Scrutatio

Mercoledi, 15 maggio 2024 - Sant'Isidoro agricoltore ( Letture di oggi)

Seconda lettera ai Corinzi (מכתב שני לקורינתים) 12


font
STUTTGARTENSIA-DELITZSCHGREEK BIBLE
1 בָּעֵת הַהִיא עָבַר יֵשׁוּעַ בֵּין הַקָּמָה בְּיוֹם הַשַּׁבָּת וְתַלְמִידָיו רָעֵבוּ וַיָּחֵלּוּ לִקְטֹף מְלִילֹת וַיֹּאכֵלוּ1 Εν εκεινω τω καιρω επορευετο ο Ιησους δια των σπαρτων εν σαββατω? οι δε μαθηται αυτου επεινασαν και ηρχισαν να ανασπωσιν ασταχυα και να τρωγωσιν.
2 וַיִּרְאוּ הַפְּרוּשִׁים וַיֹּאמְרוּ לוֹ הִנֵּה תַּלְמִידֶיךָ עֹשִׂים אֵת אֲשֶׁר אָסוּר לַעֲשׂוֹת בַּשַּׁבָּת2 Οι δε Φαρισαιοι ιδοντες ειπον προς αυτον? Ιδου, οι μαθηται σου πραττουσιν ο, τι δεν συγχωρειται να πραττηται το σαββατον.
3 וַיֹּאמֶר אֲלֵיהֶם הֲלֹא קְרָאתֶם אֵת אֲשֶׁר עָשָׂה דָוִד בִּהְיֹתוֹ רָעֵב הוּא וְהָאֲנָשִׁים אֲשֶׁר אִתּוֹ3 Ο δε ειπε προς αυτους? Δεν ανεγνωσατε τι επραξεν ο Δαβιδ οτε επεινασεν αυτος και οι μετ' αυτου;
4 כִּי־בָא אֶל־בֵּית הָאֱלֹהִים וַיֹּאכַל אֶת־לֶחֶם הַפָּנִים אֲשֶׁר אֵינֶנּוּ מֻתָּר לוֹ וְלַאֲנָשָׁיו לְאָכְלָה רַק לַכֹּהֲנִים לְבַדָּם4 πως εισηλθεν εις τον οικον του Θεου και εφαγε τους αρτους της προθεσεως, τους οποιους δεν ητο συγκεχωρημενον εις αυτον να φαγη, ουτε εις τους μετ' αυτου, ειμη εις τους ιερεις μονους;
5 אוֹ הֲלֹא קְרָאתֶם בַּתּוֹרָה כִּי בַשַּׁבָּתוֹת יְחַלְּלוּ הַכֹּהֲנִים אֶת־הַשַּׁבָּת בַּמִּקְדָּשׁ וְאֵין לָהֶם עָוֺן5 Η δεν ανεγνωσατε εν τω νομω οτι εν τοις σαββασιν οι ιερεις βεβηλονουσι το σαββατον εν τω ιερω και ειναι αθωοι;
6 אֲבָל אֲנִי אֹמֵר לָכֶם כִּי יֶשׁ־פֹּה גָּדוֹל מִן־הַמִּקְדָּשׁ6 Σας λεγω δε οτι εδω ειναι μεγαλητερος του ιερου.
7 וְלוּ יְדַעְתֶּם מַה־הוּא חֶסֶד חָפַצְתִּי וְלֹא זָבַח לֹא הִרְשַׁעְתֶּם אֵת הַנְּקִיִּם7 Εαν ομως εγνωριζετε τι ειναι Ελεον θελω και ουχι θυσιαν, δεν ηθελετε καταδικασει τους αθωους.
8 כִּי בֶּן־הָאָדָם הוּא גַּם־אֲדוֹן הַשַּׁבָּת8 Διοτι ο Υιος του ανθρωπου ειναι κυριος και του σαββατου.
9 וַיַּעֲבֹר מִשָּׁם אֶל־בֵּית כְּנִסְתָּם9 Και μεταβας εκειθεν ηλθεν εις την συναγωγην αυτων.
