1 και αναλαβουσα πασα η συναγωγη εδωκεν φωνην και εκλαιεν ο λαος ολην την νυκτα εκεινην | 1 Jajveszékelve sírt emiatt az egész sokaság azon az éjszakán |
2 και διεγογγυζον επι μωυσην και ααρων παντες οι υιοι ισραηλ και ειπαν προς αυτους πασα η συναγωγη οφελον απεθανομεν εν γη αιγυπτω η εν τη ερημω ταυτη ει απεθανομεν | 2 és Izrael valamennyi fia zúgolódott Mózes és Áron ellen: |
3 και ινα τι κυριος εισαγει ημας εις την γην ταυτην πεσειν εν πολεμω αι γυναικες ημων και τα παιδια εσονται εις διαρπαγην νυν ουν βελτιον ημιν εστιν αποστραφηναι εις αιγυπτον | 3 »Bárcsak meghaltunk volna Egyiptomban, s bárcsak elpusztulnánk ebben a kietlen pusztában, s ne vinne be minket az Úr arra a földre, hogy magunk kardélre ne hulljunk, feleségeink és gyermekeink pedig fogságba ne jussanak! Nem jobb-e visszatérnünk Egyiptomba?« |
4 και ειπαν ετερος τω ετερω δωμεν αρχηγον και αποστρεψωμεν εις αιγυπτον | 4 Majd azt mondták egymásnak: »Állítsunk magunk fölé vezért és térjünk vissza Egyiptomba.« |
5 και επεσεν μωυσης και ααρων επι προσωπον εναντιον πασης συναγωγης υιων ισραηλ | 5 Amikor ezt Mózes és Áron meghallották, arcukkal a földre borultak Izrael fiainak egész közössége előtt. |
6 ιησους δε ο του ναυη και χαλεβ ο του ιεφοννη των κατασκεψαμενων την γην διερρηξαν τα ιματια αυτων | 6 Józsue, Nún fia pedig, meg Káleb, Jefóne fia, akik szintén bejárták azt a földet, megszaggatták ruháikat, |
7 και ειπαν προς πασαν συναγωγην υιων ισραηλ λεγοντες η γη ην κατεσκεψαμεθα αυτην αγαθη εστιν σφοδρα σφοδρα | 7 s szóltak Izrael fiainak egész közösségéhez: »A föld, amelyet bejártunk, felette jó. |
8 ει αιρετιζει ημας κυριος εισαξει ημας εις την γην ταυτην και δωσει αυτην ημιν γη ητις εστιν ρεουσα γαλα και μελι | 8 Ha az Úr kegyelmes lesz, bevisz minket rá, s ideadja azt a tejjel s mézzel folyó földet. |
9 αλλα απο του κυριου μη αποσταται γινεσθε υμεις δε μη φοβηθητε τον λαον της γης οτι καταβρωμα ημιν εστιν αφεστηκεν γαρ ο καιρος απ' αυτων ο δε κυριος εν ημιν μη φοβηθητε αυτους | 9 Ne lázongjatok az Úr ellen, s ne féljetek annak a földnek a lakóitól, mert úgy megehetjük őket, mint a kenyeret. Eltávozott tőlük minden oltalmuk: az Úr velünk van, ne féljetek!« |
10 και ειπεν πασα η συναγωγη καταλιθοβολησαι αυτους εν λιθοις και η δοξα κυριου ωφθη εν νεφελη επι της σκηνης του μαρτυριου εν πασι τοις υιοις ισραηλ | 10 Amikor erre az egész közösség felkiáltott, és meg akarta kövezni őket, megjelent az Úr dicsősége a szövetség sátra felett, Izrael minden fia előtt. |
11 και ειπεν κυριος προς μωυσην εως τινος παροξυνει με ο λαος ουτος και εως τινος ου πιστευουσιν μοι εν πασιν τοις σημειοις οις εποιησα εν αυτοις | 11 Így szólt ekkor az Úr Mózeshez: »Meddig gyaláz engem ez a nép, meddig nem hisz nekem, mindazon jelek ellenére, amelyeket véghezvittem előttük? |
