Scrutatio

Mercoledi, 15 maggio 2024 - Sant'Isidoro agricoltore ( Letture di oggi)

ΑΡΙΘΜΟΙ - Numeri - Numbers 14


font
LXXKÁLDI-NEOVULGÁTA
1 και αναλαβουσα πασα η συναγωγη εδωκεν φωνην και εκλαιεν ο λαος ολην την νυκτα εκεινην1 Jajveszékelve sírt emiatt az egész sokaság azon az éjszakán
2 και διεγογγυζον επι μωυσην και ααρων παντες οι υιοι ισραηλ και ειπαν προς αυτους πασα η συναγωγη οφελον απεθανομεν εν γη αιγυπτω η εν τη ερημω ταυτη ει απεθανομεν2 és Izrael valamennyi fia zúgolódott Mózes és Áron ellen:
3 και ινα τι κυριος εισαγει ημας εις την γην ταυτην πεσειν εν πολεμω αι γυναικες ημων και τα παιδια εσονται εις διαρπαγην νυν ουν βελτιον ημιν εστιν αποστραφηναι εις αιγυπτον3 »Bárcsak meghaltunk volna Egyiptomban, s bárcsak elpusztulnánk ebben a kietlen pusztában, s ne vinne be minket az Úr arra a földre, hogy magunk kardélre ne hulljunk, feleségeink és gyermekeink pedig fogságba ne jussanak! Nem jobb-e visszatérnünk Egyiptomba?«
4 και ειπαν ετερος τω ετερω δωμεν αρχηγον και αποστρεψωμεν εις αιγυπτον4 Majd azt mondták egymásnak: »Állítsunk magunk fölé vezért és térjünk vissza Egyiptomba.«
5 και επεσεν μωυσης και ααρων επι προσωπον εναντιον πασης συναγωγης υιων ισραηλ5 Amikor ezt Mózes és Áron meghallották, arcukkal a földre borultak Izrael fiainak egész közössége előtt.
6 ιησους δε ο του ναυη και χαλεβ ο του ιεφοννη των κατασκεψαμενων την γην διερρηξαν τα ιματια αυτων6 Józsue, Nún fia pedig, meg Káleb, Jefóne fia, akik szintén bejárták azt a földet, megszaggatták ruháikat,
7 και ειπαν προς πασαν συναγωγην υιων ισραηλ λεγοντες η γη ην κατεσκεψαμεθα αυτην αγαθη εστιν σφοδρα σφοδρα7 s szóltak Izrael fiainak egész közösségéhez: »A föld, amelyet bejártunk, felette jó.
8 ει αιρετιζει ημας κυριος εισαξει ημας εις την γην ταυτην και δωσει αυτην ημιν γη ητις εστιν ρεουσα γαλα και μελι8 Ha az Úr kegyelmes lesz, bevisz minket rá, s ideadja azt a tejjel s mézzel folyó földet.
9 αλλα απο του κυριου μη αποσταται γινεσθε υμεις δε μη φοβηθητε τον λαον της γης οτι καταβρωμα ημιν εστιν αφεστηκεν γαρ ο καιρος απ' αυτων ο δε κυριος εν ημιν μη φοβηθητε αυτους9 Ne lázongjatok az Úr ellen, s ne féljetek annak a földnek a lakóitól, mert úgy megehetjük őket, mint a kenyeret. Eltávozott tőlük minden oltalmuk: az Úr velünk van, ne féljetek!«
10 και ειπεν πασα η συναγωγη καταλιθοβολησαι αυτους εν λιθοις και η δοξα κυριου ωφθη εν νεφελη επι της σκηνης του μαρτυριου εν πασι τοις υιοις ισραηλ10 Amikor erre az egész közösség felkiáltott, és meg akarta kövezni őket, megjelent az Úr dicsősége a szövetség sátra felett, Izrael minden fia előtt.
11 και ειπεν κυριος προς μωυσην εως τινος παροξυνει με ο λαος ουτος και εως τινος ου πιστευουσιν μοι εν πασιν τοις σημειοις οις εποιησα εν αυτοις11 Így szólt ekkor az Úr Mózeshez: »Meddig gyaláz engem ez a nép, meddig nem hisz nekem, mindazon jelek ellenére, amelyeket véghezvittem előttük?
