Második Törvénykönyv 9
12345678910111213141516171819202122232425262728293031323334
Ter
Kiv
Lev
Szám
MTörv
Józs
Bír
Rút
1Sám
2Sám
1Kir
2Kir
1Krón
2Krón
Ezdr
Neh
Tób
Judit
Eszt
1Makk
2Makk
Jób
Zsolt
Péld
Préd
Én
Bölcs
Sir
Iz
Jer
Siralm
Bár
Ez
Dán
Óz
Jo
Ám
Abd
Jón
Mik
Náh
Hab
Szof
Agg
Zak
Mal
Mt
Mk
Lk
Jn
Csel
Róm
1Kor
2Kor
Gal
Ef
Fil
Kol
1Tessz
2Tessz
1Tim
2Tim
Tit
Filem
Zsid
Jak
1Pét
2Pét
1Ján
2Ján
3Ján
Júd
Jel
Confronta con un'altra Bibbia
Cambia Bibbia
KÁLDI-NEOVULGÁTA | GREEK BIBLE |
---|---|
1 Halljad, Izrael! Te most átkelsz a Jordánon, hogy meghódíts nagy és nálad erősebb nemzeteket, nagy és égig bástyázott városokat, | 1 Ακουε, Ισραηλ? συ διαβαινεις σημερον τον Ιορδανην, δια να εισελθης να κληρονομησης εθνη μεγαλητερα και ισχυροτερα σου, πολεις μεγαλας και τετειχισμενας εως του ουρανου, |
2 nagy és szálas népet, az enakiták fiait, akiket magad láttál, s akikről azt hallottad, hogy senki sem képes ellenállni nekik. | 2 λαον μεγαν και υψηλον το αναστημα, υιους των Ανακειμ, τους οποιους γνωριζεις και ηκουσας, Τις δυναται να σταθη εμπροσθεν των υιων του Ανακ; |
3 Tudd meg tehát ma, hogy az Úr, a te Istened emésztő és pusztító tűzként maga megy át előtted, hogy eltiporja, eltörölje, s hamarosan elpusztítsa színed elől, amint mondta neked. | 3 Γνωρισον λοιπον σημερον, οτι Κυριος ο Θεος σου ειναι ο προπορευομενος εμπροσθεν σου? ειναι πυρ καταναλισκον? αυτος θελει εξολοθρευσει αυτους και αυτος θελει καταστρεψει αυτους απ' εμπροσθεν σου? και θελεις εκδιωξει αυτους και ταχεως εξολοθρευσει αυτους, καθως σοι ειπεν ο Κυριος. |
4 De amikor majd eltörli őket az Úr, a te Istened, a színed elől, azt ne mondd szívedben: ‘Az én igazvoltomért juttatott engem az Úr e föld birtokába’ – mert istentelenségük miatt törli el azokat a nemzeteket. | 4 Αφου Κυριος ο Θεος σου εκδιωξη αυτους απ' εμπροσθεν σου, μη ειπης εν τη καρδια σου λεγων, Δια την δικαιοσυνην μου με εισηγαγεν ο Κυριος να κληρονομησω την γην ταυτην? αλλα δια την ασεβειαν των εθνων τουτων εκδιωκει αυτους ο Κυριος απ' εμπροσθεν σου. |
5 Nem a te igaz voltodért, s nem a te szíved egyenességéért jutsz ugyanis földjük birtokába, hanem azért vesznek el utadból, mert istentelenül cselekedtek, meg azért, hogy az Úr teljesítse szavát, amelyet esküvel ígért atyáidnak, Ábrahámnak, Izsáknak és Jákobnak. | 5 Ουχι δια την δικαιοσυνην σου ουδε δια την ευθυτητα της καρδιας σου εισερχεσαι να κληρονομησης την γην αυτων? αλλα δια την ασεβειαν των εθνων τουτων Κυριος ο Θεος σου εκδιωκει αυτα απ' εμπροσθεν σου, και δια να στερεωση τον λογον, τον οποιον ο Κυριος ωμοσε προς τους πατερας σου, προς τον Αβρααμ, προς τον Ισαακ και προς τον Ιακωβ. |
6 Tudd meg tehát, hogy nem a te igazvoltodért adja neked az Úr, a te Istened ezt az igazán jó földet birtokul, hiszen te keménynyakú nép vagy! | 6 Γνωρισον λοιπον, οτι Κυριος ο Θεος σου δεν σοι διδει την γην ταυτην την αγαθην να κληρονομησης αυτην δια την δικαιοσυνην σου? διοτι εισαι λαος σκληροτραχηλος. |
7 Emlékezzél csak meg, s ne feledd, miképp ingerelted haragra az Urat, a te Istenedet a pusztában: attól a naptól kezdve, hogy kijöttél Egyiptomból egészen eddig a helyig, mindenkor tusakodtál az Úr ellen. | 7 Ενθυμου, μη λησμονησης ποσον παρωργισας Κυριον τον Θεον σου εν τη ερημω αφ' ης ημερας εξηλθετε εκ γης Αιγυπτου, εωσου εφθασατε εις τον τοπον τουτον, παντοτε εστασιασατε κατα του Κυριου. |
8 Hiszen magánál a Hórebnél ingerelted őt, úgyhogy megharagudott és el akart törölni téged. | 8 Και εν Χωρηβ παρωργισατε τον Κυριον και εθυμωθη ο Κυριος εναντιον σας δια να σας εξολοθρευση, |