12 παταξω αυτους θανατω και απολω αυτους και ποιησω σε και τον οικον του πατρος σου εις εθνος μεγα και πολυ μαλλον η τουτο | 12 Megverem tehát döghalállal, s elpusztítom, téged pedig nagy és ennél erősebb nemzet fejedelmévé teszlek.« |
13 και ειπεν μωυσης προς κυριον και ακουσεται αιγυπτος οτι ανηγαγες τη ισχυι σου τον λαον τουτον εξ αυτων | 13 Azt mondta erre Mózes az Úrnak: »Hogy meghallják az egyiptomiak, akik közül kihoztad ezt a népet, |
14 αλλα και παντες οι κατοικουντες επι της γης ταυτης ακηκοασιν οτι συ ει κυριος εν τω λαω τουτω οστις οφθαλμοις κατ' οφθαλμους οπταζη κυριε και η νεφελη σου εφεστηκεν επ' αυτων και εν στυλω νεφελης συ πορευη προτερος αυτων την ημεραν και εν στυλω πυρος την νυκτα | 14 meg ennek a földnek a lakói – akik azt hallották, hogy te, Uram, e nép között vagy és színről színre engeded látni magad, s felhőd védi őket, s felhőoszlopban jársz előttük nappal, s tűzoszlopban éjszaka –, |
15 και εκτριψεις τον λαον τουτον ωσει ανθρωπον ενα και ερουσιν τα εθνη οσοι ακηκοασιν το ονομα σου λεγοντες | 15 hogy megöltél egy ekkora sokaságot, mint egy embert, s azt mondják: |
16 παρα το μη δυνασθαι κυριον εισαγαγειν τον λαον τουτον εις την γην ην ωμοσεν αυτοις κατεστρωσεν αυτους εν τη ερημω | 16 ‘Nem tudta bevinni a népet arra a földre, amely felől megesküdött, azért ölte meg őket a pusztában!’ |
17 και νυν υψωθητω η ισχυς σου κυριε ον τροπον ειπας λεγων | 17 Bizonyuljon tehát nagynak az Úr ereje és tégy úgy, amint megesküdtél, mondván: |
18 κυριος μακροθυμος και πολυελεος και αληθινος αφαιρων ανομιας και αδικιας και αμαρτιας και καθαρισμω ου καθαριει τον ενοχον αποδιδους αμαρτιας πατερων επι τεκνα εως τριτης και τεταρτης | 18 ‘Hosszan tűrő s nagyirgalmú az Úr, megbocsát gonoszságot és vétket, de büntetlenül nem hagy senkit, megbünteted az atyák vétkeit fiaikon, harmadik és negyedik nemzedékükön.’ |
19 αφες την αμαρτιαν τω λαω τουτω κατα το μεγα ελεος σου καθαπερ ιλεως αυτοις εγενου απ' αιγυπτου εως του νυν | 19 Bocsásd meg, kérlek, ennek a népnek a bűnét irgalmasságod nagysága szerint, mint ahogy megbocsátottál nekik Egyiptomból való kijövetelüktől kezdve eddig a helyig.« |
20 και ειπεν κυριος προς μωυσην ιλεως αυτοις ειμι κατα το ρημα σου | 20 Azt mondta erre az Úr: »Megbocsátom szavad szerint. |
21 αλλα ζω εγω και ζων το ονομα μου και εμπλησει η δοξα κυριου πασαν την γην | 21 De amilyen igaz, hogy én élek, s az egész föld tele van az Úr dicsőségével, |
22 οτι παντες οι ανδρες οι ορωντες την δοξαν μου και τα σημεια α εποιησα εν αιγυπτω και εν τη ερημω ταυτη και επειρασαν με τουτο δεκατον και ουκ εισηκουσαν μου της φωνης | 22 olyan igaz, hogy mindazok a férfiak, akik látták dicsőségemet s a jeleket, amelyeket Egyiptomban és a pusztában műveltem, s mégis próbára tettek már vagy tízszer, s nem engedelmeskedtek szavamnak, |
