Scrutatio

Martedi, 14 maggio 2024 - San Mattia ( Letture di oggi)

Sámuel első könyve 1


font
KÁLDI-NEOVULGÁTAGREEK BIBLE
1 Volt egy Ramátaim-Szófímból, Efraim hegységéből való ember, akit Elkánának hívtak. Jerohámnak volt a fia, aki Eliúnak volt a fia, aki Tóhunak volt a fia, aki az efraimi Szúfnak volt a fia.1 Ητο δε ανθρωπος τις εκ Ραμαθαιμ-σοφιμ, εκ του ορους Εφραιμ, και το ονομα αυτου Ελκανα, υιος του Ιεροαμ, υιου Ελιου, υιου Θοου, υιου Σουφ, Εφραθαιος.
2 Két felesége volt, az egyiket Annának, a másikat Fenennának hívták. Fenennának voltak gyermekei, Annának viszont nem voltak gyermekei.2 Και ειχεν ουτος δυο γυναικας? το ονομα της μιας Αννα, και το ονομα της δευτερας Φενιννα? η μεν Φενιννα ειχε τεκνα, η δε Αννα δεν ειχε τεκνα.
3 Ez az ember minden évben felment városából Silóba, hogy imádkozzon, és áldozatot mutasson be a Seregek Urának. Ott Héli két fia, Ofni és Fineesz volt az Úr papja.3 Ανεβαινε δε ο ανθρωπος ουτος εκ της πολεως αυτου κατ' ετος, δια να προσκυνηση και να προσφερη θυσιαν προς τον Κυριον των δυναμεων εν Σηλω. Και ησαν εκει οι δυο υιοι του Ηλει, Οφνει και Φινεες, ιερεις του Κυριου.
4 Egyszer aztán, amikor feljött a nap, Elkána leölte áldozatát, és adott belőle egy-egy részt Fenennának, a feleségének, és Fenenna valamennyi fiának és lányának.4 Εφθασε δε η ημερα, καθ' ην εθυσιασεν ο Ελκανα και εδωκε μεριδας εις την Φενινναν την γυναικα αυτου και εις παντας τους υιους αυτης και τας θυγατερας αυτης.
5 Annának azonban szomorúan adta oda az egy részt, mert Annát szerette, de az ő méhét az Úr bezárta.5 εις δε την Ανναν εδωκε διπλασιαν μεριδα? διοτι ηγαπα την Ανναν? αλλ' ο Κυριος ειχε κλεισει την μητραν αυτης.
6 Ezért a vetélytársnője bosszantotta is sokat, és bántotta, sőt azt is a szemére vetette, hogy az Úr bezárta a méhét.6 Και η αντιζηλος αυτης παρωξυνεν αυτην σφοδρα, ωστε να καμνη αυτην να αδημονη, οτι ο Κυριος ειχε κλεισει την μητραν αυτης.
7 Ezt tette vele, és így ingerelte őt esztendőről-esztendőre, valahányszor eljött az idő, és felmentek az Úr templomába. Így ő csak sírt, és nem nyúlt az ételhez.7 Και ουτως εκαμνε κατ' ετος? οσακις ανεβαινεν εις τον οικον του Κυριου, ουτω παρωξυνεν αυτην? και εκεινη εκλαιε και δεν ετρωγεν.
8 Elkána, a férje megkérdezte tőle: »Anna, miért sírsz, miért nem eszel, és miért kesereg szíved? Nem érek-e én neked tíz fiúnál többet?«8 Ειπε δε προς αυτην Ελκανα ο ανηρ αυτης, Αννα, δια τι κλαιεις; και δια τι δεν τρωγεις; και δια τι η καρδια σου ειναι τεθλιμμενη; δεν ειμαι εγω εις σε καλητερος παρα δεκα υιους;
9 Miután ettek és ittak Silóban, Anna felkelt, és amíg Héli pap az Úr templomának ajtófélfájánál a székében üldögélt,9 Και εσηκωθη η Αννα, αφου εφαγον εν Σηλω και αφου επιον? ο δε Ηλει ο ιερευς εκαθητο επι καθεδρας, πλησιον του παραστατου της πυλης του ναου του Κυριου.
