Scrutatio

Martedi, 7 maggio 2024 - Santa Flavia ( Letture di oggi)

Genesis 29


font
NEW AMERICAN BIBLEGREEK BIBLE
1 After Jacob resumed his journey, he came to the land of the Easterners.1 Και εκινησεν ο Ιακωβ και υπηγεν εις την γην των κατοικων της ανατολης.
2 Looking about, he saw a well in the open country, with three droves of sheep huddled near it, for droves were watered from that well. A large stone covered the mouth of the well.2 Και ειδε, και ιδου, φρεαρ εν τη πεδιαδι και ιδου, εκει τρια ποιμνια προβατων αναπαυομενα πλησιον αυτου, διοτι εκ του φρεατος εκεινον εποτιζον τα ποιμνια? λιθος δε μεγας ητο επι το στομιον του φρεατος.
3 Only when all the shepherds were assembled there could they roll the stone away from the mouth of the well and water the flocks. Then they would put the stone back again over the mouth of the well.3 Και οτε συνηγοντο εκει παντα τα ποιμνια, απεκυλιον τον λιθον απο του στομιου του φρεατος, και εποτιζον τα ποιμνια? επειτα εθετον παλιν τον λιθον επι το στομιον του φρεατος εις τον τοπον αυτου.
4 Jacob said to them, "Friends, where are you from?" "We are from Haran," they replied.4 Και ειπε προς αυτους ο Ιακωβ, Αδελφοι, ποθεν εισθε; Οι δε ειπον, Εκ της Χαρραν ειμεθα.
5 Then he asked them, "Do you know Laban, son of Nahor?" "We do," they answered.5 Και ειπε προς αυτους, Γνωριζετε Λαβαν τον υιον του Ναχωρ; οι δε ειπον, Γνωριζομεν.
6 He inquired further, "Is he well?" "He is," they answered; "and here comes his daughter Rachel with his flock."6 Και ειπε προς αυτους, Υγιαινει; Οι δε ειπον, Υγιαινει? και ιδου, Ραχηλ η θυγατηρ αυτου ερχεται μετα των προβατων.
7 Then he said: "There is still much daylight left; it is hardly the time to bring the animals home. Why don't you water the flocks now, and then continue pasturing them?"7 Και ειπεν, Ιδου, μενει ακομη ημερα πολλη, δεν ειναι ωρα να συρθωσι τα κτηνη? ποτισατε τα προβατα και υπαγετε να βοσκησητε αυτα.
8 "We cannot," they replied, "until all the shepherds are here to roll the stone away from the mouth of the well; only then can we water the flocks."8 Οι δε ειπον, Δεν δυναμεθα, εωσου συναχθωσι παντα τα ποιμνια, και να αποκυλισωσι τον λιθον απο του στομιου του φρεατος? τοτε ποτιζομεν τα προβατα.
9 While he was still talking with them, Rachel arrived with her father's sheep; she was the one who tended them.9 Και ενω ακομη ελαλει προς αυτους, ηλθεν η Ραχηλ μετα των προβατων του πατρος αυτης? διοτι αυτη εβοσκε.
10 As soon as Jacob saw Rachel, the daughter of his uncle Laban, with the sheep of his uncle Laban, he went up, rolled the stone away from the mouth of the well, and watered his uncle's sheep.10 Και ως ειδεν ο Ιακωβ την Ραχηλ, θυγατερα του Λαβαν του αδελφου της μητρος αυτου, και τα προβατα του Λαβαν του αδελφου της μητρος αυτου, επλησιασεν ο Ιακωβ και απεκυλισε τον λιθον απο του στομιου του φρεατος, και εποτισε τα προβατα του Λαβαν, του αδελφου της μητρος αυτου.
