Scrutatio

Domenica, 28 aprile 2024 - San Luigi Maria Grignion da Montfort ( Letture di oggi)

2 Kings 2


font
NEW JERUSALEMGREEK BIBLE
1 This is what happened when Yahweh took Elijah up to heaven in the whirlwind: Elijah and Elisha set outfrom Gilgal,1 Οτε δε εμελλεν ο Κυριος να αναβιβαση τον Ηλιαν εις τον ουρανον με ανεμοστροβιλον, ανεχωρησεν ο Ηλιας μετα του Ελισσαιε απο Γαλγαλων.
2 and Elijah said to Elisha, 'You stay here, for Yahweh is only sending me to Bethel.' But Elisha replied,'As Yahweh lives and as you yourself live, I wil not leave you!' and they went down to Bethel.2 Και ειπεν ο Ηλιας προς τον Ελισσαιε, Καθου ενταυθα, παρακαλω? διοτι ο Κυριος με απεστειλεν εως Βαιθηλ. Και ειπεν ο Ελισσαιε, Ζη Κυριος και ζη η ψυχη σου, δεν θελω σε αφησει. Και κατεβησαν εις Βαιθηλ.
3 The brotherhood of prophets living at Bethel came out to meet Elisha and said, 'Do you know thatYahweh wil carry your lord and master away today?' 'Yes, I know,' he said, 'be quiet.'3 Και εξηλθον οι υιοι των προφητων οι εν Βαιθηλ προς τον Ελισσαιε και ειπον προς αυτον, Εξευρεις οτι ο Κυριος σημερον λαμβανει τον κυριον σου επανωθεν της κεφαλης σου; Και ειπε, Και εγω εξευρω τουτο? σιωπατε.
4 Elijah said, 'Elisha, you stay here, Yahweh is only sending me to Jericho.' But he replied, 'As Yahwehlives and as you yourself live, I will not leave you!' and they went on to Jericho.4 Και ειπεν ο Ηλιας προς αυτον, Ελισσαιε, καθου ενταυθα, παρακαλω? διοτι ο Κυριος με απεστειλεν εις Ιεριχω. Ο δε ειπε, Ζη Κυριος και ζη η ψυχη σου, δεν θελω σε αφησει. Και ηλθον εις Ιεριχω.
5 The brotherhood of prophets living at Jericho went up to Elisha and said, 'Do you know that Yahweh wil carry your lord and master away today?' 'Yes, I know,' he said, 'be quiet.'5 Και προσηλθον οι υιοι των προφητων οι εν Ιεριχω προς τον Ελισσαιε και ειπον προς αυτον, Εξευρεις οτι ο Κυριος σημερον λαμβανει τον κυριον σου επανωθεν της κεφαλης σου; Και ειπε, Και εγω εξευρω τουτο? σιωπατε.
6 Elijah said, 'Elisha, you stay here, Yahweh is only sending me to the Jordan.' But he replied, 'As Yahwehlives and as you yourself live, I will not leave you!' And they went on together.6 Και ειπεν ο Ηλιας προς αυτον, Καθου ενταυθα, παρακαλω? διοτι ο Κυριος με απεστειλεν εις τον Ιορδανην. Ο δε ειπε, Ζη Κυριος και ζη η ψυχη σου, δεν θελω σε αφησει. Και υπηγαν αμφοτεροι.
7 Fifty of the brotherhood of prophets followed them, halting some distance away as the two of them stoodbeside the Jordan.7 Και υπηγαν πεντηκοντα ανδρες εκ των υιων των προφητων, και εσταθησαν απεναντι μακροθεν? εκεινοι δε οι δυο εσταθησαν επι του Ιορδανου.
8 Elijah took his cloak, rolled it up and struck the water; and the water divided to left and right, and the twoof them crossed over dry-shod.8 Και ελαβεν ο Ηλιας την μηλωτην αυτου και εδιπλωσεν αυτην και εκτυπησε τα υδατα, και διηρεθησαν ενθεν και ενθεν, και διεβησαν αμφοτεροι δια ξηρας.
9 When they had crossed, Elijah said to Elisha, 'Make your request. What can I do for you before I amsnatched away from you?' Elisha answered, 'Let me inherit a double share of your spirit.'9 Και οτε διεβησαν, ειπεν ο Ηλιας προς τον Ελισσαιε, Ζητησον τι να σοι καμω, πριν αναληφθω απο σου. Και ειπεν ο Ελισσαιε, Διπλασια μερις του πνευματος σου ας ηναι, παρακαλω, επ' εμε.
10 'Your request is difficult,' Elijah said. 'If you see me while I am being snatched away from you, it wil beas you ask; if not, it wil not be so.'10 Ο δε ειπε, Σκληρον πραγμα εζητησας? πλην εαν με ιδης αναλαμβανομενον απο σου, θελει γεινει εις σε ουτως? ει δε μη, δεν θελει γεινει.
11 Now as they walked on, talking as they went, a chariot of fire appeared and horses of fire comingbetween the two of them; and Elijah went up to heaven in the whirlwind.11 Και ενω αυτοι περιεπατουν ετι λαλουντες, ιδου, αμαξα πυρος και ιπποι πυρος, και διεχωρισαν αυτους αμφοτερους? και ανεβη ο Ηλιας με ανεμοστροβιλον εις τον ουρανον.
