Isaiah 59
123456789101112131415161718192021222324252627282930313233343536373839404142434445464748495051525354555657585960616263646566
Gen
Exod
Lev
Num
Deut
Josh
Judg
Ruth
1 Sam
2 Sam
1 Kgs
2 Kgs
1 Chr
2 Chr
Ezra
Neh
Tob
Jdt
Esth
1 Macc
2 Macc
Job
Ps
Prov
Eccl
Cant
Wis
Sir
Isa
Jer
Lam
Bar
Ezek
Dan
Hos
Joel
Amos
Obad
Jon
Mic
Nah
Hab
Zeph
Hag
Zech
Mal
Matt
Mark
Luke
John
Acts
Rom
1 Cor
2 Cor
Gal
Eph
Phil
Col
1 Thess
2 Thess
1 Tim
2 Tim
Titus
Phlm
Heb
Jas
1 Pet
2 Pet
1 John
2 John
3 John
Jude
Rev
Confronta con un'altra Bibbia
Cambia Bibbia
NEW AMERICAN BIBLE | GREEK BIBLE |
---|---|
1 Lo, the hand of the LORD is not too short to save, nor his ear too dull to hear. | 1 Ιδου, η χειρ του Κυριου δεν εσμικρυνθη, ωστε να μη δυναται να σωση, ουδε το ωτιον αυτου εβαρυνεν, ωστε να μη δυναται να ακουση? |
2 Rather, it is your crimes that separate you from your God, It is your sins that make him hide his face so that he will not hear you. | 2 αλλ' αι ανομιαι σας εβαλον χωρισματα μεταξυ υμων και του Θεου υμων, και αι αμαρτιαι σας εκρυψαν το προσωπον αυτου απο σας, δια να μη ακουη. |
3 For your hands are stained with blood, your fingers with guilt; Your lips speak falsehood, and your tongue utters deceit. | 3 Διοτι αι χειρες σας ειναι μεμολυσμεναι απο αιματος και οι δακτυλοι σας απο ανομιας? τα χειλη σας ελαλησαν ψευδη? η γλωσσα σας εμελετησε κακιαν. |
4 No one brings suit justly, no one pleads truthfully; They trust in emptiness and tell lies; they conceive mischief and bring forth malice. | 4 Ουδεις εκζητει την δικαιοσυνην ουδε κρινει εν αληθεια? θαρρουσιν επι την ματαιοτητα και λαλουσι ψευδη? συλλαμβανουσι κακιαν και γεννωσιν ανομιαν. |
5 They hatch adders' eggs, and weave spiders' webs: Whoever eats their eggs will die, if one of them is pressed, it will hatch as a viper; | 5 Βασιλισκου ωα επωαζουσι και ιστον αραχνης υφαινουσιν? οστις φαγη εκ των ωων αυτων, αποθνησκει? και αν σπασης κανεν, εξερχεται εχιδνα. |
6 Their webs cannot serve as clothing, nor can they cover themselves with their works. Their works are evil works, and deeds of violence come from their hands. | 6 Τα πανια αυτων δεν θελουσι χρησιμευσει εις ενδυματα, ουδε θελουσιν ενδυθη απο των εργων αυτων? τα εργα αυτων ειναι εργα ανομιας, και το εργον της βιας ειναι εν ταις χερσιν αυτων. |
7 Their feet run to evil, and they are quick to shed innocent blood; Their thoughts are destructive thoughts, plunder and ruin are on their highways. | 7 Οι ποδες αυτων τρεχουσι προς το κακον και σπευδουσι να χυσωσιν αιμα αθωον? οι διαλογισμοι αυτων ειναι διαλογισμοι ανομιας? ερημωσις και καταστροφη ειναι εν ταις οδοις αυτων. |
8 The way of peace they know not, and there is nothing that is right in their paths; Their ways they have made crooked, whoever treads them knows no peace. | 8 Την οδον της ειρηνης δεν γνωριζουσι? και δεν ειναι κρισις εις τα βηματα αυτων? αυτοι εις εαυτους διεστρεψαν τας οδους αυτων? πας ο περιπατων εν αυταις δεν γνωριζει ειρηνην. |
9 That is why right is far from us and justice does not reach us. We look for light, and lo, darkness; for brightness, but we walk in gloom! | 9 Δια τουτο η κρισις ειναι μακραν αφ' ημων και η δικαιοσυνη δεν μας φθανει? προσμενομεν φως και ιδου, σκοτος? λαμψιν, και περιπατουμεν εν ζοφω. |
10 Like blind men we grope along the wall, like people without eyes we feel our way. We stumble at midday as at dusk, in Stygian darkness, like the dead. | 10 Ψηλαφωμεν τον τοιχον ως οι τυφλοι, και ψηλαφωμεν ως οι μη εχοντες οφθαλμους? εν μεσημβρια προσκοπτομεν ως εν νυκτι? ειμεθα εν μεσω των αγαθων ως νεκροι. |
