Scrutatio

Martedi, 14 maggio 2024 - San Mattia ( Letture di oggi)

Sámuel első könyve 19


font
KÁLDI-NEOVULGÁTAGREEK BIBLE
1 Szólt ezért Saul Jonatánnak, a fiának és minden szolgájának, hogy öljék meg Dávidot. Ám Jonatán, Saul fia nagyon szerette Dávidot.1 Και ειπεν ο Σαουλ προς Ιωναθαν τον υιον αυτου και προς παντας τους δουλους αυτου, να θανατωσωσι τον Δαβιδ.
2 Éppen azért értesítette Jonatán Dávidot, s megmondta neki: »Saul, az apám halálra keres téged: reggel tehát, kérlek, vigyázz magadra, s rejtőzködj el titokban.2 Ο Ιωναθαν ομως, ο υιος του Σαουλ, ηγαπα καθ' υπερβολην τον Δαβιδ? και απηγγειλεν ο Ιωναθαν προς τον Δαβιδ, λεγων, Σαουλ ο πατηρ μου ζητει να σε θανατωση? τωρα λοιπον φυλαχθητι, παρακαλω, εως πρωι, και μενε εν αποκρυφω τοπω και κρυπτου?
3 Én aztán majd kimegyek, s azon a mezőn, ahol te leszel, apám elé állok, s beszélek rólad apámnak, s amit tapasztalni fogok, majd tudtodra adom.«3 εγω δε θελω εξελθει και σταθη πλησιον του πατρος μου εν τω αγρω οπου θελεις εισθαι, και θελω ομιλησει περι σου προς τον πατερα μου? και θελω ιδει τι ειναι και θελω σοι απαγγειλει.
4 Jonatán erre jót szólt apjának, Saulnak Dávidról és azt mondta neki: »Ne vétkezz király, szolgád, Dávid ellen, hiszen ő nem vétkezett ellened, s cselekedetei nagyon hasznosak neked.4 Και ελαλησεν ο Ιωναθαν καλα περι του Δαβιδ προς τον Σαουλ τον πατερα αυτου και ειπε προς αυτον, Ας μη αμαρτηση ο βασιλευς εναντιον του δουλου αυτου, εναντιον του Δαβιδ? επειδη δεν ημαρτησεν εναντιον σου και επειδη τα εργα αυτου εσταθησαν εις σε πολυ καλα?
5 Kockára tette életét, és megverte a filiszteust. Az Úr nagy győzelmet juttatott általa egész Izraelnek: láttad és örültél! Miért vétkeznél tehát ártatlan vér ellen, s miért ölnéd meg Dávidot, aki semmit sem követett el?«5 διοτι ερριψοκινδυνευσε την ζωην αυτου και εθανατωσε τον Φιλισταιον, και ο Κυριος εκαμε σωτηριαν μεγαλην εις παντα τον Ισραηλ? ειδες και εχαρης? δια τι λοιπον θελεις να αμαρτησης εναντιον αθωου αιματος, θανατονων τον Δαβιδ χωρις αιτιας;
6 Amikor ezt Saul hallotta, Jonatán szavára megengesztelődött és megesküdött: »Az Úr életére mondom, hogy nem fogom megöletni.«6 Και υπηκουσεν ο Σαουλ εις την φωνην του Ιωναθαν? και ωμοσεν ο Σαουλ, λεγων, Ζη Κυριος, δεν θελει θανατωθη.
7 Erre Jonatán előhívatta Dávidot és elmondta neki mindezeket a szavakat. Aztán Jonatán bevitte Dávidot Saulhoz, s ő ismét olyan volt előtte, mint azelőtt.7 Και εκραξεν ο Ιωναθαν τον Δαβιδ και απηγγειλε προς αυτον ο Ιωναθαν παντας τους λογους τουτους. Και εφερεν ο Ιωναθαν τον Δαβιδ προς τον Σαουλ, και ητο ενωπιον αυτου ως το προτερον.
