Scrutatio

Sabato, 11 maggio 2024 - San Fabio e compagni ( Letture di oggi)

Bírák könyve 17


font
KÁLDI-NEOVULGÁTAGREEK BIBLE
1 Volt abban az időben egy Efraim hegységéről való ember, akit Míkajehunak hívtak.1 Ητο δε ανθρωπος τις εκ του ορους Εφραιμ, και το ονομα αυτου Μιχαιας.
2 Ez azt mondta anyjának: »Az az ezerszáz ezüst, amelyet elvettek tőled, és amely miatt fülem hallatára esküdöztél, íme, az én birtokomban, nálam van.« Ő így felelt neki: »Áldjon meg az Úr, fiam!«2 Και ειπε προς την μητερα αυτου, Τα χιλια εκατον αργυρια, τα οποια αφηρεθησαν απο σου, δια τα οποια και συ κατηρασθης, και ακομη ελαλησας εις τα ωτα μου, ιδου, το αργυριον ειναι εις εμε? εγω ελαβον αυτο. Η δε μητηρ αυτου ειπεν, Ευλογημενος να ησαι, υιε μου, παρα του Κυριου.
3 Erre ő visszaadta anyjának, aki így szólt hozzá: »Az Úrnak akarom szentelni és ajánlani ezt az ezüstöt, úgy, hogy fiam vegye el kezemből és csináljon belőle faragott és öntött képet: oda is adom most neked.«3 Και επεστρεψε τα χιλια και εκατον αργυρια εις την μητερα αυτου, και ειπεν η μητηρ αυτου, Αφιερωμα αφιερωσα το αργυριον εις τον Κυριον εκ της χειρος μου, υπερ του υιου μου, δια να καμη γλυπτον και χωνευτον? και τωρα θελω επιστρεψει αυτο εις σε.
4 Erre ő visszaadta anyjának, az pedig vett kétszáz ezüstöt, s odaadta az ezüstművesnek, hogy készítsen belőle faragott és öntött képet. Ez aztán Míka házába került.4 Αυτος δε επεστρεψε το αργυριον εις την μητερα αυτου? η δε μητηρ αυτου λαβουσα διακοσια αργυρια, εδωκεν αυτα εις τον χωνευτην, οστις εκαμεν εξ αυτων γλυπτον και χωνευτον? και ησαν εν τω οικω του Μιχαια.
5 Ő ott egy kis hajlékot is elkülönített Isten tiszteletére, és efódot meg teráfokat, vagyis papi ruhákat és bálványokat készített. Felavatta egyik fiának kezét, s az papja lett neki.5 Και ο ανθρωπος ο Μιχαιας ειχεν οικον Θεου και εκαμεν εφοδ και θεραφειμ? και καθιερωσεν ενα εκ των υιων αυτου, και εγεινεν εις αυτον ιερευς.
6 Azokban a napokban ugyanis nem volt király Izraelben, hanem mindenki azt cselekedte, amit jónak látott.6 Κατ' εκεινας τας ημερας δεν ητο βασιλευς εν τω Ισραηλ? εκαστος επραττεν ο, τι εφαινετο εις αυτον ορθον.
7 Volt továbbá egy másik, Júda Betleheméből és nemzetségéből való ifjú, aki levita volt, de ott lakott.7 Και ητο νεος τις εκ Βηθλεεμ Ιουδα, εκ της φυλης Ιουδα, οστις ητο Λευιτης και παρωκει εκει.
8 Ez kivándorolt Betlehem városából, s idegenként ott akart letelepedni, ahol alkalmas helyet talál magának. Amikor aztán útján Efraim hegységére érkezett, s egy kissé betért Míka házába,8 Και ανεχωρησεν ο ανθρωπος εκ της πολεως Βηθλεεμ Ιουδα, δια να παροικηση οπου ευρη? και ηλθεν εις το ορος Εφραιμ, εως του οικου του Μιχαια, ακολουθων την οδον αυτου.
9 az megkérdezte tőle, hogy honnan jön. Ő ezt felelte: »Levita vagyok, Júda Betleheméből, s megyek, hogy letelepedjem valahol, ahol lehet, s ahol azt hasznosnak látom.«9 Και ειπε προς αυτον ο Μιχαιας, Ποθεν ερχεσαι; Ο δε ειπε προς αυτον, Εγω ειμαι Λευιτης εκ Βηθλεεμ Ιουδα και υπαγω να παροικησω οπου ευρω.
10 Azt mondta erre Míka: »Maradj nálam, s légy atyám és papom; esztendőnként tíz ezüstöt, egy váltó ruhát s ellátást adok érte neked.«10 Και ειπε προς αυτον ο Μιχαιας, Καθου μετ' εμου και γινου εις εμε πατηρ και ιερευς, και εγω θελω σοι διδει δεκα αργυρια κατ' ετος και στολην και την τροφην σου. Και ο Λευιτης εισηλθε προς αυτον.
11 Ő beleegyezett, ott maradt az embernél, s úgy számított nála, mint fiai egyike.11 Και ευχαριστειτο ο Λευιτης να κατοικη μετα του ανθρωπου? και ο νεος ητο εις αυτον ως εις εκ των υιων αυτου.
12 Míka fel is avatta kezét, s az ifjút tette meg papjának,12 Και καθιερωσεν ο Μιχαιας τον Λευιτην? και ο νεος εγεινεν εις αυτον ιερευς και εμενεν εν τω οικω του Μιχαια.
13 s azt mondta: »Most tudom, hogy jót fog tenni velem az Úr, mert levita nemzetségű papom van.«13 Τοτε ειπεν ο Μιχαιας, Τωρα γνωριζω οτι ο Κυριος θελει με αγαθοποιησει, διοτι εχω Λευιτην δια ιερεα.