11 We all growl like bears, like doves we moan without ceasing. We look for right, but it is not there; for salvation, and it is far from us. | 11 Παντες βρυχωμεθα ως αρκτοι και στεναζομεν ως τρυγονες? κρισιν προσμενομεν αλλα δεν υπαρχει? σωτηριαν αλλ' ειναι μακραν αφ' ημων. |
12 For our offenses before you are many, our sins bear witness against us. Yes, our offenses are present to us, and our crimes we know: | 12 Διοτι αι παραβασεις ημων επληθυνθησαν ενωπιον σου, και αι αμαρτιαι ημων ειναι μαρτυρες καθ' ημων? διοτι μεθ' ημων ειναι αι παραβασεις ημων? και τας ανομιας ημων ημεις γνωριζομεν αυτας? |
13 Transgressing, and denying the LORD, turning back from following our God, Threatening outrage, and apostasy, uttering words of falsehood the heart has conceived. | 13 παρεβημεν και εψευσθημεν προς τον Κυριον και απεμακρυνθημεν απο οπισθεν του Θεου ημων? ελαλησαμεν αδικα και στασιαστικα? συνελαβομεν και επροφεραμεν εκ της καρδιας λογους ψευδους. |
14 Right is repelled, and justice stands far off; For truth stumbles in the public square, uprightness cannot enter. | 14 Και η κρισις εστραφη οπισω και η δικαιοσυνη ισταται μακραν? διοτι η αληθεια επεσεν εν τη οδω και η ευθυτης δεν δυναται να εισχωρηση. |
15 Honesty is lacking, and the man who turns from evil is despoiled. The LORD saw this, and was aggrieved that right did not exist. | 15 Ναι, εξελιπεν η αληθεια? και ο εκκλινων απο του κακου γινεται θηραμα. Και ειδε Κυριος και δυσηρεστηθη οτι δεν υπηρχε κρισις? |
16 He saw that there was no one, and was appalled that there was none to intervene; So his own arm brought about the victory, and his justice lent him its support. | 16 και ειδεν οτι δεν υπηρχεν ανθρωπος, και εθαυμασεν οτι δεν υπηρχεν ο μεσιτευων? οθεν ο βραχιων αυτου ενηργησεν εις αυτον σωτηριαν? και η δικαιοσυνη αυτου, αυτη εβαστασεν αυτον. |
17 He put on justice as his breastplate, salvation, as the helmet on his head; He clothed himself with garments of vengeance, wrapped himself in a mantle of zeal. | 17 Και ενεδυθη δικαιοσυνην ως θωρακα και περιεθηκε την περικεφαλαιαν της σωτηριας επι την κεφαλην αυτου? και εφορεσεν ως ιματιον τα ενδυματα της εκδικησεως και ως επενδυμα περιενεδυθη τον ζηλον. |
18 He repays his enemies their deserts, and requites his foes with wrath. | 18 Κατα τα εργα αυτων, ουτω θελει ανταποδωσει, οργην εις τους εναντιους αυτου, ανταποδοσιν εις τους εχθρους αυτου? θελει καμει ανταποδοσιν και εις τας νησους. |
19 Those in the west shall fear the name of the LORD, and those in the east, his glory; For it shall come like a pent-up river which the breath of the LORD drives on. | 19 Και θελουσι φοβηθη το ονομα του Κυριου απο δυσμων και την δοξαν αυτου απο ανατολων ηλιου? οταν ο εχθρος επελθη ως ποταμος, το πνευμα του Κυριου θελει υψωσει σημαιαν εναντιον αυτου. |
20 He shall come to Zion a redeemer to those of Jacob who turn from sin, says the LORD. | 20 Και ο Λυτρωτης θελει ελθει εις Σιων και προς τους οσοι εκ του Ιακωβ επιστρεφουσιν απο της παραβασεως, λεγει Κυριος. |
21 This is the covenant with them which I myself have made, says the LORD: My spirit which is upon you and my words that I have put into your mouth Shall never leave your mouth, nor the mouths of your children Nor the mouths of your children's children from now on and forever, says the LORD. | 21 Παρ' εμου δε αυτη ειναι η προς αυτους διαθηκη μου, λεγει Κυριος? το πνευμα μου το επι σε και οι λογοι μου, τους οποιους εθεσα εν τω στοματι σου, δεν θελουσι λειψει απο του στοματος σου ουτε απο του στοματος του σπερματος σου ουτε απο του στοματος του σπερματος του σπερματος σου, απο του νυν και εως αιωνος, λεγει Κυριος. |