Scrutatio

Sabato, 11 maggio 2024 - San Fabio e compagni ( Letture di oggi)

Evangélium Lukács szerint 6


font
KÁLDI-NEOVULGÁTAGREEK BIBLE
1 Történt pedig, hogy szombaton, amikor a vetések közt járt, tanítványai tépdesték a kalászokat, és kezeikkel kimorzsolva megették.1 Κατα δε το δευτεροπρωτον σαββατον διεβαινεν αυτος δια των σπαρτων και οι μαθηται αυτου ανεσπων τα σταχυα και ετρωγον, τριβοντες με τας χειρας.
2 A farizeusok közül egyesek azt mondták: »Miért teszitek azt, amit szombaton nem szabad?«2 Τινες δε των Φαρισαιων ειπον προς αυτους? Δια τι πραττετε ο, τι δεν συγχωρειται να πραττηται εν τοις σαββασι;
3 Jézus ezt felelte nekik: »Nem olvastátok, hogy mit tett Dávid, amikor éhezett, ő és akik vele voltak ?3 Και αποκριθεις προς αυτους, ειπεν ο Ιησους? Ουδε τουτο δεν ανεγνωσατε, το οποιον επραξεν ο Δαβιδ, οποτε επεινασεν αυτος και οι μετ' αυτου οντες;
4 Miként ment be az Isten házába, hogyan vette el a kitett kenyereket, evett, és a vele levőknek is adott azokból, amelyeket nem szabad másnak megenni, csak egyedül a papoknak?«4 πως εισηλθεν εις τον οικον του Θεου και ελαβε τους αρτους της προθεσεως και εφαγε και εδωκε και εις τους μετ' αυτου, τους οποιους δεν ειναι συγκεχωρημενον να φαγωσιν ειμη μονοι οι ιερεις;
5 Aztán hozzátette: »Az Emberfia ura a szombatnak.«5 Και ελεγε προς αυτους οτι ο Υιος του ανθρωπου κυριος ειναι και του σαββατου.
6 Történt azután egy másik szombaton, hogy bement a zsinagógába és tanított. Volt ott egy ember, akinek a jobb keze elszáradt.6 Και παλιν εν αλλω σαββατω εισηλθεν εις την συναγωγην και εδιδασκε? και ητο εκει ανθρωπος, του οποιου η δεξια χειρ ητο ξηρα.
7 Az írástudók és a farizeusok pedig lesték, vajon gyógyít-e szombaton, hogy találjanak valamit, amivel vádolhatják.7 Παρετηρουν δε αυτον οι γραμματεις και οι Φαρισαιοι, αν εν τω σαββατω θελη θεραπευσει, δια να ευρωσι κατηγοριαν κατ' αυτου.
8 Ő azonban ismerte gondolataikat, és így szólt a elszáradt kezű emberhez: »Kelj föl és állj a középre!« Az fölkelt és odaállt.8 Αυτος ομως εγνωριζε τους διαλογισμους αυτων και ειπε προς τον ανθρωπον τον εχοντα ξηραν την χειρα? Σηκωθητι και στηθι εις το μεσον. Και εκεινος σηκωθεις εσταθη.
9 Azután Jézus ezt mondta nekik: »Kérdezlek titeket, szabad-e szombaton jót cselekedni vagy rosszat tenni, életet menteni vagy elveszíteni?«9 Ειπε λοιπον ο Ιησους προς αυτους? Θελω σας ερωτησει τι ειναι συγκεχωρημενον, να αγαθοποιηση τις εν τοις σαββασιν η να κακοποιηση; να σωση ψυχην η να απολεση;
10 Majd körülnézett mindnyájukon, és így szólt az emberhez: »Nyújtsd ki a kezedet!« Az megtette, és meggyógyult a keze.10 Και περιβλεψας παντας αυτους, ειπε προς τον ανθρωπον? Εκτεινον την χειρα σου. Ο δε εκαμεν ουτω, και αποκατεσταθη η χειρ αυτου υγιης ως η αλλη.
11 Azok erre esztelen haragra gerjedve arról kezdtek tanácskozni egymás közt, hogy mit cselekedjenek Jézussal.11 Αυτοι δε επλησθησαν μανιας και συνωμιλουν προς αλληλους τι να καμωσιν εις τον Ιησουν.
12 Történt pedig azokban a napokban, hogy kiment a hegyre imádkozni, és az egész éjszakát Isten imádásában töltötte.12 Εν εκειναις δε ταις ημεραις εξηλθεν εις το ορος να προσευχηθη, και διενυκτερευεν εν τη προσευχη του Θεου.