23 η μην ουκ οψονται την γην ην ωμοσα τοις πατρασιν αυτων αλλ' η τα τεκνα αυτων α εστιν μετ' εμου ωδε οσοι ουκ οιδασιν αγαθον ουδε κακον πας νεωτερος απειρος τουτοις δωσω την γην παντες δε οι παροξυναντες με ουκ οψονται αυτην | 23 nem látják meg azt a földet, amely felől megesküdtem atyáiknak; azok közül, akik gyaláztak engem, senki sem látja meg! |
24 ο δε παις μου χαλεβ οτι εγενηθη πνευμα ετερον εν αυτω και επηκολουθησεν μοι εισαξω αυτον εις την γην εις ην εισηλθεν εκει και το σπερμα αυτου κληρονομησει αυτην | 24 Szolgámat, Kálebet, aki más lélekkel telten követett engem, beviszem majd arra a földre, amelyet bejárt, s utóda bírni fogja azt. |
25 ο δε αμαληκ και ο χαναναιος κατοικουσιν εν τη κοιλαδι αυριον επιστραφητε υμεις και απαρατε εις την ερημον οδον θαλασσαν ερυθραν | 25 Mivel az amalekiták s a kánaániak laknak a völgyben, holnap indítsátok el a tábort és térjetek vissza a pusztába, a Vörös-tenger felé vivő úton.« |
26 και ειπεν κυριος προς μωυσην και ααρων λεγων | 26 Így szólt továbbá az Úr Mózeshez és Áronhoz: |
27 εως τινος την συναγωγην την πονηραν ταυτην α αυτοι γογγυζουσιν εναντιον εμου την γογγυσιν των υιων ισραηλ ην εγογγυσαν περι υμων ακηκοα | 27 »Meddig fog még zúgolódni ellenem ez a felette gonosz közösség? Hallottam Izrael fiainak zúgolódását! |
28 ειπον αυτοις ζω εγω λεγει κυριος η μην ον τροπον λελαληκατε εις τα ωτα μου ουτως ποιησω υμιν | 28 Mondd meg tehát nekik: Amilyen igaz, hogy én élek – ezt üzeni az Úr –, olyan igaz, hogy amint szólni hallottalak benneteket, úgy fogok tenni veletek. |
29 εν τη ερημω ταυτη πεσειται τα κωλα υμων και πασα η επισκοπη υμων και οι κατηριθμημενοι υμων απο εικοσαετους και επανω οσοι εγογγυσαν επ' εμοι | 29 Ebben a pusztában fog heverni holttestetek. Senki, akit megszámláltak a húszesztendősök s az idősebbek közül, aki zúgolódott ellenem, |
30 ει υμεις εισελευσεσθε εις την γην εφ' ην εξετεινα την χειρα μου κατασκηνωσαι υμας επ' αυτης αλλ' η χαλεβ υιος ιεφοννη και ιησους ο του ναυη | 30 be nem megy arra a földre, amely felől esküre emeltem kezem, hogy lakóivá teszlek titeket, kivéve Kálebet, Jefóne fiát és Józsuét, Nún fiát. |
31 και τα παιδια α ειπατε εν διαρπαγη εσεσθαι εισαξω αυτους εις την γην και κληρονομησουσιν την γην ην υμεις απεστητε απ' αυτης | 31 Gyermekeiteket azonban, akikről azt mondtátok, hogy ellenség zsákmányává lesznek, beviszem: hadd lássák a földet, amely nektek nem tetszett. |
32 και τα κωλα υμων πεσειται εν τη ερημω ταυτη | 32 Ebben a pusztában fog heverni holttestetek, |
33 οι δε υιοι υμων εσονται νεμομενοι εν τη ερημω τεσσαρακοντα ετη και ανοισουσιν την πορνειαν υμων εως αν αναλωθη τα κωλα υμων εν τη ερημω | 33 fiaitok ebben a pusztában fognak kóborolni negyven esztendeig, s viselni fogják a ti paráznaságotok következményeit, amíg meg nem emésztődik atyáik holtteste a pusztában. |
34 κατα τον αριθμον των ημερων οσας κατεσκεψασθε την γην τεσσαρακοντα ημερας ημεραν του ενιαυτου λημψεσθε τας αμαρτιας υμων τεσσαρακοντα ετη και γνωσεσθε τον θυμον της οργης μου | 34 Annak a negyven napnak megfelelően, amely alatt szemügyre vettétek a földet, egy-egy esztendőt számítva minden napért, negyven esztendeig lakoltok gonoszságaitokért és ismeritek meg bosszúmat, |
