ΨΑΛΜΟΙ - Salmi - Psalms 69
123456789101112131415161718192021222324252627282930313233343536373839404142434445464748495051525354555657585960616263646566676869707172737475767778798081828384858687888990919293949596979899100101102103104105106107108109110111112113114115116117118119120121122123124125126127128129130131132133134135136137138139140141142143144145146147148149150
Confronta con un'altra Bibbia
Cambia Bibbia
GREEK BIBLE | DIODATI |
---|---|
1 Εις τον πρωτον μουσικον, υπο Σοσανιμ. Ψαλμος του Δαβιδ.>> Σωσον με, Θεε, διοτι εισηλθον υδατα εως ψυχης μου. | 1 Salmo di Davide, dato al capo de’ Musici, sopra Sosannim. SALVAMI, o Dio; Perciocchè le acque son pervenute infino all’anima. |
2 Εβυθισθην εις βαθυν πηλον, οπου δεν ειναι τοπος στερεος δια να σταθω? εφθασα εις τα βαθη των υδατων, και το ρευμα με κατακλυζει. | 2 Io sono affondato in un profondo pantano, Ove non vi è luogo da fermare il piè; Io son giunto alle profondità dell’acqua, e la corrente m’inonda. |
3 Ητονησα κραζων? ο λαρυγξ μου εξηρανθη? απεκαμον οι οφθαλμοι μου απο του να περιμενω τον Θεον μου. | 3 Io sono stanco di gridare, io ho la gola asciutta; Gli occhi mi son venuti meno, aspettando l’Iddio mio. |
4 Οι μισουντες με αναιτιως επληθυνθησαν υπερ τας τριχας της κεφαλης μου? εκραταιωθησαν οι εχθροι μου οι προσπαθουντες να με αφανισωσιν αδικως. Τοτε εγω επεστρεψα ο, τι δεν ηρπασα. | 4 Quelli che mi odiano senza cagione Sono in maggior numero che i capelli del mio capo; Quelli che mi disertano, e che mi sono nemici a torto, si fortificano; Ecco là, io ho renduto ciò che non aveva rapito. |
5 Θεε, συ γνωριζεις την αφροσυνην μου? και τα πλημμεληματα μου δεν ειναι κεκρυμμενα απο σου. | 5 O Dio, tu conosci la mia follia; E le mie colpe non ti sono occulte. |
6 Ας μη αισχυνθωσιν εξ αιτιας μου, Κυριε Θεε των δυναμεων, οι προσμενοντες σε? ας μη εντραπωσι δι' εμε οι εκζητουντες σε, Θεε του Ισραηλ. | 6 O Signore, Dio degli eserciti, Quelli che sperano in te non sieno confusi per cagion di me; Quelli che ti cercano non sieno svergognati per me, O Dio d’Israele. |
7 Διοτι ενεκα σου υπεφερα ονειδισμον? αισχυνη εκαλυψε το προσωπον μου. | 7 Perciocchè per l’amor di te io soffro vituperio; Vergogna mi ha coperta la faccia. |
8 Ξενος εγεινα εις τους αδελφους μου, και αλλογενης εις τους υιους της μητρος μου? | 8 Io son divenuto strano a’ miei fratelli, E forestiere a’ figliuoli di mia madre. |
9 Διοτι ο ζηλος του οικου σου με κατεφαγε? και οι ονειδισμοι των ονειδιζοντων σε επεπεσον επ εμε. | 9 Perciocchè lo zelo della tua Casa mi ha roso; E i vituperii di quelli che ti fanno vituperio mi caggiono addosso. |
10 Και εκλαυσα ταλαιπωρων εν νηστεια την ψυχην μου, αλλα τουτο εγεινεν εις ονειδος μου. | 10 Io ho pianto, affliggendo l’anima mia col digiuno; Ma ciò mi è tornato in grande obbrobrio. |
11 Και εκαμα τον σακκον ενδυμα μου και εγεινα εις αυτους παροιμια. | 11 Ancora ho fatto d’un sacco il mio vestimento; Ma son loro stato in proverbio. |
12 Κατ' εμου λαλουσιν οι καθημενοι εν ταις πυλαις, και εγεινα ασμα των μεθυοντων. | 12 Quelli che seggono nella porta ragionano di me; E le canzoni de’ bevitori di cervogia ne parlano |
13 Εγω δε προς σε κατευθυνω την προσευχην μου, Κυριε? καιρος ευμενειας ειναι? Θεε, κατα το πληθος του ελεους σου, επακουσον μου, κατα την αληθειαν της σωτηριας σου. | 13 Ma quant’è a me, o Signore, la mia orazione s’indirizza a te; Egli vi è un tempo di benevolenza; O Dio, per la grandezza della tua benignità, E per la verità della tua salute, rispondimi. |
14 Ελευθερωσον με απο του πηλου, δια να μη βυθισθω? ας ελευθερωθω εκ των μισουντων με και εκ των βαθεων των υδατων. | 14 Tirami fuor del pantano, che io non vi affondi, E che io sia riscosso da quelli che mi hanno in odio, Dalle profondità delle acque; |
15 Ας μη με κατακλυση το ρευμα των υδατων, μηδε ας με καταπιη ο βυθος? και το φρεαρ ας μη κλειση το στομα αυτου επ' εμε. | 15 Che la corrente delle acque non m’inondi, E che il gorgo non mi tranghiotta, E che il pozzo non turi sopra me la sua bocca. |
