσει, και η βασιλεια του Ισραηλ θελει στερεωθη εν τη χειρι σου. |
21 Most pedig, mivel tudom, hogy biztosan uralkodni fogsz, s a te kezedben lesz Izrael királysága, | 21 24-22 24-22 Τωρα λοιπον ομοσον μοι εις τον Κυριον, οτι δεν θελεις εξολοθρευσει το σπερμα μου μετ' εμε, και ετι δεν θελεις αφανισει το ονομα μου εκ του οικου του πατρος μου. |
22 esküdj meg nekem az Úrra, hogy nem törlöd el utódaimat, s nem törlöd ki nevemet apám házából.« | 22 24-23 24-23 Και ωμοσεν ο Δαβιδ προς τον Σαουλ. Και ανεχωρησεν ο Σαουλ εις τον οικον αυτου? ο δε Δαβιδ και οι ανδρες αυτου ανεβησαν εις το οχυρωμα. |
23 Erre Dávid megesküdött Saulnak és Saul elment házába, Dávid pedig és emberei felvonultak a biztosabb helyekre. |