11 Then Jacob kissed Rachel and burst into tears.11 Και εφιλησεν ο Ιακωβ την Ραχηλ και υψωσας την φωνην αυτου εκλαυσε.
12 He told her that he was her father's relative, Rebekah's son, and she ran to tell her father.12 Και απηγγειλεν ο Ιακωβ προς την Ραχηλ, οτι ειναι αδελφος του πατρος αυτης, και οτι ειναι υιος της Ρεβεκκας? και εκεινη δραμουσα απηγγειλε τουτο εις τον πατερα αυτης.
13 When Laban heard the news about his sister's son Jacob, he hurried out to meet him. After embracing and kissing him, he brought him to his house. Jacob then recounted to Laban all that had happened,13 Και ως ηκουσεν ο Λαβαν το ονομα του Ιακωβ του υιου της αδελφης αυτου, εδραμεν εις συναντησιν αυτου? και εναγκαλισθεις αυτον, εφιλησεν αυτον και εφερεν αυτον εις την οικιαν αυτου? και διηγηθη ο Ιακωβ προς τον Λαβαν παντα τα γενομενα.
14 and Laban said to him, "You are indeed my flesh and blood." After Jacob had stayed with him a full month,14 Και ειπε προς αυτον ο Λαβαν, Βεβαια οστουν μου και σαρξ μου εισαι. Και κατωκησε μετ' αυτου ενα μηνα.
15 Laban said to him: "Should you serve me for nothing just because you are a relative of mine? Tell me what your wages should be."15 Και ειπεν ο Λαβαν προς τον Ιακωβ, Επειδη εισαι αδελφος μου, δια τουτο θελεις με δουλευει δωρεαν; ειπε μοι, τις θελει εισθαι ο μισθος σου;
16 Now Laban had two daughters; the older was called Leah, the younger Rachel.16 Ειχε δε Λαβαν δυο θυγατερας? το ονομα της πρεσβυτερας, Λεια, και το ονομα της μικροτερας Ραχηλ.
17 Leah had lovely eyes, but Rachel was well formed and beautiful.17 Και της μεν Λειας οι οφθαλμοι ησαν ασθενεις? η δε Ραχηλ ητο ευειδης και ωραια την οψιν.
18 Since Jacob had fallen in love with Rachel, he answered Laban, "I will serve you seven years for your younger daughter Rachel."18 Και ηγαπησεν ο Ιακωβ την Ραχηλ? και ειπε, Θελω σε δουλευει επτα ετη δια την Ραχηλ, την θυγατερα σου την μικροτεραν.
19 Laban replied, "I prefer to give her to you rather than to an outsider. Stay with me."19 Και ειπεν ο Λαβαν, Καλητερα να δωσω αυτην εις σε, παρα να δωσω αυτην εις αλλον ανδρα? κατοικησον μετ' εμου.
20 So Jacob served seven years for Rachel, yet they seemed to him but a few days because of his love for her.20 Και εδουλευσεν ο Ιακωβ δια την Ραχηλ επτα ετη? και εφαινοντο εις αυτον ως ημεραι ολιγαι, δια την προς αυτην αγαπην αυτου.
21 Then Jacob said to Laban, "Give me my wife, that I may consummate my marriage with her, for my term is now completed."21 Και ειπεν ο Ιακωβ προς τον Λαβαν, Δος μοι την γυναικα μου, διοτι επληρωθησαν αι ημεραι μου, δια να εισελθω προς αυτην.
22 So Laban invited all the local inhabitants and gave a feast.22 Και συνηγαγεν ο Λαβαν παντας τους ανθρωπους του τοπου και εκαμε συμποσιον.
23 At nightfall he took his daughter Leah and brought her to Jacob, and Jacob consummated the marriage with her.23 Και το εσπερας, λαβων την Λειαν την θυγατερα αυτου, εφερεν αυτην προς αυτον? και εισηλθε προς αυτην.
24 (Laban assigned his slave girl Zilpah to his daughter Leah as her maidservant.)24 Και εδωκεν ο Λαβαν εις Λειαν την θυγατερα αυτου, δια θεραπαιναν αυτης, Ζελφαν την θεραπαιναν αυτου.