13 Amikor megvirradt, magához hívta tanítványait, és kiválasztott közülük tizenkettőt. Ezeket elnevezte apostoloknak:13 Και οτε εγεινεν ημερα, εκραξε τους μαθητας αυτου και εξελεξεν εξ αυτων δωδεκα, τους οποιους και ωνομασεν αποστολους,
14 Simont, akit Péternek is nevezett, és Andrást, a testvérét, valamint Jakabot és Jánost, Fülöpöt és Bertalant,14 τον Σιμωνα, τον οποιον και ωνομασε Πετρον, και Ανδρεαν τον αδελφον αυτου, Ιακωβον και Ιωαννην, Φιλιππον και Βαρθολομαιον,
15 Mátét és Tamást, Jakabot, Alfeus fiát és Simont, akit Zelótának neveznek,15 Ματθαιον και Θωμαν, Ιακωβον τον του Αλφαιου και Σιμωνα τον καλουμενον Ζηλωτην,
16 Júdást, Jakab fiát, és iskarióti Júdást, aki áruló lett.16 Ιουδαν τον αδελφον Ιακωβου, και Ιουδαν τον Ισκαριωτην, οστις και εγεινε προδοτης,
17 Majd lement velük és megállt egy sík helyen. Vele volt tanítványainak egy nagy csoportja és hatalmas népsokaság egész Júdeából, Jeruzsálemből, Tírusz és Szidon tengermellékéről,17 και καταβας μετ' αυτων εσταθη επι τοπου πεδινου, και παρησαν οχλος μαθητων αυτου και πληθος πολυ του λαου απο πασης της Ιουδαιας και Ιερουσαλημ και της παραλιας Τυρου και Σιδωνος, οιτινες ηλθον δια να ακουσωσιν αυτον και να ιατρευθωσιν απο των νοσων αυτων,
18 akik eljöttek, hogy hallgassák őt és meggyógyuljanak betegségeikből. Akiket pedig tisztátalan lelkek gyötörtek, meggyógyultak.18 και οι ενοχλουμενοι υπο πνευματων ακαθαρτων, και εθεραπευοντο.
19 Az egész tömeg érinteni akarta őt, mert erő áradt ki belőle, és meggyógyította mindnyájukat.19 Και πας ο οχλος εζητει να εγγιζη αυτον, διοτι δυναμις εξηρχετο παρ' αυτου και ιατρευε παντας.
20 Akkor szemeit tanítványaira emelte, és így szólt: »Boldogok vagytok, ti szegények, mert tiétek az Isten országa.20 Και αυτος σηκωσας τους οφθαλμους αυτου εις τους μαθητας αυτου, ελεγε? Μακαριοι σεις οι πτωχοι, διοτι υμετερα ειναι η βασιλεια του Θεου.
21 Boldogok vagytok, akik most éheztek, mert kielégítenek benneteket. Boldogok vagytok, akik most sírtok, mert nevetni fogtok.21 Μακαριοι οι πεινωντες τωρα, διοτι θελετε χορτασθη. Μακαριοι οι κλαιοντες τωρα, διοτι θελετε γελασει.
22 Boldogok lesztek, amikor gyűlölnek titeket az emberek, amikor kirekesztenek és szidalmaznak, és kivetik neveteket mint gonoszat az Emberfiáért.22 Μακαριοι εισθε, οταν σας μισησωσιν οι ανθρωποι, και οταν σας αφορισωσι και ονειδισωσι και εκβαλωσι το ονομα σας ως κακον ενεκεν του Υιου του ανθρωπου.
23 Örüljetek azon a napon és vigadjatok, mert íme, nagy a ti jutalmatok a mennyben! Hiszen atyáik éppen így cselekedtek a prófétákkal.23 Χαιρετε εν εκεινη τη ημερα και σκιρτησατε? διοτι ιδου, ο μισθος σας ειναι πολυς εν τω ουρανω? επειδη ουτως επραττον εις τους προφητας οι πατερες αυτων.
24 De jaj nektek, gazdagok, mert megkaptátok vigasztalástokat!24 Πλην ουαι εις εσας τους πλουσιους, διοτι απηλαυσατε την παρηγοριαν σας.
25 Jaj nektek, akik most jóllaktatok, mert éhezni fogtok! Jaj nektek, akik most nevettek, mert majd gyászoltok és sírtok!25 Ουαι εις εσας, οι κεχορτασμενοι, διοτι θελετε πεινασει. Ουαι εις εσας, οι γελωντες τωρα, διοτι θελετε πενθησει και κλαυσει.
26 Jaj nektek, amikor mindenki magasztal titeket, mert atyáik éppen így cselekedtek a hamis prófétákkal!26 Ουαι εις εσας, οταν παντες οι ανθρωποι σας ευφημησωσι? διοτι ουτως επραττον εις τους ψευδοπροφητας οι πατερες αυτων.