8 Ám ismét megindult a harc és Dávid kivonult és hadakozott a filiszteusok ellen. Nagy csapást mért rájuk, és azok megfutamodtak színe elől.8 Εγεινε δε παλιν πολεμος? και εξηλθεν ο Δαβιδ και επολεμησε μετα των Φιλισταιων και επαταξεν αυτους εν σφαγη μεγαλη? και εφυγον απο προσωπου αυτου.
9 Erre Sault ismét megszállta az Úr egyik gonosz lelke. Így üldögélt házában, kezében a dárdával, miközben Dávid pengette a lantot kezével.9 Και το πονηρον πνευμα παρα Κυριου εσταθη επι τον Σαουλ, ενω εκαθητο εν τω οικω αυτου μετα του δορατιου εν τη χειρι αυτου? ο δε Δαβιδ επαιζε το οργανον δια της χειρος αυτου.
10 Egyszer csak Saul ismét megkísérelte, hogy Dávidot a falhoz szegezze a dárdával, de Dávid elhajolt Saul színe elől, s a dárda, anélkül, hogy sebet ejtett volna, a falba fúródott. Erre Dávid elszaladt és még azon éjjel elmenekült.10 Και εζητησεν ο Σαουλ να κτυπηση με το δορατιον τον Δαβιδ και εως εις τον τοιχον? εξεκλινεν ομως απο προσωπου του Σαουλ και εκτυπησε τον τοιχον με το δορατιον? ο δε Δαβιδ εφυγε και διεσωθη εκεινην την νυκτα.
11 Erre Saul elküldte csatlósait Dávid házához, hogy őrizzék és reggel megöljék. Ám Míkol, a felesége tudtára adta ezt Dávidnak: »Ha meg nem mented magadat ez éjjel, holnap meghalsz.«11 Και απεστειλεν ο Σαουλ μηνυτας προς τον οικον του Δαβιδ, δια να παραφυλαξωσιν αυτον και να θανατωσωσιν αυτον το πρωι? απηγγειλε δε προς τον Δαβιδ η Μιχαλ, η γυνη αυτου, λεγουσα, Εαν δεν σωσης την ζωην σου την νυκτα ταυτην, αυριον θελεις θανατωθη.
12 Éppen azért lebocsátotta őt az ablakon, s ő elment, elfutott és megmenekült.12 Και κατεβιβασεν η Μιχαλ τον Δαβιδ δια της θυριδος? και ανεχωρησε και εφυγε και διεσωθη.
13 Míkol aztán vette a szobrot, rátette az ágyra, szőrös kecskebőrt tett a feje alá és ruhákkal betakarta.13 Τοτε λαβουσα η Μιχαλ ομοιωμα, εθεσεν επι της κλινης και εβαλεν εις την κεφαλην αυτου προσκεφαλαιον εκ τριχων αιγων και εσκεπασεν αυτο με φορεμα.
14 Amikor aztán Saul poroszlókat küldött oda, hogy fogják meg Dávidot, azok azt a választ hozták, hogy beteg.14 Και οτε απεστειλεν ο Σαουλ μηνυτας δια να συλλαβωσι τον Δαβιδ, εκεινη ειπεν, Αρρωστος ειναι.
15 Erre Saul visszaküldte a követeket, hogy nézzék meg Dávidot és azt mondta: »Ágyastul is hozzátok elém, hogy megölethessem.«15 Παλιν απεστειλεν ο Σαουλ τους μηνυτας δια να ιδωσι τον Δαβιδ, λεγων, Φερετε μοι αυτον επι της κλινης, δια να θανατωσω αυτον.
16 Amikor azonban a követek odaértek, a szobrot találták az ágyban, kecskebőrrel a feje alatt.16 Και οτε εισηλθον οι μηνυται, ιδου, ητο το ομοιωμα επι της κλινης και προσκεφαλαιον εις την κεφαλην αυτου εκ τριχων αιγων.
