Scrutatio

Sabato, 15 giugno 2024 - Santa Germana ( Letture di oggi)

Vangelo secondo Marco 1


font
DIODATIGREEK BIBLE
1 IL principio dell’evangelo di Gesù Cristo, Figliuol di Dio.1 Αρχη του ευαγγελιου του Ιησου Χριστου, Υιου του Θεου.
2 Secondo ch’egli è scritto ne’ profeti: Ecco, io mando il mio Angelo davanti alla tua faccia, il qual preparerà la tua via d’innanzi a te.2 Καθως ειναι γεγραμμενον εν τοις προφηταις? Ιδου, εγω αποστελλω τον αγγελον μου προ προσωπου σου, οστις θελει κατασκευασει την οδον σου εμπροσθεν σου?
3 Vi è una voce d’uno che grida nel deserto: Acconciate la via del Signore, addirizzate i suoi sentieri.3 Φωνη βοωντος εν τη ερημω, ετοιμασατε την οδον του Κυριου, ευθειας καμετε τας τριβους αυτου.
4 Giovanni battezzava nel deserto, e predicava il battesimo della penitenza, in remission de’ peccati.4 Ητο ο Ιωαννης βαπτιζων εν τη ερημω και κηρυττων βαπτισμα μετανοιας εις αφεσιν αμαρτιων.
5 E tutto il paese della Giudea, e que’ di Gerusalemme, uscivano a lui, ed eran tutti battezzati da lui nel fiume Giordano, confessando i lor peccati.5 Και εξηρχοντο προς αυτον ολος ο τοπος της Ιουδαιας και οι Ιεροσολυμιται, και εβαπτιζοντο παντες εν τω Ιορδανη ποταμω υπ' αυτου, εξομολογουμενοι τας αμαρτιας αυτων.
6 Or Giovanni era vestito di pel di cammello, avea una cintura di cuoio intorno a’ lombi, e mangiava locuste, e miele salvatico.6 Ητο δε ο Ιωαννης ενδεδυμενος τριχας καμηλου και εχων ζωνην δερματινην περι την οσφυν αυτου, και τρωγων ακριδας και μελι αγριον.
7 E predicava, dicendo: Dietro a me vien colui ch’è più forte di me, di cui io non son degno, chinandomi, di sciogliere il correggiuol delle scarpe.7 Και εκηρυττε, λεγων? Ερχεται ο ισχυροτερος μου οπισω μου, του οποιου δεν ειμαι αξιος σκυψας να λυσω το λωριον των υποδηματων αυτου.
8 Io vi ho battezzati con acqua, ma esso vi battezzerà con lo Spirito Santo8 Εγω μεν σας εβαπτισα εν υδατι, αυτος δε θελει σας βαπτισει εν Πνευματι Αγιω.
9 ED avvenne in que’ giorni, che Gesù venne di Nazaret di Galilea, e fu battezzato da Giovanni, nel Giordano.9 Και εν εκειναις ταις ημεραις ηλθεν ο Ιησους απο Ναζαρετ της Γαλιλαιας και εβαπτισθη υπο Ιωαννου εις τον Ιορδανην.
10 E subito, come egli saliva fuor dell’acqua, vide fendersi i cieli, e lo Spirito scendere sopra esso in somiglianza di colomba.10 Και ευθυς ενω ανεβαινεν απο του υδατος, ειδε τους ουρανους σχιζομενους και το Πνευμα καταβαινον ως περιστεραν επ' αυτον?
11 E venne una voce dal cielo, dicendo: Tu sei il mio diletto Figliuolo, nel quale io ho preso il mio compiacimento.11 και φωνη εγεινεν εκ των ουρανων? Συ εισαι ο Υιος μου ο αγαπητος, εις τον οποιον ευηρεστηθην.
12 E tosto appresso, lo Spirito lo sospinse nel deserto.12 Και ευθυς το Πνευμα εκβαλλει αυτον εις την ερημον?
13 E fu quivi nel deserto quaranta giorni, tentato da Satana; e stava con le fiere, e gli angeli gli ministravano13 και ητο εκει εν τη ερημω ημερας τεσσαρακοντα πειραζομενος υπο του Σατανα, και ητο μετα των θηριων, και οι αγγελοι υπηρετουν αυτον.
14 ORA, dopo che Giovanni fu messo in prigione, Gesù venne in Galilea, predicando l’evangelo del regno di Dio; e dicendo:14 Αφου δε παρεδοθη ο Ιωαννης, ηλθεν ο Ιησους εις την Γαλιλαιαν κηρυττων το ευαγγελιον της βασιλειας του Θεου
15 Il tempo è compiuto, e il regno di Dio è vicino; ravvedetevi, e credete all’evangelo.15 και λεγων οτι επληρωθη ο καιρος και επλησιασεν η βασιλεια του Θεου? μετανοειτε και πιστευετε εις το ευαγγελιον.