9 Amikor felmentem a hegyre, hogy átvegyem a kőtáblákat, annak a szövetségnek a tábláit, amelyet az Úr veletek megkötött, s negyven nap és negyven éjen át tartózkodtam a hegyen anélkül, hogy kenyeret ettem és vizet ittam volna. | 9 οτε ανεβην εις το ορος δια να λαβω τας πλακας τας λιθινας, τας πλακας της διαθηκης την οποιαν ο Κυριος εκαμε προς εσας. Τοτε εμεινα εν τω ορει τεσσαρακοντα ημερας και τεσσαρακοντα νυκτας? αρτον δεν εφαγον και υδωρ δεν επιον? |
10 Az Úr pedig ideadta nekem az Isten ujjával írt két kőtáblát, rajta mindazokkal az igékkel, amelyeket a hegyen, a tűz közepéből mondott nektek, amikor együtt volt a nép gyülekezete. | 10 και εδωκεν εις εμε ο Κυριος τας δυο λιθινας πλακας, γεγραμμενας δια του δακτυλου του Θεου? και επ' αυτας ησαν γεγραμμενοι παντες οι λογοι, τους οποιους ελαλησεν ο Κυριος προς εσας επι του ορους εκ μεσου του πυρος εν τη ημερα της συναξεως. |
11 Amikor ugyanis elmúlt a negyven nap és az ugyanannyi éj, az Úr ideadta nekem a két kőtáblát, a szövetség tábláit | 11 Και εις το τελος των τεσσαρακοντα ημερων και τεσσαρακοντα νυκτων εδωκεν εις εμε ο Κυριος τας δυο λιθινας πλακας, τας πλακας της διαθηκης. |
12 és azt mondta nekem: ‘Kelj fel, s menj le gyorsan innen, mert néped, amelyet kihoztál Egyiptomból, hamar elhagyta azt az utat, amelyet mutattál neki, s öntött bálványt csinált magának.’ | 12 Και ειπε Κυριος προς εμε, Σηκωθητι, καταβα ταχεως εντευθεν? διοτι ο λαος σου, τον οποιον εξηγαγες εξ Αιγυπτου, ηνομησεν? ταχεως εξεκλιναν απο της οδου, την οποιαν προσεταξα εις αυτους? εκαμον εις εαυτους ειδωλον χυτον. |
13 Majd meg azt mondta az Úr nekem: ‘Látom, hogy keménynyakú ez a nép. | 13 Ειπεν οτι ο Κυριος προς εμε, λεγων, Ειδον τον λαον τουτον και ιδου, ειναι λαος σκληροτραχηλος? |
14 Hagyj engem, hadd tiporjam el őt, s hadd töröljem el nevét az ég alól, s hadd rendeljelek téged egy ennél nagyobb, s erősebb nép fölé.’ | 14 αφες με να εξολοθρευσω αυτους και να εξαλειψω το ονομα αυτων υποκατωθεν του ουρανου? και θελω σε καμει εις εθνος δυνατωτερον και μεγαλητερον παρα τουτους. |
15 Amikor aztán lejöttem az égő hegyről, két kezemben a szövetség két táblájával, | 15 Και επεστρεψα και κατεβην απο του ορους, και το ορος εκαιετο με πυρ, και αι δυο πλακες της διαθηκης ησαν εις τας δυο χειρας μου. |
16 s láttam, hogy vétkeztetek az Úr, a ti Istenetek ellen, s öntött borjút csináltatok magatoknak, s hamar elhagytátok az ő útját, amelyet mutatott nektek, | 16 Και ειδον και ιδου, ειχετε αμαρτησει εναντιον Κυριου του Θεου σας, καμνοντες εις εαυτους μοσχον χυτον? ειχετε εκκλινει ταχεως εκ της οδου, την οποιαν προσεταξεν εις εσας ο Κυριος? |
17 ledobtam a két kőtáblát a kezemből, s összetörtem azokat a szemetek láttára. | 17 και πιασας τας δυο πλακας, ερριψα αυτας απο των δυο χειρων μου και συνετριψα αυτας εμπροσθεν των οφθαλμων σας? |
18 Aztán leborultam az Úr elé, s mint ahogy először, negyven nap és negyven éjen át nem ettem kenyeret és nem ittam vizet a ti minden bűnötökért, amelyet elkövettetek az Úr ellen, s mellyel őt haragra ingereltétek, | 18 και προσεπεσον ενωπιον του Κυριου, καθως προτερον, τεσσαρακοντα ημερας και τεσσαρακοντα νυκτας? αρτον δεν εφαγον και υδωρ δεν επιον εξ αιτιας πασων των αμαρτιων σας, τας οποιας ημαρτησατε, πραττοντες πονηρα ενωπιον του Κυριου, ωστε να παροργισητε αυτον? |