10 Anna keseredett szívvel imádkozott az Úrhoz, és nagyon sírt.10 Και αυτη ητο καταπικραμενη την ψυχην και προσηυχετο εις τον Κυριον, κλαιουσα καθ' υπερβολην.
11 Fogadalmat is tett, és ezt mondta: »Seregeknek Ura, ha letekintesz és meglátod szolgálód nyomorúságát, ha megemlékezel rólam, nem feledkezel el szolgálódról, és fiúmagzatot adsz szolgálódnak, akkor az Úrnak adom őt élete valamennyi napján, és borotva nem éri a fejét.«11 Και ηυχηθη ευχην, λεγουσα, Κυριε των δυναμεων, εαν επιβλεψης τωοντι εις την ταπεινωσιν της δουλης σου και με ενθυμηθης και δεν λησμονησης την δουλην σου, αλλα δωσης εις την δουλην σου τεκνον αρσενικον, τοτε θελω δωσει αυτο εις τον Κυριον πασας τας ημερας της ζωης αυτου, και ξυραφιον δεν θελει αναβη επι την κεφαλην αυτου.
12 Történt pedig, hogy amíg ő imádkozott az Úr előtt sokáig, Héli egyre figyelte a száját.12 Ενω δε αυτη εξηκολουθει προσευχομενη ενωπιον του Κυριου, ο Ηλει παρετηρει το στομα αυτης.
13 Mivel Anna csak a szívében beszélt, és csak az ajka mozgott, a szava pedig egyáltalán nem hallatszott, Héli azt gondolta róla, hogy részeg.13 Πλην η Αννα αυτη ελαλει εν τη καρδια αυτης? μονον τα χειλη αυτης εκινουντο, αλλ' η φωνη αυτης δεν ηκουετο? οθεν ο Ηλει ενομισεν οτι ητο μεθυσμενη.
14 Meg is kérdezte tőle: »Meddig leszel részeg? Menj, emészd meg egy kissé a bort, amitől elkábultál!«14 Και ειπε προς αυτην ο Ηλει, Εως ποτε θελεις εισθαι μεθυουσα; αποβαλε τον οινον σου απο σου.
15 Anna azt felelte: »Nem, uram! Nagyon szerencsétlen asszony vagyok én, sem bort, sem más részegítő italt nem ittam, csak a lelkemet öntöttem ki az Úr színe előtt.15 Και απεκριθη η Αννα και ειπεν, Ουχι, κυριε μου, εγω ειμαι γυνη κατατεθλιμμενη την ψυχην? ουτε οινον ουτε σικερα δεν επιον, αλλ' εξεχεα την ψυχην μου ενωπιον του Κυριου?
16 Ne tartsd szolgálódat Béliál lányai közül valónak, mert bánatom és szomorúságom sokasága miatt szóltam mindeddig.«16 μη υπολαβης την δουλην σου ως αχρειαν γυναικα? διοτι εκ του πληθους του πονου μου και της θλιψεως μου ελαλησα εως τωρα.
17 Héli erre azt mondta neki: »Menj békével, és Izrael Istene teljesítse kérésedet, amelyet hozzá intéztél.«17 Τοτε απεκριθη ο Ηλει και ειπεν, Υπαγε εις ειρηνην? και ο Θεος του Ισραηλ ας σοι δωση την αιτησιν σου, την οποιαν ητησας παρ' αυτου.
18 Anna így válaszolt: »Bárcsak kegyelmet találna szolgálód a szemedben!« Azzal elment az asszony a maga útjára. Evett, és az arca többé bánatosra nem változott.18 Η δε ειπεν, Ειθε η δουλη σου να ευρη χαριν εις τους οφθαλμους σου. Τοτε απηλθεν η γυνη εις την οδον αυτης και εφαγε, και το προσωπον αυτης δεν ητο πλεον σκυθρωπον.