25 In the morning Jacob was amazed: it was Leah! So he cried out to Laban: "How could you do this to me! Was it not for Rachel that I served you? Why did you dupe me?"25 Και το πρωι, ιδου, αυτη ητο η Λεια? και ειπε προς τον Λαβαν, Τι τουτο το οποιον επραξας εις εμε; δεν σε εδουλευσα δια την Ραχηλ; και δια τι με ηπατησας;
26 "It is not the custom in our country," Laban replied, "to marry off a younger daughter before an older one.26 Και ειπεν ο Λαβαν, Δεν γινεται ουτως εν τω τοπω ημων, να διδωται η μικροτερα προ της πρεσβυτερας?
27 Finish the bridal week for this one, and then I will give you the other too, in return for another seven years of service with me."27 εκπληρωσον την εβδομαδα ταυτης, και θελω σοι δωσει και αυτην, αντι της εργασιας την οποιαν θελεις καμει εις εμε ακομη αλλα επτα ετη.
28 Jacob agreed. He finished the bridal week for Leah, and then Laban gave him his daughter Rachel in marriage.28 Και εκαμεν ο Ιακωβ ουτω και εξεπληρωσε την εβδομαδα αυτης? και εδωκεν εις αυτον την Ραχηλ την θυγατερα αυτου εις γυναικα.
29 (Laban assigned his slave girl Bilhah to his daughter Rachel as her maidservant.)29 Και εδωκεν ο Λαβαν εις Ραχηλ την θυγατερα αυτου, δια θεραπαιναν αυτης, Βαλλαν την θεραπαιναν αυτου.
30 Jacob then consummated his marriage with Rachel also, and he loved her more than Leah. Thus he remained in Laban's service another seven years.30 Και εισηλθεν ο Ιακωβ και προς την Ραχηλ? και ηγαπησε την Ραχηλ περισσοτερον παρα την Λειαν? και εδουλευσεν αυτον ακομη αλλα επτα ετη.
31 When the LORD saw that Leah was unloved, he made her fruitful, while Rachel remained barren.31 Και ιδων ο Κυριος οτι εμισειτο η Λεια, ηνοιξε την μητραν αυτης? η δε Ραχηλ ητο στειρα.
32 Leah conceived and bore a son, and she named him Reuben; for she said, "It means, 'The LORD saw my misery; now my husband will love me.'"32 Και συνελαβεν η Λεια και εγεννησεν υιον και εκαλεσε το ονομα αυτου Ρουβην? διοτι ειπεν, Ειδε βεβαια ο Κυριος την ταπεινωσιν μου? τωρα λοιπον θελει με αγαπησει ο ανηρ μου.
33 She conceived again and bore a son, and said, "It means, 'The LORD heard that I was unloved,' and therefore he has given me this one also"; so she named him Simeon.33 Και συνελαβε παλιν και εγεννησεν υιον? και ειπεν, Επειδη ηκουσεν ο Κυριος οτι μισουμαι, δια τουτο μοι εδωκεν ακομη και τουτον? και εκαλεσε το ονομα αυτου Συμεων.
34 Again she conceived and bore a son, and she said, "Now at last my husband will become attached to me, since I have now borne him three sons"; that is why she named him Levi.34 Και συνελαβεν ακομη και εγεννησεν υιον? και ειπε, Τωρα ταυτην την φοραν ο ανηρ μου θελει ενωθη μετ' εμου, διοτι εγεννησα εις αυτον τρεις υιους? δια τουτο ωνομασεν αυτον Λευι.
35 Once more she conceived and bore a son, and she said, "This time I will give grateful praise to the LORD"; therefore she named him Judah. Then she stopped bearing children.35 Και συνελαβε παλιν και εγεννησεν υιον? και ειπε, Ταυτην την φοραν θελω δοξολογησει τον Κυριον? δια τουτο εκαλεσε το ονομα αυτου Ιουδαν? και επαυσε να γεννα.