Scrutatio

Mercoledi, 15 maggio 2024 - Sant'Isidoro agricoltore ( Letture di oggi)

ΙΟΥΔΙΘ - Giuditta - Judith 16


font
LXXVULGATA
1 και ειπεν ιουδιθ εξαρχετε τω θεω μου εν τυμπανοις ασατε τω κυριω εν κυμβαλοις εναρμοσασθε αυτω ψαλμον και αινον υψουτε και επικαλεισθε το ονομα αυτου1 Tunc cantavit canticum hoc Domino Judith, dicens :
2 οτι θεος συντριβων πολεμους κυριος οτι εις παρεμβολας αυτου εν μεσω λαου εξειλατο με εκ χειρος καταδιωκοντων με2 Incipite Domino in tympanis ;
cantate Domino in cymbalis ;
modulamini illi psalmum novum :
exaltate, et invocate nomen ejus.
3 ηλθεν ασσουρ εξ ορεων απο βορρα ηλθεν εν μυριασι δυναμεως αυτου ων το πληθος αυτων ενεφραξεν χειμαρρους και η ιππος αυτων εκαλυψεν βουνους3 Dominus conterens bella,
Dominus nomen est illi.
4 ειπεν εμπρησειν τα ορια μου και τους νεανισκους μου ανελειν εν ρομφαια και τα θηλαζοντα μου θησειν εις εδαφος και τα νηπια μου δωσειν εις προνομην και τας παρθενους μου σκυλευσαι4 Qui posuit castra sua in medio populi sui,
ut eriperet nos de manu omnium inimicorum nostrorum.
5 κυριος παντοκρατωρ ηθετησεν αυτους εν χειρι θηλειας5 Venit Assur ex montibus ab aquilone
in multitudine fortitudinis suæ :
cujus multitudo obturavit torrentes,
et equi eorum cooperuerunt valles.
6 ου γαρ υπεπεσεν ο δυνατος αυτων υπο νεανισκων ουδε υιοι τιτανων επαταξαν αυτον ουδε υψηλοι γιγαντες επεθεντο αυτω αλλα ιουδιθ θυγατηρ μεραρι εν καλλει προσωπου αυτης παρελυσεν αυτον6 Dixit se incensurum fines meos,
et juvenes meos occisurum gladio ;
infantes meos dare in prædam,
et virgines in captivitatem.
7 εξεδυσατο γαρ στολην χηρευσεως αυτης εις υψος των πονουντων εν ισραηλ ηλειψατο το προσωπον αυτης εν μυρισμω7 Dominus autem omnipotens nocuit eum,
et tradidit eum in manus feminæ, et confodit eum.
8 και εδησατο τας τριχας αυτης εν μιτρα και ελαβεν στολην λινην εις απατην αυτου8 Non enim cecidit potens eorum a juvenibus,
nec filii Titan percusserunt eum,
nec excelsi gigantes opposuerunt se illi :
sed Judith filia Merari in specie faciei suæ dissolvit eum.
9 το σανδαλιον αυτης ηρπασεν οφθαλμον αυτου και το καλλος αυτης ηχμαλωτισεν ψυχην αυτου διηλθεν ο ακινακης τον τραχηλον αυτου9 Exuit enim se vestimento viduitatis,
et induit se vestimento lætitiæ
in exultatione filiorum Israël.
10 εφριξαν περσαι την τολμαν αυτης και μηδοι το θρασος αυτης εταραχθησαν10 Unxit faciem suam unguento,
et colligavit cincinnos suos mitra ;
accepit stolam novam ad decipiendum illum.
11 τοτε ηλαλαξαν οι ταπεινοι μου και εφοβηθησαν οι ασθενουντες μου και επτοηθησαν υψωσαν την φωνην αυτων και ανετραπησαν11 Sandalia ejus rapuerunt oculos ejus ;
pulchritudo ejus captivam fecit animam ejus :
amputavit pugione cervicem ejus.
12 υιοι κορασιων κατεκεντησαν αυτους και ως παιδας αυτομολουντων ετιτρωσκον αυτους απωλοντο εκ παραταξεως κυριου μου12 Horruerunt Persæ constantiam ejus,
et Medi audaciam ejus.
13 υμνησω τω θεω μου υμνον καινον κυριε μεγας ει και ενδοξος θαυμαστος εν ισχυι ανυπερβλητος13 Tunc ululaverunt castra Assyriorum,
quando apparuerunt humiles mei, arescentes in siti.
14 σοι δουλευσατω πασα η κτισις σου οτι ειπας και εγενηθησαν απεστειλας το πνευμα σου και ωκοδομησεν και ουκ εστιν ος αντιστησεται τη φωνη σου14 Filii puellarum compunxerunt eos,
et sicut pueros fugientes occiderunt eos :
perierunt in prælio a facie Domini Dei mei.
15 ορη γαρ εκ θεμελιων συν υδασιν σαλευθησεται πετραι δ' απο προσωπου σου ως κηρος τακησονται ετι δε τοις φοβουμενοις σε συ ευιλατευσεις αυτοις15 Hymnum cantemus Domino ;
