Scrutatio

Martedi, 14 maggio 2024 - San Mattia ( Letture di oggi)

Sámuel első könyve 11


font
KÁLDI-NEOVULGÁTAGREEK BIBLE
1 Ezután körülbelül egy hónap múlva az történt, hogy az ammonita Naás felvonult és hadba szállt Jábes-Gileád ellen. Errea jábesi emberek valamennyien azt mondták Naásnak: »Fogadj el minket szövetségeseidnek, s szolgálni fogunk neked.«1 Ανεβη δε Ναας ο Αμμωνιτης και εστρατοπεδευσεν εναντιον της Ιαβεις-γαλααδ? και ειπον παντες οι ανδρες της Ιαβεις εις τον Ναας, Καμε συνθηκην προς ημας, και θελομεν σε δουλευει.
2 Ám az ammonita Naás azt felelte nekik: »Csak úgy kötök szövetséget veletek, ha kivájathatom mindannyiatok jobb szemét, s így meggyalázhatlak titeket egész Izrael előtt.«2 Και ειπε προς αυτους Ναας ο Αμμωνιτης, Με τουτο θελω καμει συνθηκην προς εσας, να εξορυξω παντας τους δεξιους οφθαλμους σας, και να βαλω τουτο ονειδος επι παντα τον Ισραηλ.
3 Azt mondták erre neki Jábes vénei: »Engedj nekünk hét napot, hogy követeket küldhessünk Izrael minden határába: s ha nem akad, aki megvéd minket, akkor kimegyünk hozzád.«3 Και ειπον προς αυτον οι πρεσβυτεροι της Ιαβεις, Δος εις ημας επτα ημερων αναβολην, δια να αποστειλωμεν μηνυτας εις παντα τα ορια του Ισραηλ? και τοτε, εαν δεν ηναι τις να μας σωση, θελομεν εξελθει προς σε.
4 Elmentek tehát a követek Saul Gibeájába, s elmondták e szavakat a nép hallatára. Erre az egész nép hangos sírásra fakadt.4 Ηλθον λοιπον οι μηνυται εις Γαβαα του Σαουλ και ειπον τους λογους εις τα ωτα του λαου? και υψωσαν πας ο λαος την φωνην αυτων και εκλαυσαν.
5 Íme, azonban éppen akkor jött meg Saul, aki marháit terelte haza a mezőről és azt mondta: »Mi baja van a népnek, hogy sír?« Erre elbeszélték neki a jábesi emberek szavait.5 Και ιδου, ο Σαουλ ηρχετο κατοπιν της αγελης εκ του αγρου? και ειπεν ο Σαουλ, Τι εχει ο λαος και κλαιει; Και διηγηθησαν προς αυτον τους λογους των ανδρων της Ιαβεις.
6 Amikor e szavakat hallotta, nagyon fellobbant haragja, az Úr lelke pedig megszállta Sault.6 Και επηλθεν επι τον Σαουλ πνευμα Θεου, οτε ηκουσε τους λογους εκεινους? και εξηφθη η οργη αυτου σφοδρα.
7 Erre ő vette mind a két marhát, darabokra vagdalta, s követekkel elküldte Izrael minden határába és azt mondta: »Aki nem vonul ki és nem követi Sault és Sámuelt, annak marháival ugyanígy fog történni.« Elfogta erre a népet az Úr félelme, és egy emberként kivonultak.7 Και ελαβε ζευγος βοων, και κατακοψας αυτους εις τμηματα, απεστειλεν αυτα κατα παντα τα ορια του Ισραηλ δια χειρος μηνυτων, λεγων, Οστις δεν εξελθη κατοπιν του Σαουλ και κατοπιν του Σαμουηλ, ουτω θελει γεινει εις τους βοας αυτου. Και επεπεσε φοβος Κυριου επι τον λαον, και εξηλθον ως εις ανθρωπος.