10 וְהִנֵּה־שָׁם אִישׁ אֲשֶׁר יָדוֹ יְבֵשָׁה וַיִּשְׁאָלוּהוּ לֵאמֹר הֲמֻתָּר לִרְפֹּא בַּשַּׁבָּת לְמַעַן יִמְצְאוּ עָלָיו שִׂטְנָה10 Και ιδου, ητο ανθρωπος εχων την χειρα ξηραν? και ηρωτησαν αυτον λεγοντες? Συγχωρειται ταχα να θεραπευη τις εν τω σαββατω; δια να κατηγορησωσιν αυτον.
11 וַיֹּאמֶר אֲלֵיהֶם מִי הָאִישׁ בָּכֶם אֲשֶׁר־לוֹ כֶּבֶשׂ אֶחָד וְנָפַל בְּבוֹר בַּשַּׁבָּת וְלֹא־יַחֲזִיק בּוֹ וְיַעֲלֶנּוּ11 Ο δε ειπε προς αυτους? Τις ανθρωπος απο σας θελει εισθαι, οστις εχων προβατον εν, εαν τουτο πεση εν τω σαββατω εις λακκον, δεν θελει πιασει και σηκωσει αυτο;
12 וּמַה־יָּקָר אָדָם מִן־הַכֶּבֶשׂ לָכֵן מֻתָּר לְהֵיטִיב בַּשַּׁבָּת12 ποσον λοιπον διαφερει ανθρωπος προβατου; ωστε συγχωρειται εν τω σαββατω να αγαθοποιη τις.
13 וַיֹּאמֶר אֶל־הָאִישׁ פְּשֹׁט אֶת־יָדְךָ וַיִּפְשֹׁט אֹתָהּ וַתֵּרָפֵא וַתָּשָׁב כְּיָדוֹ הָאַחֶרֶת13 Τοτε λεγει προς τον ανθρωπον? Εκτεινον την χειρα σου? και εξετεινε, και αποκατεσταθη υγιης ως η αλλη.
14 וַיֵּצְאוּ הַפְּרוּשִׁים וַיִּתְיָעֲצוּ עָלָיו לְאַבְּדוֹ14 Οι δε Φαρισαιοι εξελθοντες συνεβουλευθησαν κατ' αυτου, δια να απολεσωσιν αυτον.
15 וַיֵּדַע יֵשׁוּעַ וַיָּסַר מִשָּׁם וַיֵּלֶךְ אַחֲרָיו הֲמוֹן עַם רָב וַיִּרְפָּאֵם כֻּלָּם15 Αλλ' ο Ιησους νοησας ανεχωρησεν εκειθεν? και ηκολουθησαν αυτον οχλοι πολλοι, και εθεραπευσεν αυτους παντας.
16 וַיְצַו אֹתָם בִּגְעָרָה שֶׁלֹּא יְגַלֻּהוּ16 Και παρηγγειλεν εις αυτους αυστηρως δια να μη φανερωσωσιν αυτον,
17 לְמַלֹּאת אֵת אֲשֶׁר דִּבֶּר יְשַׁעְיָהוּ הַנָּבִיא לֵאמֹר17 δια να πληρωθη το ρηθεν δια Ησαιου του προφητου, λεγοντος?
18 הֵן עַבְדִּי בָּחַרְתִּי־בוֹ יְדִידִי רָצְתָה נַפְשִׁי נָתַתִּי רוּחִי עָלָיו וּמִשְׁפָּט לַגּוֹיִם יוֹצִיא18 Ιδου, ο δουλος μου, τον οποιον εξελεξα, ο αγαπητος μου, εις τον οποιον η ψυχη μου ευηρεστηθη? θελω θεσει το Πνευμα μου επ' αυτον, και θελει εξαγγειλει κρισιν εις τα εθνη?