27 Nektek viszont, akik hallgattok engem, azt mondom: Szeressétek ellenségeiteket! Tegyetek jót azokkal, akik gyűlölnek titeket.27 Αλλα προς εσας τους ακουοντας λεγω? Αγαπατε τους εχθρους σας, αγαθοποιειτε εκεινους, οιτινες σας μισουσιν,
28 Áldjátok azokat, akik átkoznak benneteket, és imádkozzatok azokért, akik gyaláznak titeket.28 ευλογειτε εκεινους, οιτινες σας καταρωνται, και προσευχεσθε υπερ εκεινων, οιτινες σας βλαπτουσιν.
29 Annak, aki arcul üt téged, tartsd oda a másikat is; és attól, aki a köntösödet elveszi, ne tagadd meg az ingedet sem.29 Εις τον τυπτοντα σε επι την σιαγονα προσφερε και την αλλην, και απο του αφαιρουντος το ιματιον σου μη εμποδισης και τον χιτωνα.
30 Adj mindenkinek, aki kér tőled; és ha valaki elveszi, ami a tiéd, vissza ne kérd.30 Εις παντα δε τον ζητουντα παρα σου διδε, και απο του αφαιρουντος τα σα μη απαιτει.
31 Amint akarjátok, hogy cselekedjenek veletek az emberek, ti is hasonlóképpen cselekedjetek velük.31 Και καθως θελετε να πραττωσιν εις εσας οι ανθρωποι, και σεις πραττετε ομοιως εις αυτους.
32 Ha azokat szeretitek, akik titeket szeretnek, milyen jutalmat érdemeltek? Hiszen a bűnösök is szeretik azokat, akik őket szeretik.32 Και εαν αγαπατε τους αγαπωντας σας, ποια χαρις χρεωστειται εις εσας; διοτι και οι αμαρτωλοι αγαπωσι τους αγαπωντας αυτους.
33 És ha azokkal tesztek jót, akik veletek jót tesznek, milyen jutalmat érdemeltek? Hisz ezt a bűnösök is megteszik.33 Και εαν αγαθοποιητε τους αγαθοποιουντας σας, ποια χαρις χρεωστειται εις εσας; διοτι και οι αμαρτωλοι το αυτο πραττουσι.
34 És ha azoknak adtok kölcsön, akiktől remélitek, hogy visszakapjátok, milyen jutalmat érdemeltek? Hiszen a bűnösök is kölcsönöznek a bűnösöknek, hogy ugyanannyit kapjanak vissza.34 Και εαν δανειζητε εις εκεινους, παρ' ων ελπιζετε παλιν να λαβητε, ποια χαρις χρεωστειται εις εσας; διοτι και οι αμαρτωλοι εις αμαρτωλους δανειζουσι δια να λαβωσι παλιν τα ισα.
35 Szeressétek tehát ellenségeiteket! Tegyetek jót és kölcsönözzetek, semmit vissza nem várva; így nagy lesz a ti jutalmatok, és a Magasságbeli fiai lesztek, mert ő jóságos a hálátlanokhoz és gonoszokhoz is.35 Πλην αγαπατε τους εχθρους σας και αγαθοποιειτε και δανειζετε, μηδεμιαν απολαβην ελπιζοντες, και θελει εισθαι ο μισθος σας πολυς, και θελετε εισθαι υιοι του Υψιστου? διοτι αυτος ειναι αγαθος προς τους αχαριστους και κακους.
36 Legyetek tehát irgalmasok, mint a ti Atyátok is irgalmas!36 Γινεσθε λοιπον οικτιρμονες, καθως και ο Πατηρ σας ειναι οικτιρμων.
37 Ne ítélkezzetek, és titeket sem fognak elítélni! Ne ítéljetek el senkit, és benneteket sem fognak elmarasztalni! Bocsássatok meg, és bocsánatot fogtok nyerni!37 Και μη κρινετε, και δεν θελετε κριθη? μη καταδικαζετε, και δεν θελετε καταδικασθη? συγχωρειτε, και θελετε συγχωρηθη?
38 Adjatok, és adnak majd nektek is: jó és tömött, megrázott és túláradó mértékkel adnak majd az öletekbe! Mert amilyen mértékkel mértek, olyannal fognak visszamérni nektek!«38 διδετε, και θελει δοθη εις εσας? μετρον καλον, πεπιεσμενον και συγκεκαθισμενον και υπερεκχυνομενον θελουσι δωσει εις τον κολπον σας. Διοτι με το αυτο μετρον, με το οποιον μετρειτε, θελει αντιμετρηθη εις εσας.