8 Ő meg is számlálta őket Bezekben, s Izrael fiai háromszázezren, Júda emberei pedig harmincezren voltak.8 Και οτε απηριθμησεν αυτους εν Βεζεκ, οι υιοι Ισραηλ ησαν τριακοσιαι χιλιαδες και οι ανδρες Ιουδα τριακοντα χιλιαδες.
9 Azt mondták erre az odajött követeknek: »Ezt mondjátok a jábesgileádi embereknek: Holnap, mire az idő felmelegszik, megszabadultok.« Elmentek tehát a követek, s hírül vitték ezt a jábesi embereknek, s azok megörültek.9 Και ειπον προς τους ελθοντας μηνυτας, Ουτω θελετε ειπει προς τους ανδρας της Ιαβεις-γαλααδ? Αυριον, καθως ο ηλιος θερμανη, θελει εισθαι εις εσας σωτηρια. Και ηλθον οι μηνυται και ανηγγειλαν προς τους ανδρας της Ιαβεις? και υπερεχαρησαν.
10 Ki is üzentek az ammonitáknak: »Holnap kimegyünk hozzátok, s tehettek velünk akármit, ami nektek tetszik.«10 Και ειπον οι ανδρες της Ιαβεις, Αυριον θελομεν εξελθει προς εσας, και θελετε καμει εις ημας παν ο, τι σας φαινεται καλον.
11 Amikor aztán a másnap elérkezett, az történt, hogy Saul három részre osztotta a népet, s a hajnali őrködés idején behatolt a táborba és mire az idő felmelegedett, megverte az ammonitákat; a megmaradtak is úgy szétszóródtak, hogy kettő sem maradt közülük együtt.11 Και την επαυριον διηρεσεν ο Σαουλ τον λαον εις τρια ταγματα? και εισηλθον εις το μεσον του στρατοπεδου, εν τη πρωινη φυλακη, και επαταξαν τους Αμμωνιτας εωσου θερμανη η ημερα? και οι εναπολειφθεντες διεσκορπισθησαν, ωστε ουδε δυο εξ αυτων δεν εμειναν ηνωμενοι.
12 Ekkor a nép így szólt Sámuelhez: »Ki az, aki azt mondta: ‘Hát Saul fog uralkodni rajtunk?’ Adjátok ki azokat az embereket, s öljük meg őket.«12 Και ειπεν ο λαος προς τον Σαμουηλ, Τις ειναι εκεινος οστις ειπεν, Ο Σαουλ θελει βασιλευσει εφ' ημας; παραδωσατε τους ανδρας, δια να θανατωσωμεν αυτους.
13 Ám Saul azt mondta: »Senkit sem szabad megölni ezen a napon, mert ma az Úr szabadulást szerzett Izraelnek.«13 Και ειπεν ο Σαουλ, Δεν θελει θανατωθη ουδεις την ημεραν ταυτην? διοτι σημερον εκαμεν ο Κυριος σωτηριαν εν τω Ισραηλ.
14 Azt mondta erre Sámuel a népnek: »Gyertek, menjünk Gilgálba, s újítsuk ott meg a királyságot.«14 Τοτε ειπεν ο Σαμουηλ προς τον λαον, Ελθετε, και ας υπαγωμεν εις Γαλγαλα και ας εγκαινισωμεν εκει την βασιλειαν.
15 El is ment az egész nép Gilgálba, s ott királlyá tették Sault az Úr előtt Gilgálban, s békeáldozatokat vágtak ott az Úr előtt és nagyon örvendezett Saul s Izraelnek valamennyi embere.15 Και υπηγε πας ο λαος εις Γαλγαλα? και εκει εκαμον τον Σαουλ βασιλεα ενωπιον του Κυριου εν Γαλγαλοις? και εκει εθυσιασαν θυσιας ειρηνικας ενωπιον του Κυριου? και εκει ευφρανθησαν ο Σαουλ και παντες οι ανδρες Ισραηλ σφοδρα.