16 Ora, passeggiando lungo il mar della Galilea, egli vide Simone, e Andrea, fratello d’esso Simone, che gettavano la lor rete in mare; perciocchè erano pescatori.16 Περιπατων δε παρα την θαλασσαν της Γαλιλαιας, ειδε τον Σιμωνα και Ανδρεαν τον αδελφον αυτου, ριπτοντας δικτυον εις την θαλασσαν? διοτι ησαν αλιεις?
17 E Gesù disse loro: Venite dietro a me, ed io vi farò esser pescatori d’uomini.17 και ειπε προς αυτους ο Ιησους? Ελθετε οπισω μου, και θελω σας καμει να γεινητε αλιεις ανθρωπων.
18 Ed essi, lasciate prestamente le lor reti, lo seguitarono.18 Και ευθυς αφησαντες τα δικτυα αυτων, ηκολουθησαν αυτον.
19 Poi, passando un poco più oltre di là, vide Giacomo di Zebedeo, e Giovanni, suo fratello, i quali racconciavan le lor reti nella navicella;19 Και προχωρησας εκειθεν ολιγον, ειδεν Ιακωβον τον του Ζεβεδαιου και Ιωαννην τον αδελφον αυτου, και αυτους εν τω πλοιω επισκευαζοντας τα δικτυα,
20 e subito li chiamò; ed essi, lasciato Zebedeo lor padre, nella navicella, con gli operai, se ne andarono dietro a lui.20 και ευθυς εκαλεσεν αυτους. Και αφησαντες τον πατερα αυτων Ζεβεδαιον εν τω πλοιω μετα των μισθωτων, υπηγον οπισω αυτου.
21 ED entrarono in Capernaum, e subito, in giorno di sabato, egli entrò nella sinagoga, ed insegnava.21 Και εισερχονται εις Καπερναουμ? και ευθυς εν τω σαββατω εισελθων ο Ιησους εις την συναγωγην εδιδασκε.
22 E gli uomini stupivano della sua dottrina, perciocchè egli li ammaestrava come avendo autorità, e non come gli Scribi22 Και εξεπληττοντο δια την διδαχην αυτου? διοτι εδιδασκεν αυτους ως εχων εξουσιαν, και ουχι ως οι γραμματεις.
23 Ora, nella lor sinagoga vi era un uomo posseduto da uno spirito immondo, il qual diede un grido,23 Και ητο εν τη συναγωγη αυτων ανθρωπος εχων πνευμα ακαθαρτον, και ανεκραξε,
24 dicendo: Ahi! che vi +e fra te e noi, o Gesù Nazareno? sei tu venuto per mandarci in perdizione? io so chi tu sei: il Santo di Dio.24 λεγων? Φευ, τι ειναι μεταξυ ημων και σου, Ιησου Ναζαρηνε; ηλθες να μας απολεσης; σε γνωριζω τις εισαι, ο Αγιος του Θεου.
25 Ma Gesù lo sgridò dicendo: Ammutolisci, ed esci fuori di lui.25 Και επετιμησεν αυτο ο Ιησους, λεγων? Σιωπα και εξελθε εξ αυτου.
26 E lo spirito immondo, straziatolo, e gridando con gran voce, uscì fuori di lui.26 Και το πνευμα το ακαθαρτον, αφου εσπαραξεν αυτον και εκραξε μετα φωνης μεγαλης, εξηλθεν εξ αυτου.
27 E tutti sbigottirono, talchè domandavan fra loro: Che cosa è questa? quale è questa nuova dottrina? poichè egli con autorità comanda eziandio agli spiriti immondi, ed essi gli ubbidiscono.27 Και παντες εξεπλαγησαν, ωστε συνεζητουν προς αλληλους, λεγοντες? Τι ειναι τουτο; τις αυτη η νεα διδαχη, διοτι μετα εξουσιας προσταζει και τα ακαθαρτα πνευματα, και υπακουουσιν εις αυτον;
28 E la sua fama andò subito per tutta la contrada circonvicina della Galilea28 Εξηλθε δε η φημη αυτου ευθυς εις ολην την περιχωρον της Γαλιλαιας.
29 E TOSTO appresso, essendo usciti della sinagoga, vennero, con Giacomo e Giovanni, in casa di Simone e di Andrea.29 Και ευθυς εξελθοντες εκ της συναγωγης, ηλθον εις την οικιαν Σιμωνος και Ανδρεου μετα του Ιακωβου και Ιωαννου.