12 παταξω αυτους θανατω και απολω αυτους και ποιησω σε και τον οικον του πατρος σου εις εθνος μεγα και πολυ μαλλον η τουτο12 Megverem tehát döghalállal, s elpusztítom, téged pedig nagy és ennél erősebb nemzet fejedelmévé teszlek.«
13 και ειπεν μωυσης προς κυριον και ακουσεται αιγυπτος οτι ανηγαγες τη ισχυι σου τον λαον τουτον εξ αυτων13 Azt mondta erre Mózes az Úrnak: »Hogy meghallják az egyiptomiak, akik közül kihoztad ezt a népet,
14 αλλα και παντες οι κατοικουντες επι της γης ταυτης ακηκοασιν οτι συ ει κυριος εν τω λαω τουτω οστις οφθαλμοις κατ' οφθαλμους οπταζη κυριε και η νεφελη σου εφεστηκεν επ' αυτων και εν στυλω νεφελης συ πορευη προτερος αυτων την ημεραν και εν στυλω πυρος την νυκτα14 meg ennek a földnek a lakói – akik azt hallották, hogy te, Uram, e nép között vagy és színről színre engeded látni magad, s felhőd védi őket, s felhőoszlopban jársz előttük nappal, s tűzoszlopban éjszaka –,
15 και εκτριψεις τον λαον τουτον ωσει ανθρωπον ενα και ερουσιν τα εθνη οσοι ακηκοασιν το ονομα σου λεγοντες15 hogy megöltél egy ekkora sokaságot, mint egy embert, s azt mondják:
16 παρα το μη δυνασθαι κυριον εισαγαγειν τον λαον τουτον εις την γην ην ωμοσεν αυτοις κατεστρωσεν αυτους εν τη ερημω16 ‘Nem tudta bevinni a népet arra a földre, amely felől megesküdött, azért ölte meg őket a pusztában!’
17 και νυν υψωθητω η ισχυς σου κυριε ον τροπον ειπας λεγων17 Bizonyuljon tehát nagynak az Úr ereje és tégy úgy, amint megesküdtél, mondván:
18 κυριος μακροθυμος και πολυελεος και αληθινος αφαιρων ανομιας και αδικιας και αμαρτιας και καθαρισμω ου καθαριει τον ενοχον αποδιδους αμαρτιας πατερων επι τεκνα εως τριτης και τεταρτης18 ‘Hosszan tűrő s nagyirgalmú az Úr, megbocsát gonoszságot és vétket, de büntetlenül nem hagy senkit, megbünteted az atyák vétkeit fiaikon, harmadik és negyedik nemzedékükön.’
19 αφες την αμαρτιαν τω λαω τουτω κατα το μεγα ελεος σου καθαπερ ιλεως αυτοις εγενου απ' αιγυπτου εως του νυν19 Bocsásd meg, kérlek, ennek a népnek a bűnét irgalmasságod nagysága szerint, mint ahogy megbocsátottál nekik Egyiptomból való kijövetelüktől kezdve eddig a helyig.«
20 και ειπεν κυριος προς μωυσην ιλεως αυτοις ειμι κατα το ρημα σου20 Azt mondta erre az Úr: »Megbocsátom szavad szerint.
21 αλλα ζω εγω και ζων το ονομα μου και εμπλησει η δοξα κυριου πασαν την γην21 De amilyen igaz, hogy én élek, s az egész föld tele van az Úr dicsőségével,
22 οτι παντες οι ανδρες οι ορωντες την δοξαν μου και τα σημεια α εποιησα εν αιγυπτω και εν τη ερημω ταυτη και επειρασαν με τουτο δεκατον και ουκ εισηκουσαν μου της φωνης22 olyan igaz, hogy mindazok a férfiak, akik látták dicsőségemet s a jeleket, amelyeket Egyiptomban és a pusztában műveltem, s mégis próbára tettek már vagy tízszer, s nem engedelmeskedtek szavamnak,
23 η μην ουκ οψονται την γην ην ωμοσα τοις πατρασιν αυτων αλλ' η τα τεκνα αυτων α εστιν μετ' εμου ωδε οσοι ουκ οιδασιν αγαθον ουδε κακον πας νεωτερος απειρος τουτοις δωσω την γην παντες δε οι παροξυναντες με ουκ οψονται αυτην23 nem látják meg azt a földet, amely felől megesküdtem atyáiknak; azok közül, akik gyaláztak engem, senki sem látja meg!