hymnum novum cantemus Deo nostro.
16 οτι μικρον πασα θυσια εις οσμην ευωδιας και ελαχιστον παν στεαρ εις ολοκαυτωμα σοι ο δε φοβουμενος τον κυριον μεγας δια παντος16 Adonai Domine, magnus es tu,
et præclarus in virtute tua :
et quem superare nemo potest.
17 ουαι εθνεσιν επανιστανομενοις τω γενει μου κυριος παντοκρατωρ εκδικησει αυτους εν ημερα κρισεως δουναι πυρ και σκωληκας εις σαρκας αυτων και κλαυσονται εν αισθησει εως αιωνος17 Tibi serviat omnis creatura tua,
quia dixisti, et facta sunt ;
misisti spiritum tuum, et creata sunt :
et non est qui resistat voci tuæ.
18 ως δε ηλθοσαν εις ιερουσαλημ προσεκυνησαν τω θεω και ηνικα εκαθαρισθη ο λαος ανηνεγκαν τα ολοκαυτωματα αυτων και τα εκουσια αυτων και τα δοματα18 Montes a fundamentis movebuntur cum aquis ;
petræ, sicut cera, liquescent ante faciem tuam.
19 και ανεθηκεν ιουδιθ παντα τα σκευη ολοφερνου οσα εδωκεν ο λαος αυτη και το κωνωπιον ο ελαβεν εαυτη εκ του κοιτωνος αυτου εις αναθημα τω θεω εδωκεν19 Qui autem timent te,
magni erunt apud te per omnia.
20 και ην ο λαος ευφραινομενος εν ιερουσαλημ κατα προσωπον των αγιων επι μηνας τρεις και ιουδιθ μετ' αυτων κατεμεινεν20 Væ genti insurgenti super genus meum :
Dominus enim omnipotens vindicabit in eis ;
in die judicii visitabit illos.
21 μετα δε τας ημερας ταυτας ανεζευξεν εκαστος εις την κληρονομιαν αυτου και ιουδιθ απηλθεν εις βαιτυλουα και κατεμεινεν επι της υπαρξεως αυτης και εγενετο κατα τον καιρον αυτης ενδοξος εν παση τη γη21 Dabit enim ignem et vermes in carnes eorum,
ut urantur et sentiant usque in sempiternum.
22 και πολλοι επεθυμησαν αυτην και ουκ εγνω ανηρ αυτην πασας τας ημερας της ζωης αυτης αφ' ης ημερας απεθανεν μανασσης ο ανηρ αυτης και προσετεθη προς τον λαον αυτου22 Et factum est post hæc, omnis populus post victoriam venit in Jerusalem adorare Dominum : et mox ut purificati sunt, obtulerunt omnes holocausta, et vota, et repromissiones suas.
23 και ην προβαινουσα μεγαλη σφοδρα και εγηρασεν εν τω οικω του ανδρος αυτης ετη εκατον πεντε και αφηκεν την αβραν αυτης ελευθεραν και απεθανεν εις βαιτυλουα και εθαψαν αυτην εν τω σπηλαιω του ανδρος αυτης μανασση23 Porro Judith universa vasa bellica Holofernis, quæ dedit illi populus, et conopeum quod ipsa sustulerat de cubili ipsius, obtulit in anathema oblivionis.
24 και επενθησεν αυτην οικος ισραηλ ημερας επτα και διειλεν τα υπαρχοντα αυτης προ του αποθανειν αυτην πασι τοις εγγιστα μανασση του ανδρος αυτης και τοις εγγιστα του γενους αυτης24 Erat autem populus jucundus secundum faciem sanctorum : et per tres menses gaudium hujus victoriæ celebratum est cum Judith.
25 και ουκ ην ετι ο εκφοβων τους υιους ισραηλ εν ταις ημεραις ιουδιθ και μετα το αποθανειν αυτην ημερας πολλας .25 Post dies autem illos, unusquisque rediit in domum suam : et Judith magna facta est in Bethulia, et præclarior erat universæ terræ Israël.
26 Erat enim virtuti castitas adjuncta, ita ut non cognosceret virum omnibus diebus vitæ suæ, ex quo defunctus est Manasses vir ejus.
27 Erat autem, diebus festis, procedens cum magna gloria.
28 Mansit autem in domo viri sui annos centum quinque, et dimisit abram suam liberam : et defuncta est ac sepulta cum viro suo in Bethulia.
29 Luxitque illam omnis populus diebus septem.
30 In omni autem spatio vitæ ejus non fuit qui perturbaret Israël, et post mortem ejus annis multis.
31 Dies autem victoriæ hujus festivitatis ab Hebræis in numero sanctorum dierum accipitur, et colitur a Judæis ex illo tempore usque in præsentem diem.