19 לֹא יִצְעַק וְלֹא יִשָּׂא וְלֹא־יִשָּׁמַע בַּחוּץ קוֹלוֹ19 δεν θελει αντιλογησει ουδε κραυγασει, ουδε θελει ακουσει τις την φωνην αυτου εν ταις πλατειαις.
20 קָנֶה רָצוּץ לֹא יִשְׁבּוֹר וּפִשְׁתָּה כֵהָה לֹא יְכַבֶּנָּה עַד־יוֹצִיא לָנֶצַח מִשְׁפָּט20 Καλαμον συντετριμμενον δεν θελει θλασει και λιναριον καπνιζον δεν θελει σβεσει, εωσου εκφερη εις νικην την κρισιν?
21 וְלִשְׁמוֹ גּוֹיִם יְיַחֵלוּ21 Και εν τω ονοματι αυτου θελουσιν ελπισει τα εθνη.
22 אָז הוּבָא אֵלָיו אִישׁ עִוֵּר וְאִלֵּם אֲשֶׁר אֲחָזוֹ שֵׁד וַיִּרְפָּאֵהוּ וַיְדַבֵּר הָאִלֵּם וְגַם רָאָה22 Τοτε εφερθη προς αυτον δαιμονιζομενος τυφλος και κωφος, και εθεραπευσεν αυτον, ωστε ο τυφλος και κωφος και ελαλει και εβλεπε.
23 וַיִּשְׁתּוֹמְמוּ כָּל־הֲמוֹן הָעָם וַיֹּאמְרוּ הֲכִי זֶה הוּא בֶן־דָּוִד23 Και εξεπληττοντο παντες οι οχλοι και ελεγον? Μηπως ειναι ουτος ο υιος του Δαβιδ;
24 וְהַפְּרוּשִׁים כְּשָׁמְעָם זֹאת אָמְרוּ זֶה אֵינֶנּוּ מְגָרֵשׁ אֶת־הַשֵּׁדִים כִּי אִם־עַל־יְדֵי בַעַל־זְבוּב שַׂר הַשֵּׁדִים24 Οι δε Φαρισαιοι ακουσαντες ειπον? Ουτος δεν εκβαλλει τα δαιμονια ειμη δια του Βεελζεβουλ, του αρχοντος των δαιμονιων.
25 וְיֵשׁוּעַ יָדַע אֶת־מַחְשְׁבוֹתָם וַיֹּאמֶר אֲלֵיהֶם כָּל־מַמְלָכָה הַנֶּחֱלָקָה עַל־עַצְמָהּ תֵּחָרֵב וְכָל־עִיר וּבַיִת הַנֶּחֱלָקִים עַל־עַצְמָם לֹא יִכּוֹנוּ25 Νοησας δε ο Ιησους τους διαλογισμους αυτων, ειπε προς αυτους? Πασα βασιλεια διαιρεθεισα καθ' εαυτης ερημουται, και πασα πολις η οικια διαιρεθεισα καθ' εαυτης δεν θελει σταθη.
26 וְהַשָּׂטָן אִם־יְגָרֵשׁ אֶת־הַשָּׂטָן נֶחֱלַק עַל־עַצְמוֹ וְאֵיכָכָה תִכּוֹן מַמְלַכְתּוֹ26 Και αν ο Σατανας τον Σαταναν εκβαλλη, διηρεθη καθ' εαυτου? πως λοιπον θελει σταθη η βασιλεια αυτου;
27 וְאִם־אֲנִי מְגָרֵשׁ אֶת־הַשֵּׁדִים בְּבַעַל־זְבוּב בְּנֵיכֶם בְּמִי הֵם מְגָרְשִׁים אֹתָם עַל־כֵּן הֵמָּה יִהְיוּ שֹׁפְטֵיכֶם27 Και αν εγω δια του Βεελζεβουλ εκβαλλω τα δαιμονια, οι υιοι σας δια τινος εκβαλλουσι; δια τουτο αυτοι θελουσιν εισθαι κριται σας.
