Scrutatio

Giovedi, 16 maggio 2024 - San Simone Stock ( Letture di oggi)

Job 3


font
CATHOLIC PUBLIC DOMAINGREEK BIBLE
1 After this, Job opened his mouth and cursed his day,1 Μετα ταυτα ηνοιξεν ο Ιωβ το στομα αυτου, και κατηρασθη την ημεραν αυτου.
2 and this is what he said:2 Και ελαλησεν ο Ιωβ και ειπεν?
3 May the day perish on which I was born, and the night, in which it was said, “A man has been conceived.”3 Ειθε να χαθη η ημερα καθ' ην εγεννηθην, και η νυξ καθ' ην ειπον, Εγεννηθη αρσενικον.
4 May that day be turned into darkness, may God not seek it from above, and may light not illuminate it.4 Η ημερα εκεινη να ηναι σκοτος? ο Θεος να μη αναζητηση αυτην ανωθεν, και να μη φεγξη επ' αυτην φως.
5 Let darkness and the shadow of death obscure it, let a fog overtake it, and let it be enveloped in bitterness.5 Σκοτος και σκια θανατου να αμαυρωσωσιν αυτην? γνοφος να επικαθηται επ' αυτην. Να επελθωσιν επ' αυτην ως πικροτατην ημεραν.
6 Let a whirlwind of darkness take hold of that night, let it not be counted in the days of the year, nor numbered in the months.6 Την νυκτα εκεινην να κατακρατηση σκοτος? να μη συναφθη με τας ημερας του ετους? να μη εισελθη εις τον αριθμον των μηνων.
7 May that night be alone and unworthy of praise.7 Ιδου, ερημος να ηναι η νυξ εκεινη? φωνη χαρμοσυνος να μη επελθη επ' αυτην.
8 May they curse it, who curse the day, who are prepared to awaken a leviathan.8 Να καταρασθωσιν αυτην οι καταρωμενοι τας ημερας, οι ετοιμοι να ανεγειρωσι το πενθος αυτων.
9 Let the stars be concealed with its darkness. Let it expect light, and not see it, nor the rising of the dawn in the East.9 Να σκοτισθωσι τα αστρα της εσπερας αυτης? να προσμενη το φως, και να μη ερχηται? και να μη ιδη τα βλεφαρα της αυγης?
10 For it did not close the doors of the womb that bore me, nor take away evils from my eyes.10 διοτι δεν εκλεισε τας θυρας της κοιλιας της μητρος μου, και δεν εκρυψε την θλιψιν απο των οφθαλμων μου.
11 Why did I not die in the womb? Having left the womb, why did I not immediately perish?11 Δια τι δεν απεθανον απο μητρας; και δεν εξεπνευσα αμα εξηλθον εκ της κοιλιας;
12 Why was I received upon the knees? Why was I suckled at the breasts?12 Δια τι με υπεδεχθησαν τα γονατα; η δια τι οι μαστοι δια να θηλασω;
13 For by now, I should have been sleeping silently, and taking rest in my sleep13 Διοτι τωρα ηθελον κοιμασθαι και ησυχαζει? ηθελον υπνωττει? τοτε ηθελον εισθαι εις αναπαυσιν,
14 with the kings and consuls of the earth, who build themselves solitudes,14 μετα βασιλεων και βουλευτων της γης, οικοδομουντων εις εαυτους ερημωσεις?
15 either with princes, who possess gold and fill their houses with silver,15 η μετα αρχοντων, οιτινες εχουσι χρυσιον, οιτινες εγεμισαν τους οικους αυτων αργυριου?
16 or, like a hidden miscarriage, I should not have continued, just like those who, being conceived, have not seen the light.16 η ως εξαμβλωμα κεκρυμμενον δεν ηθελον υπαρχει, ως βρεφη μη ιδοντα φως.
17 There the impious cease from rebellion, and there the wearied in strength take rest.17 Εκει οι ασεβεις παυουσιν απο του να ταραττωσι, και εκει αναπαυονται οι κεκοπιασμενοι?
18 And at such times, having been bound together without difficulty, they have not heard the voice of the bailiff.18 εκει αναπαυονται ομου οι αιχμαλωτοι? δεν ακουουσι φωνην καταδυναστου?
19 The small and great are there, and the servant is free from his master.19 εκει ειναι ο μικρος και ο μεγας? και ο δουλος, ελευθερος του κυριου αυτου.
20 Why is light given to the miserable, and life to those who are in bitterness of soul,20 Δια τι εδοθη φως εις τον δυστυχη, και ζωη εις τον πεπικραμενον την ευχην,
21 who expect death, and it does not arrive, like those who dig for treasure21 οιτινες ποθουσι τον θανατον και δεν επιτυγχανουσιν, αν και ανορυττωσιν αυτον μαλλον παρα κεκρυμμενους θησαυρους,
22 and who rejoice greatly when they have found the grave,22 οιτινες υπερχαιρουσιν, υπερευφραινονται, οταν ευρωσι τον ταφον;
23 to a man whose way is hidden and whom God has surrounded with darkness?23 Δια τι εδοθη φως εις ανθρωπον, του οποιου η οδος ειναι κεκρυμμενη, και τον οποιον ο Θεος περιεκλεισε;
24 Before I eat, I sigh; and like overflowing waters, so is my howl,24 Διοτι προ του φαγητου μου ερχεται ο στεναγμος μου, και οι βρυγμοι μου εκχεονται ως υδατα.
25 for the terror that I feared has happened to me, and so has the dread befallen me.25 Επειδη εκεινο, το οποιον εφοβουμην, συνεβη εις εμε, και εκεινο, το οποιον ετρομαζον, ηλθεν επ' εμε.
26 Have I not remained hidden? Have I not kept silence? Have I not remained calm? Yet indignation has overcome me.26 Δεν ειχον ειρηνην ουδε αναπαυσιν ουδε ησυχιαν? οργη επηλθεν επ' εμε.