Scrutatio

Sabato, 27 aprile 2024 - Santa Zita ( Letture di oggi)

Genesis 32


font
NEW AMERICAN BIBLEGREEK BIBLE
1 Early the next morning, Laban kissed his grandchildren and his daughters goodbye; then he set out on his journey back home,1 Και απηλθεν ο Ιακωβ εις την οδον αυτου? και συνηντησαν αυτον οι αγγελοι του Θεου.
2 while Jacob continued on his own way. Then God's messengers encountered Jacob.2 Και οτε ειδεν αυτους ο Ιακωβ ειπε, Στρατοπεδον Θεου ειναι τουτο? και εκαλεσε το ονομα του τοπου εκεινου, Μαχαναιμ.
3 When he saw them he said, "This is God's encampment." So he named that place Mahanaim.3 Και απεστειλεν ο Ιακωβ μηνυτας εμπροσθεν αυτου προς Ησαυ τον αδελφον αυτου εις την γην Σηειρ, εις τον τοπον του Εδωμ.
4 Jacob sent messengers ahead to his brother Esau in the land of Seir, the country of Edom,4 Και παρηγγειλεν εις αυτους, λεγων, ουτω θελετε ειπει προς τον κυριον μου τον Ησαυ, Ουτω λεγει ο δουλος σου Ιακωβ, μετα του Λαβαν παρωκησα, και διεμεινα εως του νυν?
5 with this message: "Thus shall you say to my lord Esau: 'Your servant Jacob speaks as follows: I have been staying with Laban and have been detained there until now.5 και απεκτησα βοας και ονους προβατα και δουλους και δουλας? και απεστειλα να αναγγειλω προς τον κυριον μου, δια να ευρω χαριν εμπροσθεν σου.
6 I own cattle, asses and sheep, as well as male and female servants. I am sending my lord this information in the hope of gaining your favor.'"6 Και επεστρεψαν οι μηνυται προς τον Ιακωβ, λεγοντες, Υπηγαμεν προς τον αδελφον σου τον Ησαυ, και μαλιστα ερχεται εις συναντησιν σου, και τετρακοσιοι ανδρες μετ' αυτου.
7 When the messengers returned to Jacob, they said, "We reached your brother Esau. He is now coming to meet you, accompanied by four hundred men."7 Εφοβηθη δε ο Ιακωβ σφοδρα και ητο εν αμηχανια? και διηρεσε τον λαον, τον μεθ' αυτου, και τα ποιμνια και τους βοας και τας καμηλους, εις δυο ταγματα?
8 Jacob was very much frightened. In his anxiety, he divided the people who were with him, as well as his flocks, herds and camels, into two camps.8 λεγων, Εαν ελθη ο Ησαυ εις το εν ταγμα και παταξη αυτο, το επιλοιπον ταγμα θελει διασωθη.
9 "If Esau should attack and overwhelm one camp," he reasoned, "the remaining camp may still survive."9 Και ειπεν ο Ιακωβ, Θεε του πατρος μου Αβρααμ και Θεε του πατρος μου Ισαακ, Κυριε, οστις ειπας προς εμε? Επιστρεψον εις την γην σου και εις την συγγενειαν σου και θελω σε αγαθοποιησει?
10 Then he prayed: "O God of my father Abraham and God of my father Isaac! You told me, O LORD, 'Go back to the land of your birth, and I will be good to you.'10 πολυ μικρος ειμαι ως προς παντα τα ελεη και πασαν την αληθειαν τα οποια εκαμες εις τον δουλον σου? διοτι με την ραβδον μου διεβην τον Ιορδανην τουτον, και τωρα εγεινα δυο ταγματα?
11 I am unworthy of all the acts of kindness that you have loyally performed for your servant: although I crossed the Jordan here with nothing but my staff, I have now grown into two companies.11 σωσον με, δεομαι σου, εκ της χειρος του αδελφου μου, εκ της χειρος του Ησαυ? διοτι φοβουμαι αυτον, μηπως ελθων παταξη εμε και την μητερα επι τα τεκνα?
12 Save me, I pray, from the hand of my brother Esau! Otherwise I fear that when he comes he will strike me down and slay the mothers and children.12 συ δε ειπας, Βεβαια θελω σε αγαθοποιησει, και θελω καταστησει το σπερμα σου ως την αμμον της θαλασσης, ητις εκ του πληθους δεν δυναται να αριθμηθη.
13 You yourself said, 'I will be very good to you, and I will make your descendants like the sands of the sea, which are too numerous to count.'"13 Και εκοιμηθη εκει την νυκτα εκεινην? και ελαβεν εκ των οσα ετυχον εν τη χειρι αυτου, δωρον προς Ησαυ τον αδελφον αυτου?
14 After passing the night there, Jacob selected from what he had with him the following presents for his brother Esau:14 αιγας διακοσιας και τραγους εικοσι, προβατα διακοσια και κριους εικοσι,
15 two hundred she-goats and twenty he-goats; two hundred ewes and twenty rams;15 καμηλους θηλαζουσας μετα των τεκνων αυτων τριακοντα, δαμαλια τεσσαρακοντα και ταυρους δεκα, ονους θηλυκας εικοσι και πωλαρια δεκα.
16 thirty milch camels and their young; forty cows and ten bulls; twenty she-asses and ten he-asses.16 Και παρεδωκεν εις τας χειρας των δουλων αυτου, εκαστον ποιμνιον χωριστα? και ειπε προς τους δουλους αυτου, Περασατε εμπροσθεν μου και αφησατε διαστημα μεταξυ ποιμνιου και ποιμνιου.