28 אַךְ אִם בְּרוּחַ אֱלֹהִים אֲנִי מְגָרֵשׁ אֶת־הַשֵּׁדִים הִנֵּה הִגִּיעָה אֲלֵיכֶם מַלְכוּת הָאֱלֹהִים28 Αλλ' εαν εγω δια Πνευματος Θεου εκβαλλω τα δαιμονια, αρα εφθασεν εις εσας η βασιλεια του Θεου.
29 אוֹ אֵיךְ יוּכַל אִישׁ לָבוֹא לְבֵית הַגִּבּוֹר וְלִגְזֹל אֶת־כֵּלָיו אִם־לֹא יֶאֱסֹר בָּרִאשׁוֹנָה אֶת־הַגִּבּוֹר וְאַחַר יִשְׁסֶה אֶת־בֵּיתוֹ29 Η πως δυναται τις να εισελθη εις την οικιαν του δυνατου και να διαρπαση τα σκευη αυτου, εαν πρωτον δεν δεση τον δυνατον; και τοτε θελει διαρπασει την οικιαν αυτου.
30 כֹּל אֲשֶׁר אֵינֶנּוּ אִתִּי הוּא נֶגְדִּי וַאֲשֶׁר אֵינֶנּוּ מְכַנֵּס אִתִּי הוּא מְפַזֵּר30 Οστις δεν ειναι μετ' εμου ειναι κατ' εμου, και οστις δεν συναγει μετ' εμου σκορπιζει.
31 עַל־כֵּן אֲנִי אֹמֵר לָכֶם כָּל־חֵטְא וְגִדּוּף יִסָּלַח לָאָדָם אַךְ־גִּדּוּף הָרוּחַ לֹא יִסָּלַח לָאָדָם31 Δια τουτο σας λεγω, Πασα αμαρτια και βλασφημια θελει συγχωρηθη εις τους ανθρωπους, η κατα του Πνευματος ομως βλασφημια δεν θελει συγχωρηθη εις τους ανθρωπους?
32 וְכֹל אֲשֶׁר יְדַבֵּר דְּבַר חֶרְפָּה עַל־בֶּן־הָאָדָם יִסָּלַח לוֹ וְהַמְחָרֵף אֶת־רוּחַ הַקֹּדֶשׁ לֹא יִסָּלַח לוֹ לֹא־בָעוֹלָם הַזֶּה וְלֹא בָעוֹלָם הַבָּא32 και οστις ειπη λογον κατα του Υιου του ανθρωπου, θελει συγχωρηθη εις αυτον? οστις ομως ειπη κατα του Πνευματος του Αγιου, δεν θελει συγχωρηθη εις αυτον ουτε εν τουτω τω αιωνι ουτε εν τω μελλοντι.
33 אוֹ עֲשֹוּ אֶת־הָעֵץ טוֹב וּפִרְיוֹ טוֹב אוֹ עֲשֹוּ אֶת־הָעֵץ מָשְׁחָת וּפִרְיוֹ מָשְׁחָת כִּי בְּפִרְיוֹ נִכַּר הָעֵץ33 Η καμετε το δενδρον καλον, και τον καρπον αυτου καλον, η καμετε το δενδρον σαπρον, και τον καρπον αυτου σαπρον? διοτι εκ του καρπου γνωριζεται το δενδρον.
34 יַלְדֵי הַצִּפְעוֹנִים אֵיכָה תוּכְלוּ לְמַלֵּל טוֹב וְאַתֶּם רָעִים כִּי־מִשִּׁפְעַת הַלֵּב יְמַלֵּל הַפֶּה34 Γεννηματα εχιδνων, πως δυνασθε να λαλητε καλα οντες πονηροι; διοτι εκ του περισσευματος της καρδιας λαλει το στομα.
35 הָאִישׁ הַטּוֹב מֵאוֹצַר לִבּוֹ הַטּוֹב מוֹצִיא אֶת־הַטּוֹב וְהָאִישׁ הָרָע מֵאוֹצַר הָרַע מוֹצִיא רָע35 Ο καλος ανθρωπος εκ του καλου θησαυρου της καρδιας εκβαλλει τα καλα, και ο πονηρος ανθρωπος εκ του πονηρου θησαυρου εκβαλλει πονηρα.