19 Reggel aztán felkeltek, imádkoztak az Úr előtt, aztán visszatértek, és elmentek házukba, Ramátába. Amikor aztán Elkána megismerte Annát, a feleségét, az Úr megemlékezett róla,19 Και το πρωι εσηκωθησαν ενωρις, και προσκυνησαντες ενωπιον του Κυριου, επεστρεψαν και ηλθον εις την οικιαν αυτων εις Ραμαθ. Και ο Ελκανα εγνωρισεν Ανναν την γυναικα αυτου? και ο Κυριος ενεθυμηθη αυτην.
20 és történt napok múltával, hogy Anna fogant, majd fiút szült. Sámuelnek nevezte el, mert az Úrtól kérte őt.20 Και οτε επληρωθησαν αι ημεραι αφοτου η Αννα συνελαβεν, εγεννησεν υιον και εκαλεσε το ονομα αυτου Σαμουηλ, Διοτι παρα Κυριου ητησα αυτον, ειπε.
21 Amikor aztán felment férje, Elkána és egész házanépe, hogy lerója ünnepi áldozatát és fogadalmát az Úrnak,21 Και ανεβη ο ανθρωπος Ελκανα και πας ο οικος αυτου, δια να προσφερη προς τον Κυριον την ετησιον θυσιαν και την ευχην αυτου.
22 Anna nem ment fel. Azt mondta a férjének: »Nem megyek fel, amíg el nem választom a gyermeket. Akkor majd felviszem, hogy jelenjen meg az Úr színe előtt, és végleg ott is maradjon.«22 Αλλ' η Αννα δεν ανεβη? διοτι ειπε προς τον ανδρα αυτης, Δεν θελω αναβη εωσου το παιδιον απογαλακτισθη? και τοτε θελω φερει αυτο, δια να εμφανισθη ενωπιον του Κυριου και εκει να κατοικη διαπαντος.
23 Elkána, a férje azt felelte neki: »Tedd csak, amit jónak látsz! Maradj, amíg el nem választod! Csak azért könyörgök, hogy az Úr teljesítse szavát!« Otthon maradt tehát az asszony, és szoptatta fiát, míg el nem választotta.23 Και ειπε προς αυτην Ελκανα ο ανηρ αυτης, Καμε ο, τι σοι φαινεται καλον? καθου εωσου απογαλακτισης αυτο? μονον ο Κυριος να εκπληρωση τον λογον αυτου. Και εκαθισεν η γυνη και εθηλαζε τον υιον αυτης, εωσου απεγαλακτισεν αυτον.
24 Amikor aztán elválasztotta, felvitte magával, három fiatal bikával, három véka liszttel és egy korsó borral együtt, és elvitte az Úr házába, Silóba. A gyermek még kicsinyke volt.24 Και αφου απεγαλακτισεν αυτον, ανεβιβασεν αυτον μεθ' εαυτης, μετα τριων μοσχων και ενος εφα αλευρου και ασκου οινου, και εφερεν αυτον εις τον οικον του Κυριου εν Σηλω? το δε παιδιον ητο μικρον.
25 Amikor levágták a fiatal bikát, odavitték a gyermeket Hélihez.25 Και εσφαξαν τον μοσχον και εφεραν το παιδιον προς τον Ηλει.
26 Anna ekkor így szólt: »Kérlek, uram! Életedre mondom, uram, hogy én vagyok az az asszony, aki előtted álltam, amikor itt az Úrhoz imádkoztam.26 Και ειπεν η Αννα, Ω, κυριε μου ζη η ψυχη σου, κυριε μου, εγω ειμαι η γυνη, ητις εσταθη ενταυθα πλησιον σου, δεομενη του Κυριου?
27 Ezért a gyermekért imádkoztam, és az Úr teljesítette kérésemet, amelyet hozzá intéztem.27 περι του παιδιου τουτου εδεομην? και ο Κυριος εδωκεν εις εμε την αιτησιν μου, την οποιαν ητησα παρ' αυτου?
28 Ezért én is kölcsönbe adom őt az Úrnak arra az egész időre, amely alatt kölcsönben kell lennie az Úrnál.« Ezután imádták ott az Urat.28 οθεν και εγω εδανεισα αυτο εις τον Κυριον? πασας τας ημερας της ζωης αυτου θελει εισθαι δανεισμενον εις τον Κυριον. Και προσεκυνησεν εκει τον Κυριον.