12 Elisha saw it, and shouted, 'My father! My father! Chariot of Israel and its chargers!' Then he lost sightof him, and taking hold of his own clothes he tore them in half.12 Ο δε Ελισσαιε εβλεπε και εβοα, Πατερ μου, πατερ μου, αμαξα του Ισραηλ και ιππικον αυτου. Και δεν ειδεν αυτον πλεον? και επιασε τα ιματια αυτου και διεσχισεν αυτα εις δυο τμηματα.
13 He picked up Elijah's cloak which had fal en, and went back and stood on the bank of the Jordan.13 Και σηκωσας την μηλωτην του Ηλια, ητις επεσεν επανωθεν εκεινου, επεστρεφε και εσταθη επι του χειλους του Ιορδανου.
14 He took Elijah's cloak and struck the water. 'Where is Yahweh, the God of Elijah?' he cried. As hestruck the water it divided to right and left, and Elisha crossed over.14 Και λαβων την μηλωτην του Ηλια, ητις επεσεν επανωθεν εκεινου, εκτυπησε τα υδατα και ειπε, Που ειναι Κυριος ο Θεος του Ηλια; Και ως εκτυπησε και αυτος τα υδατα, διηρεθησαν ενθεν και ενθεν? και διεβη ο Ελισσαιε.
15 The brotherhood of prophets saw him in the distance, and said, 'The spirit of Elijah has come to rest onElisha'; they went to meet him and bowed to the ground before him.15 Και ιδοντες αυτον οι υιοι των προφητων, οι εν Ιεριχω εκ του απεναντι, ειπον, Το πνευμα του Ηλια επανεπαυθη επι τον Ελισσαιε. Και ηλθον εις συναντησιν αυτου και προσεκυνησαν αυτον εως εδαφους.
16 'Look,' they said, 'your servants have fifty strong men with them, let them go and look for your master;the Spirit of Yahweh may have taken him up and thrown him down on a mountain or into a val ey.' 'Send no one,'he replied.16 Και ειπον προς αυτον, Ιδου τωρα, πεντηκοντα δυνατοι ανδρες ειναι μετα των δουλων σου? ας υπαγωσι, παρακαλουμεν, και ας ζητησωσι τον κυριον σου, μηποτε εσηκωσεν αυτον το πνευμα του Κυριου και ερριψεν αυτον επι τινος ορους η επι τινος κοιλαδος. Και ειπε, Μη αποστειλητε.
17 But they so shamed him with their insistence that he consented. So they sent fifty men who searchedfor three days without finding him.17 Αλλ' αφου εβιασαν αυτον τοσον ωστε ησχυνετο, ειπεν, Αποστειλατε. Απεστειλαν λοιπον πεντηκοντα ανδρας και εζητησαν τρεις ημερας, πλην δεν ευρηκαν αυτον.
18 They then came back to Elisha who had stayed in Jericho; he said, 'Didn't I tell you not to go?'18 Και οτε επεστρεψαν προς αυτον, διοτι εμεινεν εν Ιεριχω, ειπε προς αυτους, Δεν σας ειπα, Μη υπαγητε;
19 The people of the city said to Elisha, 'The city is pleasant to live in, as my lord indeed can see, but thewater is foul and the country suffers from miscarriages.'19 Και ειπον οι ανδρες της πολεως προς τον Ελισσαιε, Ιδου τωρα, η θεσις της πολεως ταυτης ειναι καλη, καθως ο κυριος μου βλεπει τα υδατα ομως ειναι κακα και η γη αγονος.
20 'Bring me a new bowl,' he said, 'and put some salt in it.' They brought it to him.20 Και ειπε, Φερετε μοι φιαλην καινην και βαλετε αλας εις αυτην. Και εφεραν προς αυτον.
21 Then he went to the source of the water, threw salt into it and said, 'Yahweh says this, "I make thiswater wholesome: neither death nor miscarriage shal come from it any more." '21 Και εξηλθεν εις την πηγην των υδατων και ερριψε το αλας εκει και ειπεν, Ουτω λεγει Κυριος? Υγιανα τα υδατα ταυτα? δεν θελει εισθαι πλεον εκ τουτων θανατος η ακαρπια.
22 And the water became wholesome, as it is today, exactly as Elisha had said it would.22 Και ιαθησαν τα υδατα εως της ημερας ταυτης, κατα τον λογον του Ελισσαιε, τον οποιον ελαλησε.
23 From there he went up to Bethel, and while he was on the road, some smal boys came out of the townand jeered at him. 'Hurry up, baldy!' they shouted. 'Come on up, baldy!'23 Και ανεβη εκειθεν εις Βαιθηλ? και ενω αυτος ανεβαινεν εν τη οδω, εξηλθον εκ της πολεως παιδια μικρα και ενεπαιζον αυτον και ελεγον προς αυτον, Αναβαινε, φαλακρε? αναβαινε, φαλακρε?
24 He turned round and looked at them; and he cursed them in the name of Yahweh. And two bears cameout of the forest and savaged forty-two of the boys.24 ο δε εστραφη οπισω και ιδων αυτα, κατηρασθη αυτα εις το ονομα του Κυριου. Και εξηλθον εκ του δασους δυο αρκτοι και διεσπαραξαν εξ αυτων τεσσαρακοντα δυο παιδια.
25 From there he went on to Mount Carmel and then returned to Samaria.25 Και υπηγεν εκειθεν εις το ορος τον Καρμηλον? και εκειθεν επεστρεψεν εις Σαμαρειαν.