36 וַאֲנִי אֹמֵר לָכֶם כָּל־מִלָּה בְטֵלָה אֲשֶׁר יְדַבְּרוּ בְּנֵי הָאָדָם יִתְּנוּ עָלֶיהָ חֶשְׁבּוֹן בְּיוֹם הַדִּין36 Σας λεγω δε οτι δια παντα λογον αργον, τον οποιον ηθελον λαλησει οι ανθρωποι, θελουσιν αποδωσει λογον δι' αυτον εν ημερα κρισεως.
37 כִּי מִדְּבָרֶיךָ תִּצָּדֵק וּמִדְּבָרֶיךָ תְּחֻיָּב37 Διοτι εκ των λογων σου θελεις δικαιωθη, και εκ των λογων σου θελεις καταδικασθη.
38 וַיַּעֲנוּ מִן־הַסּוֹפְרִים וְהַפְּרוּשִׁים וַיֹּאמְרוּ רַבִּי חֶפְצֵנוּ לִרְאוֹת אוֹת מִיָּדֶךָ38 Τοτε απεκριθησαν τινες των γραμματεων και Φαρισαιων, λεγοντες? Διδασκαλε, θελομεν να ιδωμεν σημειον απο σου.
39 וַיַּעַן וַיֹּאמֶר אֲלֵיהֶם דּוֹר רָע וּמְנָאֵף מְבַקֶּשׁ־לוֹ אוֹת וְאוֹת לֹא יִנָּתֶן־לוֹ בִּלְתִּי אִם־אוֹת יוֹנָה הַנָּבִיא39 Εκεινος δε αποκριθεις ειπε προς αυτους? Γενεα πονηρα και μοιχαλις σημειον ζητει, και σημειον δεν θελει δοθη εις αυτην ειμη το σημειον Ιωνα του προφητου.
40 כִּי כַּאֲשֶׁר הָיָה יוֹנָה בִּמְעֵי הַדָּג שְׁלשָׁה יָמִים וּשְׁלשָׁה לֵילוֹת כֵּן יִהְיֶה בֶן־הָאָדָם בְּלֵב הָאֲדָמָה שְׁלשָׁה יָמִים וּשְׁלשָׁה לֵילוֹת40 Διοτι ως ο Ιωνας ητο εν τη κοιλια του κητους τρεις ημερας και τρεις νυκτας, ουτω θελει εισθαι ο Υιος του ανθρωπου εν τη καρδια της γης τρεις ημερας και τρεις νυκτας.
41 אַנְשֵׁי נִינְוֵה יָקוּמוּ בַמִּשְׁפָּט עִם־הַדּוֹר הַזֶּה וְיַרְשִׁיעוּהוּ כִּי הֵם שָׁבוּ בִּקְרִיאַת יוֹנָה וְהִנֵּה־פֹה גָּדוֹל מִיּוֹנָה41 Ανδρες Νινευιται θελουσιν αναστηθη εν τη κρισει μετα της γενεας ταυτης και θελουσι κατακρινει αυτην, διοτι μετενοησαν εις το κηρυγμα του Ιωνα, και ιδου, πλειοτερον του Ιωνα ειναι εδω.
42 מַלְכַּת תֵּימָן תָּקוּם בַּמִּשְׁפָּט עִם־הַדּוֹר הַזֶּה וְתַרְשִׁיעֶנּוּ כִּי בָאָה מִקְּצוֹת הָאָרֶץ לִשְׁמֹעַ אֶת־חָכְמַת שְׁלֹמֹה וְהִנֵּה־פֹה גָּדוֹל מִשְּׁלֹמֹה42 Η βασιλισσα του νοτου θελει σηκωθη εν τη κρισει μετα της γενεας ταυτης και θελει κατακρινει αυτην, διοτι ηλθεν εκ των περατων της γης δια να ακουση την σοφιαν του Σολομωντος, και ιδου, πλειοτερον του Σολομωντος ειναι εδω.