30 Or la suocera di Simone giaceva in letto, con la febbre; ed essi subito gliene parlarono.30 Η δε πενθερα του Σιμωνος ητο κατακοιτος πασχουσα πυρετον. Και ευθυς ελαλησαν προς αυτον περι αυτης.
31 Ed egli, accostatosi, la prese per la mano, e la sollevò; e subito la febbre la lasciò, ed ella ministrava loro.31 Και πλησιασας ηγειρεν αυτην πιασας την χειρα αυτης, και αφηκεν αυτην ο πυρετος ευθυς, και υπηρετει αυτους.
32 Poi, fattosi sera, quando il sole andava sotto, gli menarono tutti coloro che stavan male, e gl’indemoniati.32 Αφου δε εγεινεν εσπερα, οτε εδυσεν ο ηλιος, εφεραν προς αυτον παντας τους πασχοντας και τους δαιμονιζομενους?
33 E tutta la città era raunata all’uscio.33 και η πολις ολη ητο συνηγμενη εμπροσθεν της θυρας?
34 Ed egli ne guarì molti che stavan male di diverse malattie, e cacciò molti demoni; e non permetteva a’ demoni di parlare, perciocchè sapevano chi egli era.34 και εθεραπευσε πολλους πασχοντας διαφορους αρρωστιας, και δαιμονια πολλα εξεβαλε, και δεν αφινε τα δαιμονια να λαλωσιν, επειδη εγνωριζον αυτον.
35 Poi, la mattina, essendo ancor molto buio, Gesù si levò, e se ne andò in luogo deserto, e quivi orava.35 Και το πρωι ενω ητο ορθρος βαθυς, σηκωθεις εξηλθε? και υπηγεν εις ερημον τοπον και εκει προσηυχετο.
36 E Simone, e gli altri ch’eran con lui gli andarono dietro.36 Και εδραμον κατοπιν αυτου ο Σιμων και οι μετ' αυτου,
37 E, trovatolo, gli dissero: Tutti ti cercano.37 και ευροντες αυτον λεγουσι προς αυτον οτι παντες σε ζητουσι.
38 Ed egli disse loro: Andiamo alle castella vicine, acciocchè io predichi ancora là; poichè è per questo che io sono uscito.38 Και λεγει προς αυτους? Ας υπαγωμεν εις τας πλησιον κωμοπολεις, δια να κηρυξω και εκει? επειδη δια τουτο εξηλθον.
39 Ed egli andava predicando nelle lor sinagoghe, per tutta la Galilea, e cacciando i demoni39 Και εκηρυττεν εν ταις συναγωγαις αυτων εις ολην την Γαλιλαιαν και εξεβαλλε τα δαιμονια.
40 ED un lebbroso venne a lui, pregandolo, ed inginocchiandosi davanti a lui, e dicendogli: Se tu vuoi, tu puoi mondarmi.40 Και ερχεται προς αυτον λεπρος παρακαλων αυτον και γονυπετων εμπροσθεν αυτου και λεγων προς αυτον οτι, εαν θελης, δυνασαι να με καθαρισης.
41 E Gesù, mosso a pietà, distese la mano, e lo toccò, e gli disse: Sì, io lo voglio, sii mondato.41 Ο δε Ιησους σπλαγχνισθεις, εξετεινε την χειρα και ηγγισεν αυτον και λεγει προς αυτον? Θελω, καθαρισθητι.
42 E come egli ebbe detto questo, subito la lebbra si partì da lui, e fu mondato.42 Και ως ειπε τουτο, ευθυς εφυγεν απ' αυτου η λεπρα, και εκαθαρισθη.
43 E Gesù, avendogli fatti severi divieti, lo mandò prestamente via;43 Και προσταξας αυτον εντονως, ευθυς απεπεμψεν αυτον
44 e gli disse: Guarda che tu nol dica ad alcuno; anzi va’, mostrati al sacerdote, ed offerisci per la tua purificazione le cose che Mosè ha ordinate in testimonianza a loro.44 και λεγει προς αυτον? Προσεχε μη ειπης προς μηδενα μηδεν, αλλ' υπαγε, δειξον σεαυτον εις τον ιερεα και προσφερε περι του καθαρισμου σου οσα προσεταξεν ο Μωυσης δια μαρτυριαν εις αυτους.
45 Ma egli, essendo uscito, cominciò a predicare, e a divolgar grandemente la cosa, talchè Gesù non poteva più palesemente entrar nella città; anzi se ne stava di fuori in luoghi deserti, e d’ogni luogo si veniva a lui45 Αλλ' εκεινος εξελθων ηρχισε να κηρυττη πολλα και να διαφημιζη τον λογον, ωστε πλεον δεν ηδυνατο αυτος να εισελθη φανερα εις πολιν, αλλ' ητο εξω εν ερημοις τοποις? και ηρχοντο προς αυτον πανταχοθεν.