Scrutatio

Sabato, 11 maggio 2024 - San Fabio e compagni ( Letture di oggi)

Sámuel első könyve 21


font
KÁLDI-NEOVULGÁTALXX
1 Felkerekedett erre Dávid és elment, Jonatán pedig visszament a városba.1 και ανεστη δαυιδ και απηλθεν και ιωναθαν εισηλθεν εις την πολιν
2 Így Dávid Nóbba, Ahimelek paphoz jutott. Ahimelek azonban meghökkent, hogy Dávid odajött és azt mondta neki: »Miért vagy egyedül, s miért nincs senki sem veled?«2 και ερχεται δαυιδ εις νομβα προς αβιμελεχ τον ιερεα και εξεστη αβιμελεχ τη απαντησει αυτου και ειπεν αυτω τι οτι συ μονος και ουθεις μετα σου
3 Azt mondta erre Dávid Ahimelek papnak: »Megbízott engem valamivel a király, de azt mondta: ‘Senki se tudja meg a dolgot, amiért elküldelek, s hogy milyen parancsokat adtam neked.’ Éppen azért a legényeket erre és erre a helyre rendeltem.3 και ειπεν δαυιδ τω ιερει ο βασιλευς εντεταλται μοι ρημα σημερον και ειπεν μοι μηδεις γνωτω το ρημα περι ου εγω αποστελλω σε και υπερ ου εντεταλμαι σοι και τοις παιδαριοις διαμεμαρτυρημαι εν τω τοπω τω λεγομενω θεου πιστις φελλανι αλεμωνι
4 Nos tehát, ha van valami a kezednél, adj vagy öt kenyeret nekem, vagy valami mást, amit tudsz.«4 και νυν ει εισιν υπο την χειρα σου πεντε αρτοι δος εις χειρα μου το ευρεθεν
5 A pap azt felelte Dávidnak: »Közönséges kenyér nincs a kezemnél, csak szent kenyér. Tiszták-e legényeid, főképpen asszonytól?«5 και απεκριθη ο ιερευς τω δαυιδ και ειπεν ουκ εισιν αρτοι βεβηλοι υπο την χειρα μου οτι αλλ' η αρτοι αγιοι εισιν ει πεφυλαγμενα τα παιδαρια εστιν απο γυναικος και φαγεται
6 Dávid erre azt mondta neki: »Igen; ami az asszonyt illeti, megtartóztattuk magunkat tegnaptól és tegnapelőttől, amikor elindultunk, s a legények teste is tiszta volt, s bár ez az út közönséges, a holmi szempontjából ma ez is szent lesz.«6 και απεκριθη δαυιδ τω ιερει και ειπεν αυτω αλλα απο γυναικος απεσχημεθα εχθες και τριτην ημεραν εν τω εξελθειν με εις οδον γεγονε παντα τα παιδαρια ηγνισμενα και αυτη η οδος βεβηλος διοτι αγιασθησεται σημερον δια τα σκευη μου
7 Erre a pap szent kenyeret adott neki; nem volt ott ugyanis más kenyér, mint csak azok a kitett kenyerek, amelyeket elvettek az Úr színe elől, hogy meleg kenyereket tegyenek helyükbe.7 και εδωκεν αυτω αβιμελεχ ο ιερευς τους αρτους της προθεσεως οτι ουκ ην εκει αρτος οτι αλλ' η αρτοι του προσωπου οι αφηρημενοι εκ προσωπου κυριου παρατεθηναι αρτον θερμον η ημερα ελαβεν αυτους
8 Ott volt azonban azon a napon egy ember Saul szolgái közül, benn az Úr hajlékában: egy Dóeg nevű edomita, Saul pásztorainak felügyelője.8 και εκει ην εν των παιδαριων του σαουλ εν τη ημερα εκεινη συνεχομενος νεεσσαραν ενωπιον κυριου και ονομα αυτω δωηκ ο συρος νεμων τας ημιονους σαουλ
9 Azt mondta továbbá Dávid Ahimeleknek: »Van-e itt kezednél dárda vagy kard? Nem hoztam ugyanis magammal kardomat s fegyvereimet, mert a király ügye sürgős volt.«9 και ειπεν δαυιδ προς αβιμελεχ ιδε ει εστιν ενταυθα υπο την χειρα σου δορυ η ρομφαια οτι την ρομφαιαν μου και τα σκευη ουκ ειληφα εν τη χειρι μου οτι ην το ρημα του βασιλεως κατα σπουδην
10 Azt mondta erre a pap: »Íme, a filiszteus Góliát kardja, akit megvertél a Terebint völgyben, itt van, betakarva egy ruhába az efód mögött; ha azt el akarod vinni, vidd el, mert itt azon kívül más nincs.« Azt mondta erre Dávid: »Nincs több olyan, mint az, add csak ide!«10 και ειπεν ο ιερευς ιδου η ρομφαια γολιαθ του αλλοφυλου ον επαταξας εν τη κοιλαδι ηλα και αυτη ενειλημενη εν ιματιω ει ταυτην λημψη σεαυτω λαβε οτι ουκ εστιν ετερα παρεξ ταυτης ενταυθα και ειπεν δαυιδ ιδου ουκ εστιν ωσπερ αυτη δος μοι αυτην
11 Dávid aztán felkerekedett, s még aznap elfutott Saul színe elől és Ákishoz, Gát királyához ment.11 και εδωκεν αυτην αυτω και ανεστη δαυιδ και εφυγεν εν τη ημερα εκεινη εκ προσωπου σαουλ και ηλθεν δαυιδ προς αγχους βασιλεα γεθ
12 Dávid láttára azonban Ákis szolgái, azt mondták uruknak: »Vajon nem ez-e Dávid, annak a földnek a királya? Nem ennek énekelték-e körtáncban, mondva: ‘Megvert Saul ezret, Dávid pedig tízezret?’«12 και ειπαν οι παιδες αγχους προς αυτον ουχι ουτος δαυιδ ο βασιλευς της γης ουχι τουτω εξηρχον αι χορευουσαι λεγουσαι επαταξεν σαουλ εν χιλιασιν αυτου και δαυιδ εν μυριασιν αυτου
13 Dávid a szívére vette ezeket a szavakat, s nagyon megijedt Ákistól, Gát királyától.13 και εθετο δαυιδ τα ρηματα εν τη καρδια αυτου και εφοβηθη σφοδρα απο προσωπου αγχους βασιλεως γεθ
14 Éppen azért elváltoztatta arcát előttük, dülöngött kezük között, nekiütközött a kapuajtóknak, s nyálát szakállára csurgatta.14 και ηλλοιωσεν το προσωπον αυτου ενωπιον αυτου και προσεποιησατο εν τη ημερα εκεινη και ετυμπανιζεν επι ταις θυραις της πολεως και παρεφερετο εν ταις χερσιν αυτου και επιπτεν επι τας θυρας της πυλης και τα σιελα αυτου κατερρει επι τον πωγωνα αυτου
15 Azt mondta erre Ákis a szolgáinak: »Látjátok, hogy ez az ember bolond: miért hoztátok hozzám?15 και ειπεν αγχους προς τους παιδας αυτου ιδου ιδετε ανδρα επιλημπτον ινα τι εισηγαγετε αυτον προς με
16 Szűkölködünk-e bolondokban, hogy ezt behoztátok, hogy őrjöngjön előttem? Ez jöjjön be házamba?«16 η ελαττουμαι επιλημπτων εγω οτι εισαγειοχατε αυτον επιλημπτευεσθαι προς με ουτος ουκ εισελευσεται εις οικιαν