19 mert féltem bosszankodásától, s haragjától, amikor annyira felindult ellenetek, hogy el akart törölni titeket. Meg is hallgatott engem az Úr ezúttal is. | 19 διοτι κατεφοβηθην δια τον θυμον και την οργην, με την οποιαν ο Κυριος ητο θυμωμενος εναντιον σας δια να σας εξολοθρευση. Αλλ' ο Κυριος εισηκουσε μου και ταυτην την φοραν. |
20 Áronra is felette megharagudott, s őt is el akarta tiporni, de érte is hasonlóképpen könyörögtem. | 20 Και ητο ο Κυριος θυμωμενος σφοδρα κατα του Ααρων, δια να εξολοθρευση αυτον? και εδεηθην και υπερ του Ααρων εν τω καιρω εκεινω. |
21 Bűnötök művét pedig, amelyet csináltatok, vagyis a borjút, megragadtam, tűzben elégettem, darabokra zúztam, teljesen porrá törtem, s belevetettem abba a patakba, amely a hegyről lejön. | 21 Και ελαβον την αμαρτιαν σας, τον μοσχον τον οποιον εκαμετε, και κατεκαυσα αυτον εν πυρι και συνετριψα αυτον και κατελεπτυνα αυτον εωσου εγεινε λεπτον ως σκονη? και ερριψα την σκονην τουτου εις τον χειμαρρον τον καταβαινοντα απο του ορους. |
22 Taberában, Masszában és Cibrót-Hattaavában is ingereltétek az Urat, | 22 Και εν Ταβερα και εν Μασσα και εν Κιβρωθ-αττααβα παρωργισατε τον Κυριον. |
23 és amikor elküldött titeket Kádes-Barneából, mondván: ‘Menjetek fel, s foglaljátok el azt a földet, amelyet nektek adtam,’ akkor is megvetettétek az Úrnak, a ti Isteneteknek parancsát, s nem hittetek neki, s nem akartatok hallgatni szavára. | 23 Και οτε ο Κυριος σας απεστειλεν απο Καδης-βαρνη, λεγων, Αναβητε και κληρονομησατε την γην, την οποιαν εδωκα εις εσας, τοτε σεις εστασιασατε εναντιον της προσταγης Κυριου του Θεου σας, και δεν επιστευσατε εις αυτον ουδε εισηκουσατε της φωνης αυτου. |
24 Mindenkor ellenszegülők voltatok, attól a naptól kezdve, hogy megismertelek titeket. | 24 Παντοτε εστασιασατε εναντιον του Κυριου, αφ' ης ημερας σας εγνωρισα. |
25 Ott feküdtem tehát az Úr előtt negyven nap és negyven éjen át, miközben alázatosan esedeztem hozzá, hogy ne töröljön el titeket, mint ahogy fenyegetett, | 25 Και προσεπεσον ενωπιον του Κυριου τεσσαρακοντα ημερας και τεσσαρακοντα νυκτας, καθως προσεπεσον προτερον? διοτι ο Κυριος ειπε να σας εξολοθρευση. |
26 és imádkoztam: Úr Isten, ne veszítsd el népedet és tulajdonodat, amelyet nagyságoddal megszabadítottál, s Egyiptomból erős kézzel kihoztál! | 26 Και εδεηθην του Κυριου λεγων, Κυριε Θεε, μη εξολοθρευσης τον λαον σου και την κληρονομιαν σου, τον οποιον ελυτρωσας δια της μεγαλωσυνης σου, τον οποιον εξηγαγες εξ Αιγυπτου εν χειρι κραταια? |
27 Emlékezzél meg szolgáidról, Ábrahámról, Izsákról és Jákobról, s ne tekintsd e nép konokságát, istentelenségét és bűnét, | 27 ενθυμηθητι τους δουλους σου, τον Αβρααμ, τον Ισαακ και τον Ιακωβ? μη επιβλεψης εις την σκληροτητα του λαου τουτου, μητε εις τας ασεβειας αυτων, μητε εις τας αμαρτιας αυτων? |
28 hogy azt ne találják mondani annak a földnek a lakói, ahonnan kihoztál minket: ‘Nem tudta az Úr bevinni őket arra a földre, amelyet megígért nekik és mivel gyűlölte őket, azért vitte ki őket, hogy megölje őket a pusztában!’ | 28 μηπως ειπωσιν οι κατοικοι της γης, εκ της οποιας εξηγαγες ημας, Επειδη ο Κυριος δεν ηδυνατο να εισαγαγη αυτους εις την γην, την οποιαν υπεσχεθη προς αυτους, και επειδη εμισει αυτους, εξηγαγεν αυτους δια να φονευση αυτους εν τη ερημω? |
29 Hiszen a te néped és a te tulajdonod ők, akiket kihoztál nagy erőddel és kinyújtott karoddal. | 29 αλλ' ουτοι ειναι λαος σου και κληρονομια σου, τους οποιους εξηγαγες με την δυναμιν σου την μεγαλην και με τον βραχιονα σου τον εξηπλωμενον. |