35 εγω κυριος ελαλησα η μην ουτως ποιησω τη συναγωγη τη πονηρα ταυτη τη επισυνεσταμενη επ' εμε εν τη ερημω ταυτη εξαναλωθησονται και εκει αποθανουνται | 35 mert amint mondtam, úgy teszek ezzel a felette gonosz sokasággal, amely felkelt ellenem: elpusztul és meghal ebben a pusztában.« |
36 και οι ανθρωποι ους απεστειλεν μωυσης κατασκεψασθαι την γην και παραγενηθεντες διεγογγυσαν κατ' αυτης προς την συναγωγην εξενεγκαι ρηματα πονηρα περι της γης | 36 Ekkor mindazokat a férfiakat, akiket elküldött Mózes, hogy szemléljék meg a földet, s akik visszatértük után fellázították ellene az egész sokaságot, gyalázva a földet, hogy rossz, |
37 και απεθανον οι ανθρωποι οι κατειπαντες κατα της γης πονηρα εν τη πληγη εναντι κυριου | 37 halál sújtotta az Úr színe előtt. |
38 και ιησους υιος ναυη και χαλεβ υιος ιεφοννη εζησαν απο των ανθρωπων εκεινων των πεπορευμενων κατασκεψασθαι την γην | 38 Csak Józsue, Nún fia és Káleb, Jefóne fia maradt életben mindazok közül, akik elmentek, hogy szemügyre vegyék a földet. |
39 και ελαλησεν μωυσης τα ρηματα ταυτα προς παντας υιους ισραηλ και επενθησεν ο λαος σφοδρα | 39 Amikor Mózes elmondta mindezeket Izrael valamennyi fiának, igen elszomorodott a nép. |
40 και ορθρισαντες το πρωι ανεβησαν εις την κορυφην του ορους λεγοντες ιδου οιδε ημεις αναβησομεθα εις τον τοπον ον ειπεν κυριος οτι ημαρτομεν | 40 Kora reggel aztán felkeltek, s fel akartak menni a hegytetőre és azt mondták: »Készek vagyunk felmenni arra a helyre, amelyet az Úr mondott, mert vétkeztünk.« |
41 και ειπεν μωυσης ινα τι υμεις παραβαινετε το ρημα κυριου ουκ ευοδα εσται υμιν | 41 Azt mondta nekik Mózes: »Miért szegitek meg az Úr parancsát? Nem fog az javatokra válni! |
42 μη αναβαινετε ου γαρ εστιν κυριος μεθ' υμων και πεσεισθε προ προσωπου των εχθρων υμων | 42 Minthogy az Úr nincsen közöttetek, ne menjetek fel, hogy el ne hulljatok ellenségeitek előtt. |
43 οτι ο αμαληκ και ο χαναναιος εκει εμπροσθεν υμων και πεσεισθε μαχαιρα ου εινεκεν απεστραφητε απειθουντες κυριω και ουκ εσται κυριος εν υμιν | 43 Az amalekiták s a kánaániak ott vannak előttetek, s kardjuk által elhullotok: mivel nem akartatok engedelmeskedni az Úrnak, az Úr sem lesz veletek.« |
44 και διαβιασαμενοι ανεβησαν επι την κορυφην του ορους η δε κιβωτος της διαθηκης κυριου και μωυσης ουκ εκινηθησαν εκ της παρεμβολης | 44 Azok mégis elindultak elvakultan a hegytetőre, de az Úr bizonyságának ládája és Mózes nem mozdultak a táborból. |
45 και κατεβη ο αμαληκ και ο χαναναιος ο εγκαθημενος εν τω ορει εκεινω και ετρεψαντο αυτους και κατεκοψαν αυτους εως ερμαν και απεστραφησαν εις την παρεμβολην | 45 Ekkor lerohantak az amalekiták és a kánaániak, akik a hegyen laktak és verve-vágva kergették őket egészen Hormáig. |