24 ο δε παις μου χαλεβ οτι εγενηθη πνευμα ετερον εν αυτω και επηκολουθησεν μοι εισαξω αυτον εις την γην εις ην εισηλθεν εκει και το σπερμα αυτου κληρονομησει αυτην24 Szolgámat, Kálebet, aki más lélekkel telten követett engem, beviszem majd arra a földre, amelyet bejárt, s utóda bírni fogja azt.
25 ο δε αμαληκ και ο χαναναιος κατοικουσιν εν τη κοιλαδι αυριον επιστραφητε υμεις και απαρατε εις την ερημον οδον θαλασσαν ερυθραν25 Mivel az amalekiták s a kánaániak laknak a völgyben, holnap indítsátok el a tábort és térjetek vissza a pusztába, a Vörös-tenger felé vivő úton.«
26 και ειπεν κυριος προς μωυσην και ααρων λεγων26 Így szólt továbbá az Úr Mózeshez és Áronhoz:
27 εως τινος την συναγωγην την πονηραν ταυτην α αυτοι γογγυζουσιν εναντιον εμου την γογγυσιν των υιων ισραηλ ην εγογγυσαν περι υμων ακηκοα27 »Meddig fog még zúgolódni ellenem ez a felette gonosz közösség? Hallottam Izrael fiainak zúgolódását!
28 ειπον αυτοις ζω εγω λεγει κυριος η μην ον τροπον λελαληκατε εις τα ωτα μου ουτως ποιησω υμιν28 Mondd meg tehát nekik: Amilyen igaz, hogy én élek – ezt üzeni az Úr –, olyan igaz, hogy amint szólni hallottalak benneteket, úgy fogok tenni veletek.
29 εν τη ερημω ταυτη πεσειται τα κωλα υμων και πασα η επισκοπη υμων και οι κατηριθμημενοι υμων απο εικοσαετους και επανω οσοι εγογγυσαν επ' εμοι29 Ebben a pusztában fog heverni holttestetek. Senki, akit megszámláltak a húszesztendősök s az idősebbek közül, aki zúgolódott ellenem,
30 ει υμεις εισελευσεσθε εις την γην εφ' ην εξετεινα την χειρα μου κατασκηνωσαι υμας επ' αυτης αλλ' η χαλεβ υιος ιεφοννη και ιησους ο του ναυη30 be nem megy arra a földre, amely felől esküre emeltem kezem, hogy lakóivá teszlek titeket, kivéve Kálebet, Jefóne fiát és Józsuét, Nún fiát.
31 και τα παιδια α ειπατε εν διαρπαγη εσεσθαι εισαξω αυτους εις την γην και κληρονομησουσιν την γην ην υμεις απεστητε απ' αυτης31 Gyermekeiteket azonban, akikről azt mondtátok, hogy ellenség zsákmányává lesznek, beviszem: hadd lássák a földet, amely nektek nem tetszett.
32 και τα κωλα υμων πεσειται εν τη ερημω ταυτη32 Ebben a pusztában fog heverni holttestetek,
33 οι δε υιοι υμων εσονται νεμομενοι εν τη ερημω τεσσαρακοντα ετη και ανοισουσιν την πορνειαν υμων εως αν αναλωθη τα κωλα υμων εν τη ερημω33 fiaitok ebben a pusztában fognak kóborolni negyven esztendeig, s viselni fogják a ti paráznaságotok következményeit, amíg meg nem emésztődik atyáik holtteste a pusztában.