16 Εισακουσον μου, Κυριε, διοτι αγαθον ειναι το ελεος σου? κατα το πληθος των οικτιρμων σου επιβλεψον επ' εμε. | 16 Rispondimi, o Signore; perciocchè la tua benignità è buona; Secondo la grandezza delle tue compassioni riguarda verso me. |
17 Και μη κρυψης το προσωπον σου απο του δουλου σου? επειδη θλιβομαι, ταχεως επακουσον μου. | 17 E non nascondere il tuo volto dal tuo servo; Perciocchè io son distretto; affrettati, rispondimi. |
18 Πλησιασον εις την ψυχην μου? λυτρωσον αυτην? ενεκα των εχθρων μου λυτρωσον με. | 18 Accostati all’anima mia, riscattala; Riscuotimi, per cagion de’ miei nemici. |
19 συ γνωριζεις τον ονειδισμον μου και την αισχυνην μου και την εντροπην μου? ενωπιον σου ειναι παντες οι θλιβοντες με. | 19 Tu conosci il vituperio, l’onta, e la vergogna che mi è fatta; Tutti i miei nemici son davanti a te. |
20 Ονειδισμος συνετριψε την καρδιαν μου? και ειμαι περιλυπος? περιεμεινα δε συλλυπουμενον, αλλα δεν υπηρξε, και παρηγορητας, αλλα δεν ευρηκα. | 20 Il vituperio mi ha rotto il cuore, e io son tutto dolente; Ed ho aspettato che alcuno si condolesse meco, ma non vi è stato alcuno; Ed ho aspettati de’ consolatori, ma non ne ho trovati. |
21 Και εδωκαν εις εμε χολην δια φαγητον μου, και εις την διψαν μου με εποτισαν οξος. | 21 Hanno, oltre a ciò, messo del veleno nella mia vivanda; E, nella mia sete, mi hanno dato a bere dell’aceto |
22 Ας γεινη η τραπεζα αυτων εμπροσθεν αυτων εις παγιδα και εις ανταποδοσιν και εις βροχον. | 22 Sia la lor mensa un laccio teso davanti a loro; E le lor prosperità sieno loro una trappola. |
23 Ας σκοτισθωσιν οι οφθαλμοι αυτων δια να μη βλεπωσι? και την ραχιν αυτων διαπαντος κυρτωσον. | 23 Gli occhi loro sieno oscurati, sì che non possano vedere; E fa’ loro del continuo vacillare i lombi. |
24 Εκχεε επ' αυτους την οργην σου? και ο θυμος της αγανακτησεως σου ας συλλαβη αυτους. | 24 Spandi l’ira tua sopra loro, E colgali l’ardor del tuo cruccio. |
25 Ας γεινωσιν ερημα τα παλατια αυτων? εν ταις σκηναις αυτων ας μη ηναι ο κατοικων. | 25 Sieno desolati i lor palazzi; Ne’ lor tabernacoli non vi sia alcuno abitatore. |
26 Διοτι εκεινον, τον οποιον συ επαταξας, αυτοι κατεδιωξαν? και λαλουσι περι του πονου εκεινων, τους οποιους επληγωσας. | 26 Perciocchè hanno perseguitato colui che tu hai percosso, E fatte le lor favole del dolore di coloro che tu hai feriti. |
27 Προσθες ανομιαν επι την ανομιαν αυτων, και ας μη εισελθωσιν εις την δικαιοσυνην σου. | 27 Aggiugni loro iniquità sopra iniquità; E non abbiano giammai entrata alla tua giustizia. |
28 Ας εξαλειφθωσιν εκ βιβλου ζωντων και μετα των δικαιων ας μη καταγραφθωσιν. | 28 Sieno cancellati dal libro della vita; E non sieno scritti co’ giusti. |
29 Εμε δε, τον πτωχον και λελυπημενον, η σωτηρια σου, Θεε, ας με υψωση. | 29 Ora, quant’è a me, io sono afflitto e addolorato; La tua salute, o Dio, mi levi ad alto |
30 Θελω αινεσει το ονομα του Θεου εν ωδη και θελω μεγαλυνει αυτον εν υμνοις. | 30 Io loderò il Nome di Dio con cantici, E lo magnificherò con lode. |
31 Τουτο βεβαιως θελει αρεσει εις τον Κυριον, υπερ μοσχον νεον εχοντα κερατα και οπλας. | 31 E ciò sarà più accettevole al Signore, che bue, Che giovenco con corna ed unghie. |
32 Οι ταπεινοι θελουσιν ιδει? θελουσι ευφρανθη? και η καρδια υμων των εκζητουντων τον Θεον θελει ζησει. | 32 I mansueti, vedendo ciò, si rallegreranno; Ed il cuor vostro viverà, o voi che cercate Iddio. |
33 Διοτι εισακουει των πενητων ο Κυριος και τους δεσμιους αυτου δεν καταφρονει. | 33 Perciocchè il Signore esaudisce i bisognosi, E non isprezza i suoi prigioni. |
34 Ας αινεσωσιν αυτον οι ουρανοι και η γη, αι θαλασσαι και παντα τα κινουμενα εν αυταις. | 34 Lodinlo i cieli e la terra; I mari, e tutto ciò che in essi guizza. |
35 Διοτι ο Θεος θελει σωσει την Σιων, και θελει οικοδομησει τας πολεις του Ιουδα? και θελουσι κατοικησει εκει και θελουσι κληρονομησει αυτην. | 35 Perciocchè Iddio salverà Sion, ed edificherà le città di Giuda; E coloro vi abiteranno, e possederanno Sion per eredità. |
36 Και το σπερμα των δουλων αυτου θελει κληρονομησει αυτην, και οι αγαπωντες το ονομα αυτου θελουσι κατοικει εν αυτη. | 36 E la progenie de’ suoi servitori l’erederà; E quelli che amano il suo Nome abiteranno in essa |