17 Azt mondta erre Saul Míkolnak: »Miért játszottál így ki, s miért engedted ellenségemet elfutni?« Míkol azt felelte rá Saulnak: »Azért, mert ő azt mondta nekem: ‘Engedj el, különben megöllek.’«17 Και ειπεν ο Σαουλ προς την Μιχαλ, Δια τι με ηπατησας ουτω και απεπεμψας τον εχθρον μου και διεσωθη; Και απεκριθη Μιχαλ προς τον Σαουλ, Αυτος ειπε προς εμε, Αφες με να φυγω? δια τι να σε θανατωσω;
18 Közben Dávid elfutott és megmenekült és eljutott Sámuelhez Ramátába, s elbeszélte neki mindazt, amit vele Saul művelt. Erre ő és Sámuel elmentek, s megtelepedtek Nájótban.18 Και εφυγεν ο Δαβιδ και διεσωθη και ηλθε προς τον Σαμουηλ εις Ραμα, και απηγγειλε προς αυτον παντα οσα ειχε καμει εις αυτον ο Σαουλ? και υπηγαν, αυτος και ο Σαμουηλ, και κατωκησαν εν Ναυιωθ.
19 Hírül vitték azonban Saulnak, s elmondták neki: »Íme, Dávid a ramátai Nájótban van.«19 Απηγγειλαν δε προς τον Σαουλ και ειπον, Ιδου, ο Δαβιδ ειναι εν Ναυιωθ εν Ραμα.
20 Erre Saul poroszlókat küldött, hogy fogják meg Dávidot. Amikor azonban meglátták a jövendölő próféták seregét és vezetőjüket, Sámuelt, őket is betöltötte Isten lelke, s ők is prófétálni kezdtek.20 Και απεστειλεν ο Σαουλ μηνυτας να συλλαβωσι τον Δαβιδ? και οτε ειδον την συναξιν των προφητων προφητευοντων και τον Σαμουηλ προισταμενον επ' αυτους, επηλθε Πνευμα Θεου επι τους μηνυτας του Σαουλ, και προεφητευον και αυτοι.
21 Amikor ezt hírül vitték Saulnak, más követeket küldött, de azok is prófétálni kezdtek. Erre Saul harmadszor is követeket küldött, de azok is prófétálni kezdtek. Megharagudott erre Saul,21 Και οτε απηγγελθη προς τον Σαουλ, απεστειλεν αλλους μηνυτας? και αυτοι ομοιως προεφητευον. Και απεστειλε παλιν ο Σαουλ τριτην φοραν μηνυτας, και αυτοι ετι προεφητευον.
22 s maga is elment Ramátába; amikor a Szókóban levő nagy vízveremhez jutott, megkérdezte: »Hol van Sámuel és Dávid?« Azt mondták erre neki: »Íme, a ramátai Nájótban vannak.«22 Τοτε υπηγε και αυτος εις Ραμα και ηλθεν εως του μεγαλου φρεατος του εν Σοκχω? και ηρωτησε, λεγων, Που ειναι ο Σαμουηλ και ο Δαβιδ; Και ειπον, Ιδου, εν Ναυιωθ εν Ραμα.
23 Elindult tehát a ramátai Nájótba, de őt is eltöltötte Isten lelke, s amint ment és haladt, egyre prófétálgatott, amíg a ramátai Nájótba nem jutott.23 Και υπηγεν εκει εις Ναυιωθ την εν Ραμα? και Πνευμα Θεου επηλθε και επ' αυτον? και εξηκολουθει την οδον αυτου προφητευων, εωσου ηλθεν εις Ναυιωθ εν Ραμα.
24 Ott ő is levetette ruháit és prófétált a többiekkel együtt Sámuel előtt, s ott feküdt azon egész nap és éjjel mezítelenül. Innen is származott a közmondás: »Hát Saul is a próféták közt van?«24 Και εκδυθεις τα ιματια αυτου και αυτος, προεφητευεν ενωπιον του Σαμουηλ κατα τον αυτον τροπον, και κατεκειτο γυμνος ολην εκεινην την ημεραν και ολην την νυκτα. Δια τουτο λεγουσι, Και Σαουλ εν προφηταις;