1 Rispose Sofar Naamatite, e disse: | 1 Και απεκριθη ο Σωφαρ ο Νααμαθιτης και ειπε? |
2 Or colui che molto favella, non udirà? Ovvero l'uomo, che sarà pieno di parole, sarà giustificato? | 2 Δεν διδεται αποκρισις εις το πληθος των λογων; και ο πολυλογος θελει δικαιωθη; |
3 A te solo taceranno li uomini? e quando avrai scherniti tutti li altri, da niuno sarai confutato? | 3 Αι φλυαριαι σου θελουσιν αποστομωσει τους ανθρωπους; και οταν περιγελας, δεν θελει σε καταισχυνει τις; |
4 Certo tu dicesti: pura è la parola mia, e mondo sono nel cospetto tuo. | 4 Διοτι ειπες, Η ομιλια μου ειναι καθαρα, και ειμαι καθαρος ενωπιον σου. |
5 E Iddio il volesse, ch' elli favellasse teco, e aprisse i labbri suoi a te, | 5 Αλλ' ειθε να ελαλει ο Θεος και να ηνοιγε τα χειλη αυτου εναντιον σου. |
6 acciò ch' elli mostrasse a te le secrete cose della sapienza, e che in molti modi fosse la legge sua qui; e intendessi che molte cose minori abbi da Dio, che non meriti la iniquitade tua. | 6 Και να σοι εφανερονε τα κρυφια της σοφιας, οτι ειναι διπλασια των οσα γνωριζονται. Εξευρε λοιπον, οτι ο Θεος απαιτει απο σου ολιγωτερον της ανομιας σου. |
7 Forse gli andamenti (suoi) di Dio comprenderai, e insino all' Onnipotente perfetto ritornerai? | 7 Δυνασαι να εξιχνιασης τα βαθη του Θεου; δυνασαι να εξιχνιασης τον Παντοδυναμον με εντελειαν; |
8 Più alto è che il cielo; e che farai? più adentro che lo inferno; e donde lo conoscerai? | 8 Ταυτα ειναι ως τα υψη του ουρανου? τι δυνασαι να καμης; ειναι βαθυτερα του αδου? τι δυνασαι να γνωρισης; |
9 La misura sua è più lunga che la terra, larga più che il mare. | 9 Το μετρον αυτων ειναι μακροτερον της γης, και πλατυτερον της θαλασσης. |
10 S'elli sovertisse ogni cosa, ovvero che insieme le raunasse chi (li) contraddirà a lui? (Ovvero chi li potrà dire: perchè fai tu così?) | 10 Εαν θεληση να χαλαση και να κλειση, η να συναξη, τοτε τις δυναται να εμποδιση αυτον; |
11 In verità elli conosce la vanitade delli uomini; e vedendo la iniquitade, or non la considera? | 11 Διοτι αυτος γνωριζει την ματαιοτητα των ανθρωπων, και βλεπει την ασεβειαν? και δεν θελει εξετασει; |
12 L'uomo vano in superbia si dirizza; e sì come puledro dell' asino, così pensa essere nato libero. | 12 Ο δε ματαιος ανθρωπος υπερηφανευεται, και γενναται ο ανθρωπος αγριον οναριον. |
13 Ma tu fermasti lo cuore tuo, e spandesti a lui le tue mani. | 13 Εαν συ ετοιμασης την καρδιαν σου και εκτεινης τας χειρας σου προς αυτον? |
14 Se la iniquitade, che è nelle tue mani, tu torrae da te, e non starae nel tabernacolo tuo la tua ingiustizia; | 14 εαν την ανομιαν, την εν χερσι σου, απομακρυνης και δεν αφινης να κατοικηση ασεβεια εν ταις σκηναις σου? |
15 allora potrai levare la faccia tua senza macchia, e sarai stabile, e non temerai. | 15 τοτε βεβαιως θελεις υψωσει το προσωπον σου ακηλιδωτον? μαλιστα θελεις εισθαι σταθερος και δεν θελεις φοβεισθαι. |
16 E di ciascuna miseria ti dimenticherai; e sì come dell' acque che trapassorono, non ti ricorderai. | 16 Διοτι συ θελεις λησμονησει την θλιψιν? θελεις ενθυμηθη αυτην ως υδατα διαρρευσαντα? |
17 E sì come lo splendore del mezzodì si leverà a te nel vespro; e quando penserai te essere consumato, risplenderai sì come la stella Diana. | 17 και ο καιρος σου θελει ανατειλει λαμπροτερος της μεσημβριας? και εαν επελθη σκοτος επι σε, παλιν θελεις γεινει ως η αυγη? |
18 E avrai proposto a te la speranza, e sepolto sicuro dormirai. | 18 και θελεις εισθαι ασφαλης, διοτι υπαρχει ελπις εις σε? ναι, θελεις σκαπτει δια την σκηνην σου και θελεις κοιμασθαι εν ασφαλεια? |
19 Riposera'ti, e non sarà chi ti spaventi; e pregheranno la faccia tua molti. | 19 θελεις πλαγιαζει, και ουδεις θελει σε τρομαζει? και πολλοι θελουσιν ικετευει το προσωπον σου. |
20 E li occhii degli maligni verranno meno, e lo fuggire perirae da loro, e la speranza loro (ad) abbominazione dell' anima. | 20 Των δε ασεβων οι οφθαλμοι θελουσι μαρανθη, και καταφυγιον θελει λειψει απ' αυτων, και η ελπις αυτων θελει εισθαι να εκπνευσωσι. |