39 Hasonlatot is mondott nekik: »Vajon a vak vezethet-e vakot? Nem esnek-e mindketten verembe?39 Ειπε δε παραβολην προς αυτους, Μηπως δυναται τυφλος να οδηγη τυφλον; δεν θελουσι πεσει αμφοτεροι εις βοθρον;
40 Nem nagyobb a tanítvány a mesterénél; valaki akkor tökéletes, ha olyan, mint a mestere.40 Δεν ειναι μαθητης ανωτερος του διδασκαλου αυτου? πας δε τετελειοποιημενος θελει εισθαι ως ο διδασκαλος αυτου.
41 Miért látod meg a szálkát testvéred szemében, a gerendát pedig, amely a te szemedben van, nem veszed észre?41 Και δια τι βλεπεις το ξυλαριον το εν τω οφθαλμω του αδελφου σου, την δε δοκον την εν τω ιδιω σου οφθαλμω δεν παρατηρεις;
42 És hogyan mondhatod testvérednek: ‘Testvér, hadd vegyem ki szemedből a szálkát’, a te szemedben pedig nem látod a gerendát? Képmutató! Vesd ki előbb a magad szeméből a gerendát, és majd látni fogsz, hogy kivehesd a szálkát testvéred szeméből!42 η πως δυνασαι να λεγης προς τον αδελφον σου? Αδελφε, αφες να εκβαλω το ξυλαριον το εν τω οφθαλμω σου, ενω συ δεν βλεπεις την δοκον την εν τω οφθαλμω σου; Υποκριτα, εκβαλε πρωτον την δοκον εκ του οφθαλμου σου, και τοτε θελεις ιδει καθαρως δια να εκβαλης το ξυλαριον το εν τω οφθαλμω του αδελφου σου.
43 Nincs jó fa, amely rossz gyümölcsöt terem; és nincs rossz fa, amely jó gyümölcsöt terem.43 Διοτι δεν ειναι δενδρον καλον, το οποιον καμνει καρπον σαπρον, ουδε δενδρον σαπρον, το οποιον καμνει καρπον καλον?
44 Mert minden fát gyümölcséről ismerünk meg. Tövisbokorról nem szednek fügét, sem a csipkebokorról nem szüretelnek szőlőt.44 επειδη εκαστον δενδρον εκ του καρπου αυτου γνωριζεται. Διοτι δεν συναγουσιν εξ ακανθων συκα, ουδε τρυγωσιν εκ βατου σταφυλια.
45 A jó ember jót hoz elő szívének jó kincséből, és a gonosz ember a gonoszból gonoszat hoz elő; mert a szív bőségéből szól a száj.45 Ο αγαθος ανθρωπος εκ του αγαθου θησαυρου της καρδιας αυτου εκφερει το αγαθον, και ο κακος ανθρωπος εκ του κακου θησαυρου της καρδιας αυτου εκφερει το κακον? διοτι εκ του περισσευματος της καρδιας λαλει το στομα αυτου.
46 Miért mondjátok nekem: ‘Uram! Uram!’, ha nem cselekszitek, amiket mondok?46 Δια τι δε με κραζετε, Κυριε, Κυριε, και δεν πραττετε οσα λεγω;
47 Megmutatom nektek, kihez hasonló mindaz, aki hozzám jön, hallgatja szavaimat és megcselekszi azokat.47 Πας οστις ερχεται προς εμε και ακουει τους λογους μου και καμνει αυτους, θελω σας δειξει με ποιον ειναι ομοιος?
48 Hasonló a házépítő emberhez, aki mélyre leásott és az alapot kősziklára rakta. Amikor aztán jött az árvíz, nekiesett a háznak a folyó árja, de nem tudta megingatni, mert jól volt megépítve.48 ειναι ομοιος με ανθρωπον οικοδομουντα οικιαν, οστις εσκαψε και εβαθυνε και εβαλε θεμελιον επι την πετραν? οτε δε εγεινε πλημμυρα, προσεβαλεν ο ποταμος κατα της οικιας εκεινης και δεν ηδυνηθη να σαλευση αυτην? διοτι ητο τεθεμελιωμενη επι την πετραν.
49 Aki pedig hallgatja, de nem cselekszi, hasonló ahhoz az emberhez, aki a házát alap nélkül, a földre építette. Amikor nekirontott az ár, mindjárt összeomlott, és nagy lett annak a háznak romlása.«49 Οστις ομως ακουση και δεν καμη, ειναι ομοιος με ανθρωπον οικοδομησαντα οικιαν επι την γην χωρις θεμελιον? κατα της οποιας προσεβαλεν ο ποταμος, και ευθυς επεσε, και εγεινεν ο κρημνισμος της οικιας εκεινης μεγας.