17 He put these animals in charge of his servants, in separate droves, and he told the servants, "Go on ahead of me, but keep a space between one drove and the next."17 Και εις τον πρωτον παρηγγειλε, λεγων, Οταν σε συναντηση Ησαυ ο αδελφος μου, και σε ερωτηση λεγων, Τινος εισαι; και που υπαγεις; και τινος ειναι ταυτα, τα οποια εχεις εμπροσθεν σου;
18 To the servant in the lead he gave this instruction: "When my brother Esau meets you, he may ask you, 'Whose man are you? Where are you going? To whom do these animals ahead of you belong?'18 τοτε θελεις ειπει, Ταυτα ειναι του δουλου σου του Ιακωβ, δωρα στελλομενα προς τον κυριον μου Ησαυ? και ιδου, και αυτος οπισω ημων.
19 Then you shall answer, 'They belong to your brother Jacob, but they have been sent as a gift to my lord Esau; and Jacob himself is right behind us.'"19 ουτω παρηγγειλε και εις τον δευτερον, και εις τον τριτον και εις παντας τους ακολουθουντας οπισω των ποιμνιων, λεγων, κατα τους λογους τουτους θελετε λαλησει προς τον Ησαυ, οταν ευρητε αυτον?
20 He gave similar instructions to the second servant and the third and to all the others who followed behind the droves, namely: "Thus and thus shall you say to Esau, when you reach him;20 και θελετε ειπει, Ιδου, οπισω ημων και αυτος ο δουλος σου Ιακωβ. Διοτι ελεγε, Θελω εξιλεωσει το προσωπον αυτου με το δωρον, το προπορευομενον εμπροσθεν μου? και μετα ταυτα θελω ιδει το προσωπον αυτου? ισως θελει με δεχθη.
21 and be sure to add, 'Your servant Jacob is right behind us.'" For Jacob reasoned, "If I first appease him with gifts that precede me, then later, when I face him, perhaps he will forgive me."21 Το δωρον λοιπον επερασεν εμπροσθεν αυτου? αυτος δε εμεινε την νυκτα εκεινην εν τω στρατοπεδω.
22 So the gifts went on ahead of him, while he stayed that night in the camp.22 Σηκωθεις δε την νυκτα εκεινην, ελαβε τας δυο γυναικας αυτου και τας δυο θεραπαινας αυτου και τα ενδεκα παιδια αυτου και διεβη το περασμα του Ιαβοκ.
23 In the course of that night, however, Jacob arose, took his two wives, with the two maidservants and his eleven children, and crossed the ford of the Jabbok.23 Και ελαβεν αυτους και διεβιβασεν αυτους τον χειμαρρον? διεβιβασε και τα υπαρχοντα αυτου.
24 After he had taken them across the stream and had brought over all his possessions,24 Ο δε Ιακωβ εμεινε μονος? και επαλαιε μετ' αυτου ανθρωπος εως τα χαραγματα της αυγης?
25 Jacob was left there alone. Then some man wrestled with him until the break of dawn.25 ιδων δε οτι δεν υπερισχυσε κατ' αυτου, ηγγισε την αρθρωσιν του μηρου αυτου? και μετετοπισθη η αρθρωσις του μηρου του Ιακωβ, ενω επαλαιε μετ' αυτου.
26 When the man saw that he could not prevail over him, he struck Jacob's hip at its socket, so that the hip socket was wrenched as they wrestled.26 Ο δε ειπεν, Αφες με να απελθω, διοτι εχαραξεν η αυγη. Και αυτος ειπε, δεν θελω σε αφησει να απελθης, εαν δεν με ευλογησης.
27 The man then said, "Let me go, for it is daybreak." But Jacob said, "I will not let you go until you bless me."27 Και ειπε προς αυτον, Τι ειναι το ονομα σου; Ο δε ειπεν, Ιακωβ.
28 "What is your name?" the man asked. He answered, "Jacob."28 Και εκεινος ειπε, Δεν θελει καλεσθη πλεον το ονομα σου Ιακωβ, αλλα Ισραηλ? διοτι ενισχυσας μετα Θεου, και μετα ανθρωπων θελεις εισθαι δυνατος.
29 Then the man said, "You shall no longer be spoken of as Jacob, but as Israel, because you have contended with divine and human beings and have prevailed."29 Ηρωτησε δε ο Ιακωβ λεγων, Φανερωσον μοι, παρακαλω, το ονομα σου. Ο δε ειπε, Δια τι ερωτας το ονομα μου; Και ευλογησεν αυτον εκει.
30 Jacob then asked him, "Do tell me your name, please." He answered, "Why should you want to know my name?" With that, he bade him farewell.30 Και εκαλεσεν Ιακωβ το ονομα του τοπου εκεινον Φανουηλ, λεγων, Διοτι ειδον τον Θεον προσωπον προς προσωπον, και εφυλαχθη η ζωη μου.
31 Jacob named the place Peniel, "Because I have seen God face to face," he said, "yet my life has been spared."31 Και ανετειλεν ο ηλιος επ' αυτου, καθως διεβη το Φανουηλ? εχωλαινε δε κατα τον μηρον αυτου.
32 At sunrise, as he left Penuel, Jacob limped along because of his hip.32 Δια τουτο μεχρι της σημερον δεν τρωγουσιν οι υιοι του Ισραηλ τον ναρκωθεντα μυωνα, οστις ειναι επι της αρθρωσεως του μηρου? διοτι εκεινος ηγγισε την αρθρωσιν του μηρου του Ιακωβ κατα τον μυωνα τον ναρκωθεντα.
33 That is why, to this day, the Israelites do not eat the sciatic muscle that is on the hip socket, inasmuch as Jacob's hip socket was struck at the sciatic muscle.