34 κατα τον αριθμον των ημερων οσας κατεσκεψασθε την γην τεσσαρακοντα ημερας ημεραν του ενιαυτου λημψεσθε τας αμαρτιας υμων τεσσαρακοντα ετη και γνωσεσθε τον θυμον της οργης μου34 Annak a negyven napnak megfelelően, amely alatt szemügyre vettétek a földet, egy-egy esztendőt számítva minden napért, negyven esztendeig lakoltok gonoszságaitokért és ismeritek meg bosszúmat,
35 εγω κυριος ελαλησα η μην ουτως ποιησω τη συναγωγη τη πονηρα ταυτη τη επισυνεσταμενη επ' εμε εν τη ερημω ταυτη εξαναλωθησονται και εκει αποθανουνται35 mert amint mondtam, úgy teszek ezzel a felette gonosz sokasággal, amely felkelt ellenem: elpusztul és meghal ebben a pusztában.«
36 και οι ανθρωποι ους απεστειλεν μωυσης κατασκεψασθαι την γην και παραγενηθεντες διεγογγυσαν κατ' αυτης προς την συναγωγην εξενεγκαι ρηματα πονηρα περι της γης36 Ekkor mindazokat a férfiakat, akiket elküldött Mózes, hogy szemléljék meg a földet, s akik visszatértük után fellázították ellene az egész sokaságot, gyalázva a földet, hogy rossz,
37 και απεθανον οι ανθρωποι οι κατειπαντες κατα της γης πονηρα εν τη πληγη εναντι κυριου37 halál sújtotta az Úr színe előtt.
38 και ιησους υιος ναυη και χαλεβ υιος ιεφοννη εζησαν απο των ανθρωπων εκεινων των πεπορευμενων κατασκεψασθαι την γην38 Csak Józsue, Nún fia és Káleb, Jefóne fia maradt életben mindazok közül, akik elmentek, hogy szemügyre vegyék a földet.
39 και ελαλησεν μωυσης τα ρηματα ταυτα προς παντας υιους ισραηλ και επενθησεν ο λαος σφοδρα39 Amikor Mózes elmondta mindezeket Izrael valamennyi fiának, igen elszomorodott a nép.
40 και ορθρισαντες το πρωι ανεβησαν εις την κορυφην του ορους λεγοντες ιδου οιδε ημεις αναβησομεθα εις τον τοπον ον ειπεν κυριος οτι ημαρτομεν40 Kora reggel aztán felkeltek, s fel akartak menni a hegytetőre és azt mondták: »Készek vagyunk felmenni arra a helyre, amelyet az Úr mondott, mert vétkeztünk.«
41 και ειπεν μωυσης ινα τι υμεις παραβαινετε το ρημα κυριου ουκ ευοδα εσται υμιν41 Azt mondta nekik Mózes: »Miért szegitek meg az Úr parancsát? Nem fog az javatokra válni!
42 μη αναβαινετε ου γαρ εστιν κυριος μεθ' υμων και πεσεισθε προ προσωπου των εχθρων υμων42 Minthogy az Úr nincsen közöttetek, ne menjetek fel, hogy el ne hulljatok ellenségeitek előtt.
43 οτι ο αμαληκ και ο χαναναιος εκει εμπροσθεν υμων και πεσεισθε μαχαιρα ου εινεκεν απεστραφητε απειθουντες κυριω και ουκ εσται κυριος εν υμιν43 Az amalekiták s a kánaániak ott vannak előttetek, s kardjuk által elhullotok: mivel nem akartatok engedelmeskedni az Úrnak, az Úr sem lesz veletek.«
44 και διαβιασαμενοι ανεβησαν επι την κορυφην του ορους η δε κιβωτος της διαθηκης κυριου και μωυσης ουκ εκινηθησαν εκ της παρεμβολης44 Azok mégis elindultak elvakultan a hegytetőre, de az Úr bizonyságának ládája és Mózes nem mozdultak a táborból.
45 και κατεβη ο αμαληκ και ο χαναναιος ο εγκαθημενος εν τω ορει εκεινω και ετρεψαντο αυτους και κατεκοψαν αυτους εως ερμαν και απεστραφησαν εις την παρεμβολην45 Ekkor lerohantak az amalekiták és a kánaániak, akik a hegyen laktak és verve-vágva kergették őket egészen Hormáig.