43 וְהָרוּחַ הַטְּמֵאָה אַחֲרֵי צֵאתָהּ מִן־הָאָדָם תְּשֹׁטֵט בִּמְקֹמוֹת צִיָּה לְבַקֶּשׁ־לָהּ מְנוּחָה וְלֹא תִמְצָאֶנָּה43 Οταν δε το ακαθαρτον πνευμα εξελθη απο του ανθρωπου, διερχεται δι' ανυδρων τοπων και ζητει αναπαυσιν και δεν ευρισκει.
44 אָז תֹּאמַר אָשׁוּבָה אֶל־בֵּיתִי אֲשֶׁר יָצָאתִי מִשָּׁם וּבָאָה וּמָצְאָה אֹתוֹ מְפֻנֶּה וּמְטֻאטָא וּמְהֻדָּר44 Τοτε λεγει? Ας επιστρεψω εις τον οικον μου, οθεν εξηλθον? και ελθον ευρισκει αυτον κενον, σεσαρωμενον και εστολισμενον.
45 וְאַחַר תֵּלֵךְ וְלָקְחָה אֵלֶיהָ שֶׁבַע רוּחוֹת אֲחֵרוֹת רָעוֹת מִמֶּנָּה וּבָאוּ וְשָׁכְנוּ שָׁם וְהָיְתָה אַחֲרִית הָאָדָם הַהוּא רָעָה מֵרֵאשִׁיתוֹ כֵּן יִהְיֶה גַּם־לַדּוֹר הָרָע הַזֶּה45 Τοτε υπαγει και παραλαμβανει μεθ' εαυτου επτα αλλα πνευματα πονηροτερα εαυτου, και εισελθοντα κατοικουσιν εκει, και γινονται τα εσχατα του ανθρωπου εκεινου χειροτερα των πρωτων. Ουτω θελει εισθαι και εις την γενεαν ταυτην την πονηραν.
46 עוֹדֶנּוּ מְדַבֵּר אֶל־הֲמוֹן הָעָם וְהִנֵּה אִמּוֹ וְאֶחָיו עָמְדוּ בַּחוּץ מְבַקְשִׁים לְדַבֵּר אִתּוֹ46 Ενω δε αυτος ελαλει ετι προς τους οχλους, ιδου, η μητηρ και οι αδελφοι αυτου ισταντο εξω, ζητουντες να λαλησωσι προς αυτον.
47 וַיֻּגַּד אֵלָיו הִנֵּה אִמְּךָ וְאַחֶיךָ עֹמְדִים בַּחוּץ וּמְבַקְשִׁים לְדַבֵּר אִתָּךְ47 Ειπε δε τις προς αυτον? Ιδου, η μητηρ σου και οι αδελφοι σου ιστανται εξω, ζητουντες να λαλησωσι προς σε.
48 וַיַּעַן וַיֹּאמֶר אֶל־הָאִישׁ הַמַּגִּיד לוֹ מִי הִיא אִמִּי וּמִי הֵם אֶחָי48 Ο δε αποκριθεις προς τον ειποντα τουτο προς αυτον ειπε? Τις ειναι η μητηρ μου και τινες ειναι οι αδελφοι μου;
49 וַיֵּט יָדוֹ עַל־תַּלְמִידָיו וַיֹּאמַר הִנֵּה אִמִּי וְאֶחָי49 Και εκτεινας την χειρα αυτου προς τους μαθητας αυτου ειπεν? Ιδου η μητηρ μου και οι αδελφοι μου.
50 כִּי כָּל־אֲשֶׁר יַעֲשֶׂה רְצוֹן אָבִי שֶׁבַּשָּׁמָיִם הוּא אָחִי וַאֲחוֹתִי וְאִמִּי50 Διοτι οστις καμη το θελημα του Πατρος μου του εν ουρανοις, αυτος μου ειναι αδελφος και αδελφη και μητηρ.