Scrutatio

Lunedi, 13 maggio 2024 - Beata Vergine Maria di Fatima ( Letture di oggi)

Sámuel első könyve 27


font
KÁLDI-NEOVULGÁTAGREEK BIBLE
1 Dávid ekkor így szólt magában: »Egy nap mégiscsak Saul kezébe fogok esni; nem jobb-e, ha elfutok, s a filiszteusok földjére menekülök, hogy Saul reménységét veszítse, s megszűnjön keresni engem Izraelnek egész területén. Elfutok tehát keze elől.«1 Ειπε δε ο Δαβιδ εν τη καρδια αυτου, Θελω βεβαιως απολεσθη μιαν ημεραν δια χειρος του Σαουλ? δεν ειναι τι καλητερον δι' εμε, παρα να διασωθω ταχεως εις την γην των Φιλισταιων? τοτε απ' εμου ο Σαουλ απελπισθεις, θελει παραιτηθη απο του να με ζητη πλεον εις παντα τα ορια του Ισραηλ? ουτω θελω σωθη εκ της χειρος αυτου.
2 Fel is kerekedett Dávid és elment hatszáz emberével együtt Ákishoz, Máok fiához, Gát királyához.2 Και εσηκωθη ο Δαβιδ και διεβη, αυτος και οι εξακοσιοι ανδρες οι μετ' αυτου, προς τον Αγχους υιον του Μαωχ, βασιλεα της Γαθ.
3 Dávid Ákisnál Gátban telepedett le embereivel együtt; ott volt mindenki a maga házanépével s Dávid a két feleségével, a jezreeli Ahinoámmal és Abigaillal, a kármeli Nábál volt feleségével.3 Και εκαθησεν ο Δαβιδ μετα του Αγχους εν Γαθ, αυτος και οι ανδρες αυτου, εκαστος μετα της οικογενειας αυτου, και ο Δαβιδ μετα των δυο γυναικων αυτου, Αχινοαμ της Ιεζραηλιτιδος και Αβιγαιας της Καρμηλιτιδος γυναικος του Ναβαλ.
4 Amikor Saulnak hírül vitték, hogy Dávid Gátba menekült, felhagyott üldözésével.4 Ανηγγελθη δε προς τον Σαουλ οτι εφυγεν ο Δαβιδ εις Γαθ. οθεν δεν εζητησε πλεον αυτον.
5 Majd azt mondta Dávid Ákisnak: »Ha kegyelmet találtam szemedben, hadd kapjak inkább valamely vidéki városban helyet, hogy ott lakjam! Miért is tartózkodnék szolgád veled a királyi városban?«5 Και ειπεν ο Δαβιδ προς τον Αγχους, Εαν ευρηκα τωρα χαριν εις τους οφθαλμους σου, ας μοι δοθη τοπος εις τινα των πολεων της εξοχης, δια να καθησω εκει? διοτι πως να καθηται ο δουλος σου μετα σου εν τη βασιλευουση πολει;
6 Neki adta tehát Ákis azon a napon Szikeleget; ezért tartozik Szikeleg Júda királyaihoz mind a mai napig.6 Και εδωκεν εις αυτον ο Αγχους την Σικλαγ κατ' εκεινην την ημεραν? δια τουτο η Σικλαγ εμεινεν εις τους βασιλεις του Ιουδα μεχρι της σημερον.
7 Azoknak a napoknak a száma, amelyek alatt Dávid a filiszteusok földjén lakott, négy hónap volt.7 Ο δε αριθμος των ημερων, τας οποιας ο Δαβιδ εκαθησεν εν τη γη των Φιλισταιων, εγεινεν εν ετος και τεσσαρες μηνες.
8 Közben Dávid és emberei feljárogattak és portyázgattak a gessúriták, a girgasiták és az amalekiták földjén; ezeket a vidékeket lakták ugyanis ősidőktől kezdve azon a földön egészen Súrig, Egyiptom földjéig.8 Ανεβαινε δε ο Δαβιδ και οι ανδρες αυτου και εκαμνον εισδρομας εις τους Γεσσουριτας και Γεζραιους και Αμαληκιτας? διοτι ουτοι ησαν εκ παλαιου οι κατοικοι της γης, κατα την εισοδον Σουρ και εως της γης Αιγυπτου.
9 Dávid meg-megverte az egész földet, nem hagyott elevenen sem férfit, sem asszonyt, elvett juhot, marhát, szamarat, tevét és ruhát, s aztán visszatért és elment Ákishoz.9 Και εκτυπα ο Δαβιδ την γην και δεν αφινε ζωντα ουτε ανδρα ουτε γυναικα? και ελαμβανε προβατα και βοας και ονους και καμηλους και ενδυματα? και επιστρεφων ηρχετο προς τον Αγχους.
10 Ha Ákis azt mondta neki: »Kire rontottál ma?« – Dávid azt felelgette: »Júda Délvidékére, Jerameél Délvidékére, Keni Délvidékére.«10 Και ελεγεν ο Αγχους προς τον Δαβιδ, που εκαμετε εισδρομην σημερον; Και απεκρινετο ο Δαβιδ, προς το μεσημβρινον του Ιουδα και προς το μεσημβρινον των Ιεραμεηλιτων και προς το μεσημβρινον των Κεναιων.
11 Férfit és asszonyt nem hagyott elevenen Dávid, s nem vitt be Gátba, mert azt mondta: »Hátha azt találják mondani ellenünk: Ezt és ezt tette Dávid.« – Így járt el az egész idő alatt, amíg a filiszteusok földjén tartózkodott.11 Και ουτε ανδρα ουτε γυναικα δεν αφινε ζωντα ο Δαβιδ, δια να φερη ειδησιν εις Γαθ, λεγων, Μηποτε αναγγειλωσιν εναντιον ημων, λεγοντες, Ουτω καμνει ο Δαβιδ και τοιουτος ειναι ο τροπος αυτου, καθ' ολας τας ημερας οσας καθηται εν τη γη των Φιλισταιων.
12 Ákis ezért megbízott Dávidban, s azt mondta: »Sok rosszat követett el népe, Izrael ellen, s azért az én szolgám lesz örökre.«12 Και επιστευεν ο Αγχους τον Δαβιδ, λεγων, Αυτος εκαμεν εαυτον διολου μισητον εις τον λαον αυτου τον Ισραηλ? δια τουτο θελει εισθαι δουλος εις εμε παντοτε.